Πολύ πρόσφατα, το Υπουργείο Πολιτισμού της Γερμανίας, σε συνεργασία με την επιτροπή της UNESCO, αποφάσισαν να προσθέσουν την techno σκηνή του Βερολίνου στη λίστα με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Πρόκειται ουσιαστικά για μία αναγνώριση της συνεισφοράς της σκηνής αυτής στην πολιτισμική ταυτότητα της πόλης.
Προφανώς, η συμπερίληψη μίας club σκηνής σε μία τέτοια λίστα ξένισε. Συνήθως ως μνημεία άυλης κληρονομιάς επιλέγονται πολύ πιο παραδοσιακές πολιτιστικές δραστηριότητες. Για να έχουμε μία τάξη μεγεθών, ελληνικές συμμετοχές στη λίστα είναι για παράδειγμα η βυζαντινή μουσική, το ρεμπέτικο και η μαρμαροτεχνία της Τήνου.
«Σαφώς και θα έπρεπε να μπει στη λίστα της UNESCO», μου λέει η Νεφέλη Δ., Ελληνίδα που ζει στο Βερολίνο εδώ και μία δεκαετία και είναι μέλος της κουλτούρας του clubbing στην πόλη. «Πολύ απλά γιατί είναι κάτι που δεν θα συναντήσεις οπουδήποτε αλλού στον κόσμο», συμπληρώνει.
Πράγματι, πολλές φορές στη συζήτηση που κάναμε καταλάβαινα όλο και περισσότερο πόσο ξένη είναι αυτή η κουλτούρα διασκέδασης σε σύγκριση με όσα ξέρουμε στην Ελλάδα. Μου το επιβεβαίωνε και η Νεφέλη με ένα εμφανές άγχος να μη φανεί ότι θεωρεί πως αυτό που συμβαίνει είναι εκεί κάτι καλύτερο ή ανώτερο από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. «Είναι απλά κάτι διαφορετικό».
Το θρυλικό Berghain και η σκηνή του κέντρου του Βερολίνου
Στο Βερολίνο υπάρχουν εκατοντάδες club κατά μήκος ολόκληρης της πόλης. Αν έπρεπε να διαλέξουμε μερικά από τα βασικά αυτά θα ήταν το Kater Blau, ο Sisyphos, το Tresor, το RSO και φυσικά το θρυλικό Berghain. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται εντός του δαχτυλίου της πόλης, κοντά στο κέντρο και προς τα ανατολικά.
Συνήθως πρόκειται για σκοτεινά κτίρια με χαμηλό φωτισμό και βιομηχανική αισθητική (την τελευταία την έχουμε δει να αντιγράφεται και σε κάποια αθηναϊκά μαγαζιά). Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, εδώ και πολλά χρόνια, η πόλη γίνεται το κέντρο της νυχτερινής διασκέδασης της κεντρικής Ευρώπης. Τα clubs αυτά υπηρετούν μεν μία κοινή κουλτούρα αλλά δεν σημαίνει ότι παράγουν τυποποιημένες εμπειρίες.
«Υπάρχουν σίγουρα διαφορές μεταξύ των clubs», μου λέει η Νεφέλη. «Ας πούμε το Berghain είναι πιο gay oriented, ξεκίνησε από gay club». Μου επισημαίνει πάντως ότι ο όρος gay club στο Βερολίνο έχει πολύ διαφορετικές συνδηλώσεις από αυτές που έχει ο όρος στην Ελλάδα.
Το Berghain, στεγασμένο και αυτό σε ένα πέτρινο και πολύ επιβλητικό κτίριο. ανοίγει το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι και κλείνει τη Δευτέρα, επίσης στις 12. Ένα από τα βασικά πράγματα που διατηρούν αναλλοίωτο τον μύθο του είναι το γεγονός ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε αφήσουν να μπεις.
