Αλήθεια πόσες φορές έχουμε κάτσει να ακούσουμε τα αιτήματα των ανθρώπων που εργάζονται στο σεξ χωρίς το πλαίσιο να είναι είτε ένα πονηρό γελάκι είτε ένα εξωτικό βλέμμα που τελικά αντιτίθεται σε αυτό που δήθεν κάνει διακηρυκτικά: Να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στο σεξ, όπως όλοι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες.
Πίσω λοιπόν από όλο αυτόν τον «προοδευτικό» ή «συντηρητικό» (αλλά σίγουρα πουριτανικό) τρόπο που βλέπουμε τη σεξεργασία υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά χωρίς να τους αναγνωρίζεται καν το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται ως εργαζόμενοι.
Eιδικά για την Ελλάδα, τα πράγματα μοιάζουν να είναι ακόμη δυσκολότερα, καθώς τα κριτήρια νομιμοποίησης, που αφορούν μόνο τους οίκους ανοχής και όχι τον δρόμο ή τα ξενοδοχεία που είναι ούτως ή άλλως παράνομα, είναι τόσο εξωφρενικά ώστε στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα άτομα που εργάζονται στο σεξ δουλεύουν (αναγκαστικά) παράνομα.
Η Αθηνά Μιχαλακέα είναι νομική σύμβουλος του Δικτύου Ενδυνάμωσης Σεξεργαζομένων, ενός μη-κυβερνητικού σωματείου που ιδρύθηκε το 2021 στην Αθήνα, μετά από πρωτοβουλία μίας ομάδας ατόμων που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στο σεξ.
Μιλήσαμε μαζί της για να ρίξουμε φως σε μερικά από τα αιτήματα των σεξεργαζόμενων ατόμων.
Θα ήθελες να μου πεις τι είναι το ΔΕΣ και ποιος ο σκοπός της λειτουργίας του;
«Το ΔΕΣ ξεκίνησε τη λειτουργία του ως σωματείο πριν από 2 χρόνια, το 2021. Τότε, μία ομάδα ανδρών σεξεργατών συναντήθηκαν μεταξύ τους στο πλαίσιο διεξαγωγής μίας ακαδημαϊκής έρευνας και κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει ένας κοινός χώρος για τους άνδρες sex workers, να συζητούν μεταξύ τους για τα θέματα που τους απασχολούν στη δουλειά.
Αυτό έχει μία σημασία γιατί οι cis και οι trans γυναίκες που δουλεύουν στη σεξεργασία είχαν για χρόνια ενεργές κοινότητες, κάτι που δεν υπήρχε για τους άνδρες. Αρχικά, λοιπόν, το ΔΕΣ ξεκίνησε με αυτή τη λογική. Πλέον, βέβαια, προστέθηκαν και πολλές θηλυκότητες στην ομάδα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι μιλάμε για μία ομάδα εργαζομένων που πάντα ήταν περιθωριοποιημένη από άλλα κινήματα, από την αριστερά, την αναρχία και από τον φεμινιστικό χώρο. Επομένως, σαφώς και είχε την ανάγκη μίας οργάνωσης εναλλακτικού τύπου».
Θα ήταν ακριβές να πούμε ότι υπάρχει και ένα συνδικαλιστικό κομμάτι πίσω από αυτή την οργανωτική διαδικασία;
«Συνδικαλιστικό κομμάτι δεν έχει από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζεται ως εργασία η σεξεργασία. Το ευκταίο είναι να γίνει αλλά χρειάζεται και η άλλη πλευρά.
Καλό, λοιπόν, είναι να διερωτηθεί και το συνδικαλιστικό κίνημα γενικά τι θέση έχει πάνω σε αυτό. Στη Βρετανία ας πούμε το κίνημα των σεξεργαζομένων είναι οργανικά ενταγμένο στο συνδικαλιστικό κίνημα εδώ και 40 χρόνια και έχει συνδεθεί με τα αιτήματα και άλλων επαγγελματικών κλάδων.
