Μενού
koronoios-kroysmata
Κορονοϊός, κρούσματα | Eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Στην κορυφή της λίστας ως προς τα νέα κρούσματα και τις νοσηλείες ασθενών με Covid-19, μεταξύ των 27 κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), κατατάσσεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), που δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή (13/1). Oπως καταδεικνύουν τα στοιχεία για τις δύο πρώτες εβδομάδες του 2023, τα νέα περιστατικά κορονοϊού στη χώρα μας είναι σχεδόν τριπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ (691,7 ανά 100.000 κατοίκους, έναντι 234,6), ενώ ακολουθούν η Κύπρος (676,6/100.000), η Σλοβενία (634,2/100.000) και η Αυστρία (488,5/100.000).

Κατά την ίδια περίοδο υπερδιπλάσιες είναι οι εισαγωγές σε νοσοκομεία (15,3 ανά 100.000 κατοίκους, έναντι 6 στην ΕΕ), με τη Λετονία (11,3/100.000), την Εσθονία (11,2/100.000) και τη Γαλλία (8,1/100.000) να καταλαμβάνουν τις αμέσως επόμενες χειρότερες θέσεις. Στην πρώτη πεντάδα κατατάσσεται η Ελλάδα και όσον αφορά στους θανάτους (4η χειρότερη θέση μαζί με τη Σουηδία), οι οποίοι ανέρχονται σε 27,6 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, έναντι των 12,3 στην ΕΕ. Προηγούνται η Λετονία (41,2/εκατ.), η Κροατία (33,9/εκατ.) και η Σλοβενία (31,8/εκατ.). Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα, αποτελεί τη δεύτερη χώρα σε νέα κρούσματα στις ηλικίες 65 ετών και άνω (923,4), με τη Γαλλία να καταλαμβάνει την πρώτη θέση (986,9 το 14ήμερο). Οι δύο χώρες καταγράφουν υπερδιπλάσια αναλογία κρουσμάτων στους άνω των 65 ετών μεταξύ των υπόλοιπων χωρών (451,9 / 100.000 στην ΕΕ).

Εισαγωγές σε νοσοκομείο και θάνατοι

Τις τάσεις της διασποράς ακολουθούν και οι νοσηλείες ασθενών με Covid-19, στις οποίες η Ελλάδα κατέχει, επίσης, την πρώτη θέση στην ΕΕ, με την αναλογία να είναι σχεδόν τριπλάσια από τον μέσο όρο (15,3 ανά 100.000 κατοίκους, έναντι των 6 στην ΕΕ). Αναφορικά με τις εισαγωγές ασθενών με Covid-19 σε ΜΕΘ, η χώρα μας κατέχει την τρίτη υψηλότερη θέση, μετά τη Λετονία και τη Γαλλία, με 0,5 εισαγωγές ανά 100.000 πληθυσμού, αναλογία που βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Ωστόσο, μετά από μήνες η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ελαφρά στον κατάλογο με την αναλογία θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Τις δύο πρώτες εβδομάδες του έτους, κατείχε την τέταρτη θέση, μαζί με τη Σουηδία, με 27,6 νεκρούς ανά εκατομμύριο, έναντι μόλις 12,3 της ΕΕ.

Βελτίωση με επιφυλάξεις

Οι επιστήμονες του ECDC σημειώνουν πως την εβδομάδα που έληξε στις 8 Ιανουαρίου, η συνολική επιδημιολογική κατάσταση στην ΕΕ σημείωσε βελτίωση, σε σύγκριση με τις σημαντικές αυξήσεις στους δείκτες μετάδοσης κατά την εορταστική περίοδο. Σύμφωνα με τα δεδομένα, καταγράφεται συνολική μείωση της μετάδοσης και σταθεροποίηση ή υποχώρηση των δεικτών εισαγωγής σε νοσοκομεία και ΜΕΘ και θανάτων. Ωστόσο, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να έχουν επηρεαστεί τα δεδομένα από τον μικρότερο αριθμό τεστ που διενεργήθηκαν και την καθυστερημένη αναφορά των κρουσμάτων, λόγω των εορτών.

