Οι μύθοι του υποκόσμου δύουν, φεύγουν από τη ζωή, όπως ο Βαγγέλης Ρωχάμης, όμως οι ίδιες οι λέξεις που ύφαιναν (και ίσως, συνεχίζουν να υφαίνουν ακόμα) τη ζωή και τις πράξεις τους, παραμένουν ζωντανές. Επιχειρήσαμε να καταγράψουμε 10 από αυτές και τις σημασίες τους, με τη βοήθεια των σχετικών λαογραφικών πηγών του Ηλία Πετρόπουλου και όχι μόνο.
Καλντεριμίτζής (ή και καλντεριμιτζού)
Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, οι καλτεριμιτζήδες είναι συνήθως ομορφόπαιδα με προσεγμένο (πλην μη κραυγαλέο) λουκ και καλούς τρόπους που σουλατσάρει όλη μέρα σε τράπεζες, κτίρια γραφείων, προθαλάμους ιατρείων κλπ. προσποιούμενος τον πολυάσχολο επαγγελματία. Για ξεκάρφωμα συχνά κρατάει κι ένα χαρτοφύλακα.
Ως «καλντεριμιτζού» συναντάμε και την σεξεργάτρια ή τον ομοφυλόφιλο σεξεργάτη, που εκδίδεται στο δρόμο.
Λάχανα (ή πράσα)
Σε περασμένες δεκαετίες, τα χαρτονομίσματα, ειδικά αυτά του πεντακοσάρικου και του χιλιάρικου, είχαν φαρδύ μέγεθος, θυμίζοντας λάχανο, από εκεί, έμεινε στην αργκό το λάχανα=λεφτά.
Καρακούτσος
Αυτό ακούγεται σαν όνομα μέτριου ρεμπέτη, που ίσως να μην τον ήθελε κανένας άλλος ρεμπέτης δίπλα του, όμως, είναι περιγραφή εργαλείου για ληστείες. Εξηγούμε:
- Ό καρακούτσος είναι μιά κοντή καί γερή σιδερόβεργα πού καταλήγει σέ άκρη πεπλατυμένη, έλαφρως κυρτή καί διχαλωτή - χρησιμεύει γιά τήν παραβίαση θυρών.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44.)
Σκύλα
Εδώ το "Smack My Bitch Up" των Prodigy είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό, όμως η σκύλα είναι κάτι τέλειως διαφορετικό.
- Ή σκύλα είναι ενα διαρηκτικό έργαλείο πού μοιάζει μέ περισπωμένη' εχει δυό άκρες αντιθέτως κυρτές ή μία άκρη είναι διχαλωτή.(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44.)\
Τσουρνό (ουσιαστικό), Τσουρνεύω (ρήμα)
Πρόκειται για νεολογισμό των καλιαρντών, που προέρχεται από τη λέξη της ρομανί, čor = κλέφτης. Στο σχετικό βιβλίο «Καλιαρντά», ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει μια αρκετά εξειδικευμένη περιγραφή του τι σημαίνει «τσουρνεύω». Τρομάξαμε λίγο.
Τσουρνεύω λοιπόν μπορεί και να είναι η πράξη της «κλοπής πορτοφολιού παιδεραστού κατά τη διάρκεια της συνουσίας από τον φίλο του κίναιδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι».
Βάψιμο
Η κλοπή σπιτιών, συνήθως ένοπλη. Συχνά ο κλέφτης καλείται να χρησιμοποιήσει το όπλο του, σε περίπτωση που δεχτεί επίθεση μέσα στο σπίτι που πάει να διαρρήξει. Το έχουμε συναντήσει σε ταινίες του Οικονομίδη, και πιθανότατα προέρχεται από το αμερικάνικο "I paint houses" (βάφω σπίτια, υπονοώντας με το αίμα των ανθρώπων που ζουν σε αυτά).
Τσιριμπάσης, Σερέτης
Τσιριμπάσης είναι αυτός που κάνει κουμάντο μέσα στη φυλακή, το αφεντικό των φυλακισμένων, αυτός που «λύνει και δένει», με την ανοχή των αστυνομικών της φυλακής. Σερέτης ήταν ένας σχεδόν ταυτόσημος όρος, που περιέγραφε τον δίκαιο, τον έξυπνο, αυτόν που ήξερε πως να φτιάχνει ισορροπίες μετά από καυγάδες μέσα στη φυλακή και να κραταει τα όρια και τις ισορροπίες ανάμεσα στους τζογαδόρους, τους ρουφιάνους, τους προστάτες και όλες τις υπόλοιπες «φυλές» ανθρώπων που βρίσκονταν πίσω από τα κάγκελα.
Παμεινώντας
Το παλτό, το πανωφόρι.
Η εξήγηση από τον Νίκο Τσιφόρο, στα "Παιδιά της Πιάτσας" (1960): «Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι».
Μουλάρι
Μια διαφορετική ονομασία για το «βαποράκι», τον μεταφορέα ναρκωτικών. Φαίνεται πως προήλθε από τη μεταφορά ναρκωτικών στα σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα, μέσω γαϊδουριών.
Σινάχης ή Συνάχης
Εδώ οι απόψεις διίστανται. Ως «συνάχης» περιγράφεται αυτός που καταναλώνει εδώ και χρόνια, βαρια ναρκωτικά όπως κοκαϊνη. Το συγκεκριμένο άτομο είναι τόσο περιθωριοποιημένο, που ακόμα και οι ρεμπέτες δεν τον κάνουν παρέα. Για τον «συνάχη» έχει μιλήσει και ο Μάρκος Βαμβακάρης στο ομότιτλο τραγούδι του.
Με ποιον τα’χεις συνάχη μου
αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου,
και πας να εγκληματίσεις
Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο, συνάχης με «υ» δεν υπάρχει. Ο ίδιος έχει δηλώσει σχετικά: «δεν πρόκειται για την γνωστή ενοχλητική αρρώστια. Σινάχης είναι ο απειλητικός μουτρωμένος. Ο ξακουστός κουτσαβάκης και νταής αμαξάς Σινάχης, που τον φοβόταν όλη η Παλιά Αθήνα,
Ματσαραγκιά, ματσαράγκα
Είναι η απάτη, η ενέδρα. Η προέλευσή της λέξης είναι από το ιταλλικό "mazzaranga", ου σημαίνει το εργαλείο για το σπάσιμο χαλικιών. Το έχουμε ακούσε και σε ρεμπέτικά τραγούδια.
Με στοιχεία από slang.gr
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.