Αυτό στην Ελλάδα -ακόμα και ως σκέψη- είναι αδιανόητο αυτή τη στιγμή. Νομίζω ότι το αίτημα αυτό το καταλαβαίνουν περισσότερο οι queer χώροι παρά ο χώρος της δουλειάς. Πολύ κακώς κατά τη γνώμη μου, γιατί πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και οι σεξεργαζόμενοι αλλά και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι ότι ο αγώνας είναι κοινός. Στον καπιταλισμό βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι».
Αυτός είναι και ο λόγος που ο όρος «σεξεργασία» θεωρείται ως ο καταλληλότερος;
«Ο όρος αυτός είχε εισαχθεί από την Carol Leigh που ήταν μία πρωτοπόρος ακτιβίστρια στην Αμερική. Ακριβώς γιατί στο πλαίσιο των feminist sex wars που διεξάγονταν τότε, ήθελε να αναδείξει την αυτενέργεια που είχαν οι εργαζόμενες στο σεξ. Με άλλα λόγια, ήθελε να αποδείξει ότι δεν ήταν άβουλα θύματα εκμετάλλευσης αλλά ότι είναι εργαζόμενες που μπορούν να μανατζάρουν οι ίδιες τις δουλειές τους.
Ο όρος λοιπόν ήρθε ως τρόπος αποστιγματοποίησης και προκειμένου να αφαιρεθεί το βάρος που είχαν όροι όπως «πουτάνα» και φυσικά το πολύ προσβλητικό «εκδιδόμενα άτομα» που αφαιρεί κάθε πρωτοβουλία μπορεί να έχουν τα σεξεργαζόμενα άτομα».
Αυτό επομένως έχει να κάνει με ένα στερεότυπο που θεωρεί ότι τα άτομα που εργάζονται στο σεξ το κάνουν απαραίτητα επειδή εξαναγκάζονται ή επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή;
«Το ίδιο δεν ισχύει για μία πληθώρα άλλων επαγγελμάτων; Ας πούμε το να είσαι οικοδόμος ή καθαρίστρια είναι συχνά η τελευταία ή η μόνη σου επιλογή. Για αρκετούς ανθρώπους βέβαια, όπως για παράδειγμα για πολλές τρανς γυναίκες παλαιότερα, η σεξεργασία ήταν η μόνη επιλογή πράγματι.
Αυτά όμως είναι ευρύτερα ζητήματα πολιτικής οικονομίας και ετεροκανονικότητας που δε λύνονται με το να δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο η πρόσβαση των σεξεργαζομένων στην εργασία τους και τα δικαιώματα που (θα έπρεπε να) απορρέουν από εκεί.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις που η σεξεργασία είναι συνειδητότατη επιλογή ανάμεσα σε άλλες, πολύ πιο συνειδητή από το να γίνει κανείς δικηγόρος ή λογιστής, απλά επειδή πέρασε στην αντίστοιχη σχολή στα 18 του».
Και μιλάμε για μία δουλειά που χρειάζεται συγκεκριμένες δεξιότητες…
«Προφανώς πρόκειται για μία δουλειά που απαιτεί μία σειρά από δεξιότητες. Πρέπει για παράδειγμα να κάνεις μία άριστη διαχείριση της ιδιωτικής και μύχιας σφαίρας με αυτό που μπορεί να είναι μία μορφή οικειότητας που την προσφέρεις σε πολύ συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και είναι αληθινή εκείνη την ώρα αλλά όχι πραγματικό κομμάτι του εαυτού σου. Το να κάνεις σεξ επί πληρωμή δεν είναι το ίδιο με το να κάνεις σεξ με τον σύντροφό σου.
Η σεξεργασία απαιτεί επίσης και κοινωνικές δεξιότητες. Να προσφέρεις τρυφερότητα ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να ζητάει ένας πελάτης. Όλα αυτά τα skills μαθαίνονται στη δουλειά, δεν στα μαθαίνει κανένας άλλος. Δεν υπάρχει κάποια σχολή ας πούμε».
