«Από 17 χρονών δουλεύω. Πήγαινα σχολείο και ταυτόχρονα δούλευα, γιατί έχασα τον πατέρα μου νωρίς. Κάποια στιγμή, κατάφερα να κάνω τη δική μου επιχείρηση, αλλά αργότερα την έχασα λόγω της καταδίκης μου. Πέρασα τους τελευταίους 16 μήνες της ζωής μου στις φυλακές Κορυδαλλού», λέει ο Θανάσης, λίγες ημέρες αφότου έχει αποφυλακιστεί.
«Τα κελιά ξεκλείδωναν το πρωί. Τρώγαμε, κάναμε προπόνηση, μπάνιο και μετά μαζευόμασταν έξω από τα κελιά και ακούγαμε μουσική. Το μεσημέρι ξαπλώναμε, ενώ το απόγευμα πηγαίναμε βόλτα στο προαύλιο, αράζαμε στα παγκάκια με τα εσπρεσάκια μας και κάναμε χαβαλέ, περπατούσαμε ή παίζαμε μπάλα. Μετά τρώγαμε, καθόμασταν και μιλάγαμε. Στις 8 το βράδυ, τα κελιά κλείδωναν ξανά και βλέπαμε λίγη τηλεόραση να περάσει η ώρα. Κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες. Ευτυχώς πήγαινα στο ΙΕΚ και κάπως έσπαγε όλη αυτή η ρουτίνα».
Τραπέζια, γλέντι, μουσικές: Οι γιορτές πίσω από κάγκελα
Η περίοδος των Χριστουγέννων, ήταν σχεδόν αβάσταχτη για εκείνον. «Αισθανόμουν χάλια. Δεν υπήρχε ούτε ένα παιδικό, αγνό συναίσθημα. Ειδικά για εμένα που έχω ταξιδέψει πολύ, έχω συναναστραφεί με κόσμο και είχα μια εντελώς διαφορετική ποιότητα ζωής, εκεί μέσα ένιωθα να ασφυκτιώ», περιγράφει ο ίδιος.
«Πέρα από τρία-τέσσερα άτομα με τα οποία έκανα παρέα, δεν ήθελα πολλά πολλά. Μπορεί να τους γνώριζα όλους, αλλά δεν ταίριαζα με όλους. Αν θέλεις να διατηρήσεις μια καθημερινότητα μέσα στη φυλακή και να μην βουλιάξεις, πρέπει κάπως να φιλτράρεις τα άτομα με τα οποία συναναστρέφεσαι. Για παράδειγμα, δεν μπορείς να είσαι συνέχεια με κάποιον που πίνει όλη μέρα, γιατί θα σε παρασύρει και εσένα. Προτιμούσα να μην έχω πολλές επαφές και οι σχέσεις μου να είναι τυπικές», εξηγεί.
Γιορτές και φυλακή, μια συνθήκη αντικρουόμενη. «Οι περισσότεροι περνούσαν καλά, έκαναν τραπέζι, έβαζαν δυνατά μουσικές, έκαναν παραγγελίες, γενικά υπήρχε γλέντι. Εγώ ήμουν εκτός concept και απορούσα πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να είναι έγκλειστοι, να περνάνε γιορτές μακριά από τις οικογένειές τους και, παρ' όλα αυτά, να είναι καλά», αναρωτιέται ο Θανάσης.
«Την μία φορά, εγώ δεν άνοιξα καν την πόρτα του κελιού. Δεν είχα κακές σχέσεις με τους υπόλοιπους, απλά είχα μια στάση αμυντική. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Δεν ταιριάζω εδώ μέσα». Αυτές ήταν οι σκέψεις που τριγύριζαν στο μυαλό του.
Από την πανδημία και έπειτα, οι φυλακές απαγόρευσαν να φέρνουν φαγητά οι συγγενείς των φυλακισμένων, οπότε όλες οι παραγγελίες των κρατουμένων για τις μέρες των γιορτών, γίνονταν από σουπερμάρκετ, ενώ σε μερικούς έφερνε κρέατα ο αρχιφύλακας. «Βέβαια πρέπει να σου πω ότι πολλά από τα πράγματα του σουπερμάρκετ τα έφερναν στη φυλακή μία ή δύο μέρες πριν λήξουν, το οποίο είναι απαράδεκτο».
Τα τεράστια τραπέζια στρώνονταν και είχαν τα πάντα. «Βάζαμε τα τραπέζια στη σειρά. Κάθε κελί έβγαζε και άφηνε στο τραπέζι το δικό του φαγητό. Είχε κοτόπουλα, γαλοπούλες, μπριζόλες, λουκάνικα, χοιρινά, ψησίματα, τσίκνα. Φτιάχνανε ακόμα και αυτοσχέδια τσίπουρα», περιγράφει ο ίδιος.
«Όταν έστρωσαν το γιορτινό τραπέζι, βγήκα και εγώ να φάω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν γούσταρα πολύ, δεν είχα χαρά, είχα συνηθίσει αλλιώς. Για μένα όλη αυτή η κατάσταση ήταν εντελώς πρωτόγνωρη. Νομίζω ότι μπορούσαν να περάσουν πραγματικά καλά όσοι έπιναν πολύ ή εκείνοι που ήταν στη φυλακή για χρόνια. Το αντιλαμβάνομαι, αφού όσο περνά ο καιρός, η φυλακή γίνεται σαν το σπίτι σου, οπότε υπάρχει μια σύγχυση μέσα σου.
