Το ξύπνημα της πόλης έρχεται για πολλούς από εμάς μέσα από ήχους μετά από αγχώδη βράδια αϋπνίας ή άλλα διασκέδασης. Κοινό βίωμα για όλους. Το σκουπιδιάρικο που περνάει, ένα μικρό νυσταγμένο κορνάρισμα στον δρόμο, το ξεφύσημα του λεωφορείου που κάνει το πρώτο δρομολόγιο, ο ήχος από τα μηχανάκια που σιγά-σιγά πυκνώνουν. Συνήθως βέβαια οι πρώτες φωνές αργούν. Οι άνθρωποι έχουν το «προνόμιο», θα μπορούσαμε να πούμε, να είναι αμίλητοι εκείνη την ώρα.
Φωτογραφίες: Ναζιγκέν Μάμο
Σύνταγμα, ώρα 5:10 το πρωί. Περίπου μία ώρα πριν ξημερώσει. Το δάπεδο της πλατείας είναι βρεγμένο, προφανώς από κάποιο συνεργείο του δήμου που πέρασε για να καθαρίσει τον χώρο πριν τον πατήσουν και πάλι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Οι δρόμοι είναι άδειοι, βλέπεις κυρίως ταξί που έχουν ξεμείνει από το βράδυ. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο σκηνικό, τα McDonalds έχουν ακόμα πολύ κόσμο. Κυρίως φοιτητές και τουρίστες.
Στη γωνία μεταξύ Όθωνος και Φιλελλήνων βλέπουμε τη φιγούρα ενός άνδρα που ανοίγει ένα φως. Πρόκειται για τον Δημήτρη, έναν από τους τελευταίους εφημερηδάδες της πόλης. Στα 31 του χρόνια ακολουθεί τη δουλειά του πατέρα του. «Κάθε πρωί ανοίγω στις 5, κάνω πια αυτή τη δουλειά πολλά χρόνια οπότε έχω συνηθίσει. Είμαι από τους τελευταίους που έμειναν».
Τον ρωτήσαμε ποιες εφημερίδες φεύγουν περισσότερο. «Θα σου πω κυρίως για τα Νέα και την Καθημερινή και ίσως η Δημοκρατία και η Εστία». Πάντως τονίζει ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία το σποτ. «Αν πας κάτω, προς τα Εξάρχεια, θα πωλείται περισσότερο η Εφημερίδα των Συντακτών. Πιο πάνω, στην Πλάκα, η Καθημερινή. Και μιλάμε για λίγα μέτρα απόσταση, έτσι;».
Ακριβώς δίπλα του, σε μια καρέκλα κάθεται ο 80χρονος κ.Μπάμπης. Διαβάζει μία εφημερίδα σχεδόν με τα χέρια στην ανάταση. Προλαβαίνουμε να διαβάσουμε στον τίτλο «Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ», και καταλαβαίνουμε από τη γραμματοσειρά ότι μάλλον είναι Ο Γαύρος (ένθετο πλέον στον Πρωταθλητή). Ο τίτλος αναφερόταν στα δύο κρίσιμα παιχνίδια του Ολυμπιακού σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Θα χάρηκε πολύ με την έκβαση των ματς.
«Παιδιά, αν είναι, να πάτε στη Βαρβάκειο. Καλύτερα τώρα, πριν ξεκινήσουν τα φορτώματα - ξεφορτώματα γιατί δεν θα προλάβετε ούτε έσεις, ούτε αυτοί να σας πουν κάτι». Ευχαριστήσαμε τον Δημήτρη για την ευγένειά του και προχωρήσαμε και πάλι προς την πλατεία. Οι πόρτες του μετρό έχουν ανοίξει αλλά ακόμα δεν υπάρχουν επιβάτες.
Ακριβώς μπροστά κάθεται μόνος διπλά στον πάγκο του ένας κουλουράς. Μετανάστης, γύρω στα 30. Φοράει την κουκούλα του και είναι αρκετά διστακτικός με την κάμερα. Όπως μας λέει κάνει αρκετά χρόνια τη δουλειά. Περίμενε απλά να πάει 7:00 για να τον αλλάξει η επόμενη βάρδια.