Επομένως δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο προφίλ του ανθρώπου που εργάζεται στο σεξ;
«Η σεξεργασία δεν είναι μονοδιάστατη, έχει πάρα πολλές μορφές. Αρκετές από αυτές μπορεί να μην αφορούν καν το σεξ. Μπορεί να αφορούν έναν ερωτικό χορό. Μπορεί να αφορά το sugar dating με ένα ή πολλά ραντεβού. Όλα αυτά μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα σεξεργασία.
Επομένως, μέσα σε αυτή την πολλαπλότητα των μορφών της σεξεργασίας, τα άτομα που επιτελούν καθεμία από αυτές τις δουλειές προφανώς ξεκινάνε και από άλλο background είτε ταξικό είτε φυλετικό είτε οτιδήποτε άλλο μπορούμε να φανταστούμε».
Στην Ελλάδα ποιο είναι το νομικό καθεστώς της σεξεργασίας σε σχέση με άλλα κράτη; Υπάρχει ποινικοποίηση;
«Παγκοσμίως υπάρχουν τα εξής μοντέλα: α) η πλήρης ποινικοποίηση, β) η ποινικοποίηση του πελάτη (που ξεκίνησε από τη Σουηδία αλλά έχει επεκταθεί), γ) η αποποινικοποίηση που ισχύει στη Νέα Ζηλανδία, στη νότια Αυστραλία και το Βέλγιο και δ) το legalisation στις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει.
Ως προς το τελευταίο, μιλάμε για μεγάλους οίκους ανοχής με σαφή κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και έντονη επιτήρηση και έλεγχο. Τυπικά στην Ελλάδα είμαστε σε αυτή την κατηγορία αλλά εδώ είναι πρακτικά αδύνατο να δουλέψει ένας άνθρωπος νόμιμα, γιατί είναι νόμιμο να δουλέψεις μόνο σε οίκους ανοχής που με τη σειρά τους είναι αδύνατο να βρίσκονται εντός αστικού ιστού».
Υπάρχουν κάτι εξωφρενικά κριτήρια για να νομιμοποιηθούν οι οίκοι ανοχής, σωστά;
«Πρέπει να απέχουν σε ακτίνα 200 μέτρων μακριά από σχολεία, παιδικούς σταθμούς, πλατείες, εκκλησίες, φροντιστήρια, βιβλιοθήκες, ευαγή ιδρύματα. Αν μάλιστα ανοίξει οτιδήποτε από αυτά μετά τον οίκο ανοχής, τότε ο οίκος ανοχής είναι αυτός που πρέπει να κλείσει. Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτό.
Επίσης ο νόμος προβλέπει ότι πρέπει ένα άτομο, για να πάρει και να κρατήσει την άδειά του, να περνάει πλήρη ιατρικό έλεγχο κάθε 15 μέρες, πράγμα χωρίς κανένα νόημα. Είναι τιμωρητικό. Τι μπορεί να φανεί σε 15 μέρες;
Τέλος, οι μετανάστες και οι μετανάστριες μπορούν να πάρουν άδεια μόνο για όσο διαρκεί η άδεια διαμονής τους εδώ. Οι πρόσφυγες και οι προσφύγισσες καθόλου.
Γενικά, καταλαβαίνεις ότι υπάρχει μία τρελή σφαίρα ποινικοποίησης όπου οποιοδήποτε άτομο δεν πληροί όλες αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί ανά πάσα στιγμή να συλληφθεί. Είναι πλημμελήματα που σημαίνει ότι με τον ισχύοντα ποινικό κώδικα υπάρχουν διοικητικές κυρώσεις και χρηματικά πρόστιμα. Με τον επόμενο ποινικό κώδικα όμως;»
Στην πράξη τι συμβαίνει; Είναι όλοι παράνομοι;
«Στην πράξη, δεν υπάρχει κανένας νόμιμος οίκος ανοχής στην Αθήνα παρά μόνο ένας στην Αττική. Noμίζω στην Καλλιθέα. Στην επαρχία τα πράγματα είναι καλύτερα.