Σε εκείνους το δικαιολογώ, όμως εγώ δεν άντεχα. Ειδικά σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια που ήμουν με παρέες, οικογένεια ή σε κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό. Εκεί, ήμουν μέσα στη βρώμα, στα ποντίκια και τους κοριούς», σημειώνει.
«Τις μέρες των γιορτών ένιωθα κατάθλιψη»
Τις μέρες των Χριστουγέννων, τα κελιά αντί για 8 το βράδυ, κλειδώνουν στις 10, ενώ, αντίστοιχα την Πρωτοχρονιά, γύρω στις 12.15 τα μεσάνυχτα. «Τις ημέρες εκείνες, ένιωθα κατάθλιψη. Ακόμα και τα επισκεπτήρια που πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια των γιορτών, γίνονταν πίσω από το κάγκελο. Προσπαθούσα να φτιάξω την διάθεσή μου, αλλά το συναίσθημα δεν με άφηνε, είχα μιλήσει τηλεφωνικά με τους δικούς μου ανθρώπους και με είχε καταβάλει.
Τελικά δεν άξιζε ο χρόνος που πέρασα εκεί μέσα. Είναι κάτι που κατάλαβα κατόπιν εορτής. Είναι ζόρι, γιατί δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Άμα δεν έχεις ιδέα πότε θα έρθει η στιγμή της ελευθερίας σου, αρρωσταίνεις. Εγώ δεν γνώριζα πότε θα φύγω», αναφέρει.
«Μια εικόνα που θέλω να μεταφέρω, ήταν η στιγμή που είχαμε καθίσει μαζί με τις καθηγήτριές μας από το ΙΕΚ τα Χριστούγεννα και φτιάξαμε χριστουγεννιάτικα στολίδια για να τα στείλουμε στους δικούς μας ανθρώπους έξω. Υπήρχε η μαυρίλα, αλλά αυτό ήταν κάτι όμορφο, γιατί χαρήκαμε και εμείς και εκείνοι. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις εύκολα, γιατί, στην ακτίνα που κινείσαι, πρέπει να έχεις και την εικόνα του σκληρού, του άτρωτου.
Δεν μπορείς να βγεις από το κελί και να σε βλέπουν να φτιάχνεις κουλουράκια να τα στείλεις στη μαμά σου, γιατί θα σε κοροϊδεύουν. Όμως επειδή το κάναμε στο σχολείο, ήταν πιο ασφαλές περιβάλλον. Γενικά όταν κάνεις κάτι διαφορετικό στη φυλακή και σπας αυτή τη ρουτίνα, νιώθεις σαν να πηγαίνεις βόλτα».
«Το ψυχολογικό κομμάτι είναι το δυσκολότερο»
Για εκείνον, η επιβίωση μέσα στη φυλακή είναι ένα κομμάτι που χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς. «Γενικά πρέπει να κρατάς χαμηλούς τόνους, να μην μιλάς πολύ για τους υπόλοιπους και να αποφεύγεις το κουτσομπολιό, γιατί θα έρθουν όλα μπούμερανγκ. Υπάρχει κίνδυνος να σε στοχοποιήσουν ή να σου αλλάξουν ακτίνα, όπου ενδέχεται να είναι πιο δύσκολη η κατάσταση. Γενικά δεν πρέπει να είσαι ρουφιάνος.
Νομίζω πως στις φυλακές που είναι ισοβίτες επικρατεί περισσότερη ησυχία και υπάρχει σεβασμός ανάμεσά τους. Όμως στον Κορυδαλλό που υπάρχουν και πολλοί υπόδικοι, γίνονται ευκολότερα φασαρίες, γιατί αλλάζει συνέχεια η ανθρωπογεωγραφία της φυλακής».
Θυμάται έντονα μια μεγάλη σύρραξη που είχε γίνει όταν ήταν έγκλειστος. «Ήταν καμιά σαρανταριά άτομα με μαχαίρια, σε μια κόντρα που είχε ξεσπάσει μεταξύ διαφόρων ομάδων της φυλακής. Τότε είχα φοβηθεί αρκετά. Ένα πρωινό, έμαθα πως ένας άνθρωπος είχε κόψει τις φλέβες του. Δεν ήταν κάτι που συνέβη στο κελί μου, αλλά πήγα να δω και αντίκρισα τα ξεραμμένα αίματα. Ευτυχώς σώθηκε. Όμως, το δυσκολότερο στη φυλακή ήταν το ψυχολογικό κομμάτι. Δεν άντεχα να ακούω τον ήχο του κλειδώματος των κελιών, δεν άντεχα να μην μπορώ να ανοίξω την πόρτα.
Έκανα πολλές αρνητικές σκέψεις τότε – σκεφτόμουν πως αν κάνει σεισμό θα μας βρουν όλους πεθαμένους, αναρωτιόμουν τι θα συμβεί αν πάθω κάτι και δεν μου ανοίξουν το κελί, γενικά είχα τεράστια ανασφάλεια. Νομίζω πως αν καταφέρεις να μείνεις νηφάλιος μέσα στη φυλακή, είσαι ήρωας. Γιατί, αν είσαι πιωμένος ή ζαλισμένος, περνούν πιο εύκολα οι μέρες, θολώνουν. Όσο είσαι στη φυλακή, βλέπεις ξανά το ίδιο έργο με διαφορετικά άτομα. Το θέμα είναι να καταφέρεις να βγεις αλώβητος μέχρι την αποφυλάκιση».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.