Στην ουρά του Berghain για 7 και 8 ώρες
Ειδικά το Σάββατο το βράδυ, μεταξύ 12 ως 6, θα βρεις την πιο μεγάλη (και πιο τουριστική) κίνηση, με ουρές εκατοντάδων ή και χιλιάδων ατόμων. Μπορεί να χρειαστεί να περιμένεις 7 και 8 ώρες μέσα στο κρύο, πάντοτε ντυμένος στα μαύρα, για να φτάσεις στην πόρτα όπου τελικά το πιο πιθανό είναι να μην σε αφήσουν καν να περάσεις.
Αν τα καταφέρεις και σε δεχτούν εντός του club, σου κάνουν μία κίνηση με το χέρι του τύπου «περάστε». Ποτέ δεν μιλούν. Αν δεν σε δεχτούν, μου λέει η Νεφέλη, υπάρχει μία στάνταρ φράση που τη λένε όλοι στο Βερολίνο: “Heute leider nicht” (που σημαίνει «δυστυχώς όχι σήμερα»). Τα κριτήρια για την είσοδο στο Berghain δεν είναι τα ίδια με τα κριτήρια των μεγάλων clubs της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου.
«Υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι όσο πιο extravagant είναι η εμφάνισή σου (ξυρισμένο κεφάλι, λάτεξ, σκουλαρίκια και πανύψηλες πλατφόρμες) τόσο πιο πιθανό να σε αφήσουν να περάσεις. Όχι όμως επιτηδευμένα». Επίσης είναι μάλλον προαπαιτούμενο να μιλάς έστω τα βασικά γερμανικά, ενώ το εντυπωσιακό είναι πως ένας άνθρωπος που δούλευε χρόνια στο club της είχε δώσει μία συμβουλή.
«Moυ είπε ότι όταν είσαι στην πόρτα και ζητάς να μπεις, πρέπει να δείχνεις και λίγο χαμένος. Να μην τους κοιτάς στα μάτια αλλά μάλλον να κοιτάς προς τον ουρανό». Κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να δείχνει η γλώσσα του σώματός σου ότι δεν σε νοιάζει και πάρα πολύ. Βέβαια, δεν είναι εύκολο. «Ακόμα και 100 φορές να έχεις πάει, πάντα αγχώνεσαι, νιώθεις σαν να δίνεις συνέντευξη για δουλειά».
Φαίνεται ότι συνήθως είναι πολύ πιο δύσκολο να μπεις ας πούμε ως στρέιτ άντρας και κυρίως ως παρέα στρέιτ αντρών. «Είναι λίγο παράξενο να το εξηγήσεις αλλά η λογική τους -τουλάχιστον αυτή με την οποία το δικαιολογούν- είναι πως οι στρέιτ άντρες βρίσκουν παντού τεράστιες, ανοιχτές πόρτες. Εδώ ας υπάρχει και ένας χώρος που τα δεδομένα αντιστρέφονται».
Η τόσο αυστηρή διαδικασία δεν γίνεται βέβαια στο πλαίσιο μίας ακτιβιστικής επιλογής. Με την πολύ αυστηρή του πόρτα, το Berghain κρατάει τη στάμπα του super premium club, όχι όμως με τον τρόπο που μπορεί να το σκεφτόμαστε στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με την κουλτούρα άλλων χωρών, στην επιλογή του ποιος μπαίνει δεν υπάρχουν τόσο έντονα ταξικά πρόσημα. Το εισιτήριο είναι ούτως ή άλλως σχετικά φθηνό, γύρω στα 26 με 28 ευρώ.
Σεξ, ναρκωτικά και hard techno μουσική
Όταν τα καταφέρεις, νιώθεις τη χαρά της αυτοεπιβεβαίωσης αλλά δεν πρέπει ακόμα να δείξεις ότι χαίρεσαι, παρά μόνο όταν περάσεις και από τον έλεγχο. Όταν ελέγξουν τις τσάντες και τις τσέπες σου, θα σου βάλουν αυτοκόλλητα στις κάμερες του κινητού και τότε θα περάσεις στον εσωτερικό χώρο του club.
«Την πρώτη φορά που θα πας θα εντυπωσιαστείς από το πόσο πολλούς ανθρώπους θα δεις μπροστά σου να αλλάζουν ρούχα στην γκαρνταρόμπα. Άλλοι βάζουν λάτεξ, άλλοι απλά μένουν με τα εσώρουχά τους. Είναι μία εικόνα που σου μένει».