Γενικά αυτό είναι αρμοδιότητα κάθε περιφέρειας, οπότε προκύπτει από το τι αποφασίζει κάθε διοίκηση. Ας πούμε στη Θεσσαλονίκη ο Μπουτάρης είχε μαζέψει όλα τα studio της πόλης στην περιοχή των Παλιών Σφαγείων όπου μπορούσαν να δουλέψουν νόμιμα, παρά τα όποια προβλήματα. Αυτό μαθαίνω ότι μπορεί να αλλάξει.
Γενικά μιλάμε για μία κατάσταση πλήρους αστάθειας. Η δουλειά στα ξενοδοχεία είναι παράνομη, η δουλειά στο σπίτι επίσης. Για τον δρόμο δεν το συζητάμε. Όλο αυτό δημιουργεί μεγάλη ευαλωτότητα, γιατί μην ξεχνάμε ότι η αστυνομία πολύ συχνά κάνει profiling».
Πώς έχει επηρεάσει το OnlyFans και παρεμφερή ψηφιακά μέσα τη σεξεργασία; Ποια είναι η διαφορά σε σχέση με τις πιο παραδοσιακές μορφές;
«Πολλά άτομα επιλέγουν αυτό το είδος της σεξεργασίας γιατί μέσω αυτού μπορούν να εργάζονται από τον χώρο τους, να κανονίζουν τον χρόνο τους και να μην έρχονται σε σωματική επαφή με κανέναν. Ωστόσο, υπάρχουν άλλου είδους ευαλωτότητες. Είναι εύκολο να σε βρουν, να ξεχωρίσουν το πρόσωπό σου, τα τατουάζ σου.
Επιπλέον, ό,τι ανεβάζεις σε αυτές τις πλατφόρμες δεν σου ανήκει αλλά είναι πνευματική ιδιοκτησία της κάθε πλατφόρμας. Εγώ θα εστίαζα στο εξής: Aυτά ανήκουν σε μία συγκεκριμένη κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας. Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας πήρε μία απόφαση που αφορά τους διανομείς μίας πλατφόρμας delivery. Στην ουσία αποφάσισε ότι δεν είναι κανονικοί εργαζόμενοι αλλά freelancers.
Δημιουργείται έτσι ένα κακό προηγούμενο για όλους τους ανθρώπους που απασχολούνται με αντίστοιχους τρόπους σε ψηφιακές πλατφόρμες γιατί στην ουσία, αν αυτό παγιωθεί ως δεδικασμένο διεθνώς, τους στερεί τη δυνατότητα να κατοχυρώσουν εργασιακά δικαιώματα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Έρχομαι στο ευαίσθητο θέμα των προσφύγων και του trafficking. Τι ακριβώς συμβαίνει εκεί;
«Το trafficking είναι ένα πολύπλοκο θέμα γιατί έχει δημιουργηθεί ιστορικά πάνω σε μία πολύ βρόμικη ιστορία. Ο λόγος περί «λευκής δουλείας» που δημιουργήθηκε στην Αμερική και στη Βρετανία στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ένα μείγμα σεξουαλικού ηθικού πανικού από τη μία και ρατσισμού από την άλλη.
Διαχρονικά το trafficking χρησιμοποιείται σαν όπλο προκειμένου βασικά να αυστηροποιηθούν οι αντιμεταναστευτικοί νόμοι και οι νόμοι για την πορνεία. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει κατά περιπτώσεις εξαναγκασμός, σαφώς και υπάρχει.
Πρέπει όμως να τσεκάρουμε τα αντανακλαστικά μας, γιατί πια έχουμε πάρα πολλά δεδομένα τα οποία λένε ότι πολλές φορές άνθρωποι που μεταναστεύουν για να πουλήσουν σεξ ή που το σεξ είναι μέσο για να διευκολύνει τη μετανάστευσή τους δεν είναι θύματα trafficking.