Όπως εξηγούν οι συντάκτες, παρά τη βελτίωση, καταγράφεται σημαντική δραστηριότητα του κορονοϊού στα νοσοκομεία ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανό να αποτυπωθεί αργότερα ο αντίκτυπος της έκθεσης των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού στους ιούς του αναπνευστικού, λόγω της ανάμειξής τους με νεότερα άτομα κατά την εορταστική περίοδο. Πάντως, με βάση τα μαθηματικά μοντέλα, οι ειδικοί του ECDC εκτιμούν πως έως τις 22 Ιανουαρίου θα καταγραφούν τάσεις υποχώρησης στα κρούσματα κορονοϊού (θα φτάσουν τα 84 /100.000), στους θανάτους (7,2 / εκατ.) και στις εισαγωγές στα νοσοκομεία (6,3 / 100.000).

Ο κίνδυνος από την υποπαραλλαγή Κράκεν

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη σύντομη έκθεση αξιολόγησης απειλών που δόθηκε στη δημοσιότητα από το ECDC επίσης την Παρασκευή, ο συνολικός κίνδυνος για την ΕΕ/ΕΟΧ που σχετίζεται με την εξάπλωση της υποπαραλλαγής της Όμικρον XBB.1.5 (Κράκεν) είναι χαμηλός για τον γενικό πληθυσμό. Ο κίνδυνος είναι μέτριος έως υψηλός για τις ευάλωτες ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι και τα μη εμβολιασμένα και ανοσοκατεσταλμένα άτομα, ανάλογα με την ανοσία τους έναντι του SARS-CoV-2. Οι επιστήμονες του Κέντρου σημειώνουν, ωστόσο, ότι υπάρχουν αρκετά κενά γνώσης σχετικά με την XBB.1.5 και αυτή η αξιολόγηση μπορεί να αλλάξει τις επόμενες εβδομάδες, καθώς θα υπάρχουν περισσότερα στοιχεία.

Η μαθηματική μοντελοποίηση από το ECDC δείχνει ότι η XBB1.5 θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχη στην ΕΕ/ΕΟΧ μετά από έναν έως δύο μήνες, με δεδομένα τα χαμηλά ποσοστά που αναφέρθηκαν στην ΕΕ/ΕΟΧ και τον εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξής της. Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η σοβαρότητα της μόλυνσης της XBB.1.5 είναι διαφορετική από εκείνη των υποπαραλλαγών της Όμικρον που κυκλοφορούσαν.

Χαμηλά επίπεδα εμβολιασμού

Παράλληλα, η εμβολιαστική κόπωση του πληθυσμού διατηρεί χαμηλά τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης με την επικαιροποιημένη δόση του εμβολίου έναντι της Covid. Ειδικότερα, στους πολίτες άνω των 60 ετών, ο εμβολιασμός με την 2η ενισχυτική (τέταρτη) δόση αντιστοιχεί στο 35% στην ΕΕ / ΕΟΧ, ενώ στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 25%. Την 1η ενισχυτική δόση του εμβολίου έχει κάνει το 79,2% του πληθυσμού στη χώρα μας (έναντι των 84,7% στην ΕΕ) και τη 2η ενισχυτική το 25,5% (έναντι των 34,4%). Ωστόσο, μεγαλύτερη είναι η ανταπόκριση του πληθυσμού στη χώρα μας όσον αφορά στην 3η ενισχυτική δόση (4,9% έναντι των 2,0% στην ΕΕ). Τέλος, το βασικό εμβολιασμό τους έχουν ολοκληρώσει το 89,7% των πολιτών στην Ελλάδα που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα «60+», έναντι των 91,1% στην ΕΕ.

Ποιοι πρέπει να εμβολιαστούν

Σύμφωνα με τις συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, οι ομάδες του πληθυσμού στις οποίες συστήνεται το επικαιροποιημένο δισθενές εμβόλιο, που προστατεύει από όλες τις γνωστές παραλλαγές του κορονοϊού, είναι:

  • Όλοι οι πολίτες άνω των 60 ετών 
  • Τα άτομα ηλικίας 12-59 ετών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου
  • Οι διαμένοντες και εργαζόμενοι σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων ή άλλες μονάδες φροντίδας χρονίως πασχόντων
  • Οι επαγγελματίες υγείας
  • Οι δαβιούντες με άτομα σε ανοσοκαταστολή ή άλλο υποκείμενο νόσημα
  • Οι φροντιστές ατόμων που πάσχουν από νοσήματα που αυξάνουν τον κίνδυνο επιπλοκών από κορονοϊό.

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το πρωτόκολλο εμβολιασμού, η τέταρτη δόση χορηγείται σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών μετά την προηγούμενη δόση, ενώ και η πέμπτη δόση συστήνεται να χορηγηθεί στους 3 μήνες, μετά την λήψη της τέταρτης δόσης.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.