Γύρω στις 6 παρά τέταρτο κατεβαίνουμε από την Ερμού. Ο πρώτος συρμός του Μετρό έχει περάσει και καμιά 20αριά επιβάτες άρχισαν να περπατούν στην μέχρι πρότινος άδεια πλατεία. Στον δρόμο τα αμάξια είναι ήδη πολύ περισσότερα. Ήδη το αίσθημα ότι το πιο κεντρικό σημείο της πόλης σχεδόν σου ανήκει, έχει περάσει.
Ακολουθήσαμε τη συμβουλή του Δημήτρη, αρχίσαμε, όπως είχαμε προγραμματίσει, να κατηφορίζουμε για μία από τις ιστορικότερες, αν όχι την πιο ιστορική αγορά της Αθήνας. Η ώρα για τους επαγγελματίες στον χώρο της Βαρβακείου και τους ανθρώπους που διατηρούν μαγαζιά γύρω από την αγορά, θεωρείται –ήδη– περασμένη. Οι πρώτες ακτίνες ηλίου και οι πρώτες παραγγελίες για καφέ, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Όμως, πριν την οδό Αθηνάς, μας τράβηξε την προσοχή μία ιδιαίτερα φωτεινή βιτρίνα στην άκρη της οδού Μητροπόλεως, και οι έντονες μυρωδιές από ψημένο ζυμάρι. Όσο βρισκόμασταν στην πλατεία, η Αθήνα λειτουργούσε και είχε ανοίξει το Χρυσό Στάχυ, ένα από τα πιο γνωστά τυροπιτάδικα της πόλης. Μέσα βρίσκονταν ήδη 4 εργαζόμενοι που άρχιζαν να στήνουν τη βιτρίνα με διαφόρων ειδών πίτες.
«Κάθε μέρα το ξυπνητήρι χτυπάει στις 4:30 αλλά είμαι πια 20 χρόνια στη δουλειά, δεν μου κάνει καμία εντύπωση» μάς λέει μία εργαζόμενη, η οποία αρνήθηκε ευγενικά να βγει φωτογραφία γιατί δεν είχε προλάβει, όπως είπε χιουμοριστικά, να πάει κομμωτήριο. Οι πρώτοι πελάτες έμπαιναν στο μαγαζί πριν προλάβουμε καν να βγάλουμε την κάμερα και να φωτογραφίσουμε τον χώρο. Λίγο η πιάτσα των ταξί απ’ έξω, λίγο τα πρώτα αυτοκίνητα που πάρκαραν στο σημείο, έδειχναν πως η Αθήνα είχε αρχίσει να ξυπνάει και να παίρνει το πρωινό της.
Στη Βαρβάκειο και την Ψαραγορά
Βαρβάκειος, οδός Αθηνάς, λίγες μέρες έμειναν για την Καθαρά Δευτέρα. Τα φορτηγά έκαναν όπισθεν για να παρκάρουν δίπλα στους πάγκους και να κάνουν τη ζωή των εργαζομένων λίγο πιο εύκολη. Αρκετός ο κόσμος, λίγες οι φωνές∙ ακόμα και οι οδηγίες για το πάρκινγκ ήταν με νοήματα, παρά με σφυρίγματα και το «έλα, έλα», όπως έχουμε συνηθίσει.
Η εικόνα της φωτογραφικής μηχανής και της παρουσίας δύο ατόμων, χωρίς τις απαραίτητες ρόμπες, φαίνεται πως δεν έκανε εντύπωση σ’ όσους εργάζονταν εκείνη την ώρα στη Βαρβάκειο. Δεν ρώτησαν, αλλά ήξεραν ότι σε λιγότερο από μία ώρα θα ερχόντουσαν οι πρώτες τηλεοπτικές κάμερες και θα ξεκινούσαν τα ρεπορτάζ για τις συγκρίσεις των φετινών και περσινών τιμών.