Πολύ απλά γιατί από τη στιγμή που οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν μεταναστευτικό ή προσφυγικό στάτους δεν μπορούν να πιάσουν νόμιμες δουλειές, είναι πολύ πιθανό να πουλάνε σεξ. Όχι επειδή τους έχει εξαναγκάσει κάποιος -επαναλαμβάνω, δεν λέω ότι αυτό δεν μπορεί να υπάρχει- αλλά είτε επειδή θέλουν να βγάλουν χρήματα είτε επειδή απλά θέλουν να κάνουν σεξ».
Αλήθεια, η ορατότητα και τα κινήματα των ατόμων που εργάζονται στο σεξ έχουν βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες;
«Ίσως πρέπει να το κοιτάξουμε ανάποδα. Θεωρώ ότι τα εργασιακά δικαιώματα σε όλη τη χώρα (και ενδεχομένως στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη) έχουν χειροτερέψει. Δεν μπορούμε να μην έχουμε συναίσθηση ότι η εργασία στον καπιταλισμό είναι όπως είναι, όταν μιλάμε πιο συγκεκριμένα για τη σεξεργασία.
Απλά εδώ μιλάμε και για τη μόνη κατηγορία εργαζομένων που δεν μπορούν να κάνουν παράπονα για τη δουλειά τους, γιατί θα πάμε κατευθείαν στο ότι αυτό είναι στο σύνολό του κακοποιητικό.
Σαφώς η ορατότητα έχει βελτιώσει κάποια πράγματα για τη σεξεργασία. Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον ελαστικών σχέσεων και διαρκών εργατικών ατυχημάτων, νομίζω ότι δεν μπορεί να διακριθεί η σεξεργασία ως κάτι διαφορετικό».
Πώς επηρεάζει αυτή η παρανομοποιήση το να βρουν τα άτομα της σεξεργασίας το δίκιο τους σε περίπτωση κάποιας κακοποιητικής συμπεριφοράς;
«Το ποινικό σύστημα γενικά λειτουργεί με το βάρος της απόδειξης να το φέρει ο ενάγων/ ενάγουσα. Σε ιδιωτικές περιπτώσεις η απόδειξη καθίσταται εκ των πραγμάτων δύσκολη. Όταν αυτό συμβαίνει εξαρχής σε ένα πλαίσιο παρανομίας, τότε εκ των πραγμάτων ένα άτομο είναι αδύνατον να καταγγείλει τυχόν κακοποίησή του.
Το άλλο κομμάτι είναι ότι, όταν είσαι ένα άτομο που εργάζεσαι επισφαλώς, και, όπως είπαμε παραπάνω, παράνομα και είσαι αόρατο για το κράτος, στην καλύτερη περίπτωση θα χλευαστείς από τις Αρχές. Στη χειρότερη, θα βρεθείς να υφίστασαι εσύ τη δίωξη για όσα καταγγέλλεις.
Γι’ αυτό λέμε ότι η νομιμοποίηση είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα, ακριβώς γιατί αυτό αφορά την ίδια τη δουλειά σου. Είναι σαν να δέχεσαι μία παραβίαση/κακοποίηση εντός της δουλειάς σου. Δεν γίνεται να μην έχει τρόπους συστημικούς προκειμένου να την αντιμετωπίσεις. Δεν χρειάζεται να πάμε σε ακραίες περιπτώσεις όπως είναι ο βιασμός ή η κακοποίηση.
Μπορεί ας πούμε να μην πληρωθείς ή μπορεί κάποιος να σου κρατήσει χρόνο και να μην εμφανιστεί, με αποτέλεσμα να χάσεις χρόνο και χρήματα από κάποιο άλλο ραντεβού. Όλα αυτά τα πράγματα μπορούν να συμβούν στην καθημερινότητα όλων των ατόμων που δουλεύουν στο σεξ, όπως συμβαίνουν και σε άλλες εργασίες».