Τα επικοινωνιακά σόου που στήνονταν στην αγορά πριν κάποιες δεκαετίες, είχαν δώσει τη θέση τους σ’ έναν επαγγελματισμό που, λόγω της ώρας, φαινόταν πως δεν ήταν τόσο έτοιμος να κάνει ένα σχόλιο για το πώς είναι να ξυπνάς τόσο νωρίς.
Εκτός από δύο εργαζομένους που «έτρεχαν» το μαγαζί με τα μπαχαρικά, τα βότανα και τους ξηρούς καρπούς ακριβώς έξω από τη Βαρβάκειο. «Θα θέλατε να σας βγάλουμε μία φωτογραφία;» ρωτάμε έναν από αυτούς. «Μισό λεπτό να τα φτιάξω σωστά όλα και μετά μπορείτε να τα βγάλετε, εγώ δεν θέλω πάντως» μάς απαντάει ευγενικά ο ένας και δείχνει με το δάχτυλο τον δεύτερο που κάτι έβλεπε μέσα στο μαγαζί.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο δίπλα τετράγωνο για την ακρίβεια, λειτουργούν τα μαγαζιά takeaway και ντελίβερι καφέ, μαζί με φαγητό. Η αποκριάτικη διακόσμηση έχει πάρει τη θέση της χριστουγεννιάτικης και οι πρώτες παραγγελίες από τη Βαρβάκειο άρχισαν να χτυπούν στο τηλέφωνο. Δύο-τρεις σερβιτόροι έστηναν με μηχανικές κινήσεις τα τραπεζοκαθίσματα. Ένας άλλος τους επέβλεπε καπνίζοντας.
Είναι αρκετά νωρίς για να δουλεύουν οι ντελιβεράδες στο μαγαζί, όποτε όποιος φτιάχνει τον καφέ, συνήθως τρέχει απέναντι για να τον δώσει κιόλας. Διστακτικά λένε καλημέρα, ξεκινούν να ανοίγουν τις μηχανές και ετοιμάζονται για μία ακόμη μία μεγάλη μέρα, μεσοβδόμαδα, στην Αθήνα.
Ένα μαγαζί, όμως, μαζί με το στήσιμό του, φαίνεται πως δεν άνοιξε εκείνη την ώρα. Μπαχαρικά, ξηροί καρποί, καφές έφτιαχναν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που απλωνόταν αρμονικά σ’ ένα πολύ μικρό οικοδομικό τετράγωνο. Σειρές επί σειρές προϊόντων μας έκαναν να πιστεύουμε πως ήθελαν αρκετές ώρες και δουλειά, για να στηθούν και να τραβήξουν τον πελάτη.
Απ’ έξω καθόντουσαν δύο υπάλληλοι, οι οποίοι μετά τις τυπικές καλημέρες, δέχθηκαν να βγάλουμε φωτογραφίες τα πράγματα, αλλά δεν ήθελαν να πουν κάτι παραπάνω. Ο ένας, που ήξερε αγγλικά, εξηγεί στον άλλο γιατί ήμασταν εκεί. Αφού τους αποχαιρετήσαμε, κινηθήκαμε προς τα Εξάρχεια αλλά η πόλη είχε βρει τους γνωστούς ρυθμούς της.
Η Αθήνα, όπως κάθε μητρόπολη, τα ξημερώματα, κρύβει μία γλυκιά ηρεμία και αρμονία που οι άνθρωποί της δεν χρειάζονται να μιλούν και να εξηγούν τα πάντα. Πολίτες της πρωτεύουσας, πολλοί εξ αυτών μετανάστες, δείχνουν την ταξική διάσταση του πρωινού ξυπνήματος: Oι πρώτοι άνθρωποι που βλέπεις να μπαίνουν στα λεωφορεία, oι πρώτοι που πιάνουν δουλειά. Κουβάδες με μπογιές, με καθαριστικά υλικά, μεγάλες τσάντες, γυναικείες, παιδικές και ανδρικές.
Είχε ήδη ξημερώσει.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.