Θες να μου δώσεις και επιγραμματικά τα κυριότερα αιτήματα των ατόμων που δουλεύουν στο σεξ, όπως περνούν και μέσα από το ΔΕΣ;
«Η αναγνώριση της εργασίας στο σεξ ως εργασίας είναι μία πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση και είναι το κύριο και βασικό μας αίτημα. Αυτό έχει από εκεί και πέρα διάφορες διακλαδώσεις. Η αποποινικοποίηση, μοντέλο που ακολουθείται σε πολλές χώρες, είναι πάρα πολύ ουσιαστική.
Για παράδειγμα, αυτό που ονομάζεται στον νόμο μαστροπεία, πρακτικά σημαίνει ότι αν αναθέτεις σε έναν άνθρωπο να σου κλείνει τα ραντεβού και του δίνεις 100 ευρώ τον μήνα, αυτός μπορεί να πάει φυλακή, ενώ μπορεί να είναι απλά ο βοηθός σου και σου κάνει τα γραφειοκρατικά.
Σε χώρες που υπάρχει το σκανδιναβικό μοντέλο, το οποίο έχει συζητηθεί να έρθει και στην Ελλάδα, ως μαστροποί μπορούν να βρεθούν στη φυλακή ερωτικοί σύντροφοι, φίλο, συγκάτοικοι γονείς κτλ. Για τον πολύ απλό λόγο ότι αν βρεθεί τυπικά ότι εσύ που εργάζεσαι στο σεξ δίνεις ένα ποσό, μπορεί να βρεθείς να κατηγορείσαι.
Αυτό δεν ανήκει στην επιστημονική φαντασία. Συμβαίνει εδώ και 20-25 χρόνια, έχει επισημανθεί από οργανώσεις αλλά δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Το ΔΕΣ έχει αίτημα να αποποινικοποιηθούν αυτές οι πρακτικές, γιατί επηρεάζονται ζωές ανθρώπων.
Επίσης έχουμε αίτημα να καταργηθεί η κατασταλτική υποχρεωτικότητα των ιατρικών εξετάσεων και να υπάρχουν άλλα μέτρα. Να χορηγείται για παράδειγμα PrEP δωρεάν, δωρεάν πρόσβαση στο εμβόλιο για τον HPV, και δωρεάν χορήγηση προφυλακτικών.
Τέλος, υπάρχει αίτημα να αποσυνδεθεί το επάγγελμα από τους οίκους ανοχής, να μπορεί να γίνεται η δουλειά και αλλού. Ταυτόχρονα να επιτραπεί και αλλού η λειτουργία των οίκων ανοχής γιατί είναι αδύνατον όλα τα studio της Αττικής να είναι παράνομα. Προτείναμε ας πούμε να είναι 100 μέτρα η ακτίνα και βλεμματική επαφή από σχολεία και εκκλησίες».
Υπάρχει κάτι που πιστεύεις ότι θα έπρεπε να προσθέσουμε στη συνέντευξη αυτή;
«Ναι, ένα μόνο πράγμα. Γενικά, θεωρώ ότι δεν είναι πολύ συνεπής η φεμινιστική στάση να μην ακούς τα αιτήματα των ανθρώπων που θέλεις να εκπροσωπήσεις. Συνεπής στάση είναι να τους ακούς και τους αφήνεις να εκφράζουν τα αιτήματά τους μόνοι τους, όχι να μιλάς εξ ονόματός τους. Αυτή η πατερναλιστική/ματερναλιστική, όπως θες πες τη, στάση δεν νομίζω ότι βοηθάει. Το ίδιο ισχύει και για την αριστερά συνολικά. Υπάρχει για παράδειγμα το σύνθημα «γινόμαστε η φωνή για αυτούς που δεν έχουν φωνή». Ποιος δεν έχει φωνή; Τους ρώτησες ποτέ για να την ακούσεις;».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.