Εντός του Barghain υπάρχουν δύο μεγάλοι και διακριτοί χώροι, όπως συνήθως συμβαίνει στα clubs του Βερολίνου. Στο πάνω μέρος βρίσκεται το Panorama bar με πιο light techno, οπού τα πάντα είναι πιο χαλαρά. Στο κάτω μέρος, υπάρχει ο χώρος όπου παίζει hard techno. Εκεί βρίσκεις και τα dark rooms. «Πρόκειται για μικρά σκοτεινά δωμάτια, φαντάσου τον μίνιμουμ φωτισμό, όπου ουσιαστικά πηγαίνεις για να κάνεις σεξ».
«Ως γυναίκα πας κυρίως για να χορέψεις και είναι πολύ πιο σπάνιο να πας για να κάνεις σεξ στα dark rooms. Γενικά, θα έλεγα ότι το σεξ και τα όργια αφορούν μάλλον περισσότερο την gay κοινότητα». Όλα αυτά βέβαια σε γενικές γραμμές και όσον αφορά το Berghain. Υπάρχουν και άλλα clubs, όπως το KitKat, που είναι sex-oriented και πολύ συχνά θα δεις live sex.
Φυσικά και στα υπόλοιπα clubs της σκηνής το να κάνεις δημόσια σεξ είναι ανάμεσα σε αυτά που επιτρέπονται. «Αν κάνεις live σεξ στη μέση του δωματίου θα είναι όλα οκ, αν προσπαθήσεις να βγάλεις φωτογραφία θα έρθουν και κυριολεκτικά και θα σε πετάξουν έξω».
«Την τελευταία φορά που πήγα σε ένα club, ήταν Δευτέρα μεσημέρι. Κάτσαμε σε μία πολυθρόνα για να ξεκουραστούμε και ακριβώς δίπλα μας είδαμε ένα στρέιτ ζευγάρι να το κάνει. Αυτό εκεί θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό. Αν είχε πιο πολύ κόσμο, μπορεί να γίνονταν και άλλα πράγματα». Συνήθως αυτό δεν γίνεται μεταξύ αγνώστων αλλά ζευγαριών που έχουν μεταξύ τους μία οικειότητα.
Το πιο εντυπωσιακό μέρος από όλα όμως είναι οι τουαλέτες όπου μπορείς να δεις κυριολεκτικά οτιδήποτε, καθώς εκεί μπαίνουν οι πάντες προκειμένου μεταξύ άλλων να πάρουν και ναρκωτικά. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα ενός τύπου με λάτεξ που μπήκε μέσα ως leader ενός γκρουπ και πλάι του υπήρχαν διάφοροι νεαροί που τον ακολουθούσαν φορώντας μόνο τα μποξεράκια τους».
Εδώ πάμε και στο κομμάτι των ναρκωτικών. Προφανώς όλα είναι απαγορευμένα αλλά επίσης προφανώς είναι κοινή παραδοχή ότι οι περισσότεροι θα κάνουν χρήση. «Αλλιώς πώς να αντέξεις τη hard techno; Πρέπει να είμαι η μόνη στο Βερολίνο που αντέχω χωρίς ναρκωτικά», μού λέει γελώντας η Νεφέλη.
Υπάρχουν ακόμα και στάνταρ τρόποι για να αποφύγεις τον έλεγχο στην είσοδο. Πολύ απλά βάζεις τα ναρκωτικά στις κάλτσες ή τα παπούτσια σου. Ακόμα και να μην έχεις πάντως, είναι πολύ εύκολο να αγοράσεις εντός του χώρου, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία όπου μπορείς να αγοράσεις.
«Κάνουν φυσικά κοκαϊνη και κεταμίνη αλλά το νόημα εδώ είναι να έχεις αντοχές, οπότε συνήθως κουμπώνονται με χάπια. Έτσι μπορεί να χορεύεις ασταμάτητα επί ώρες, κάποια άτομα ακόμα και για μέρες».
Mία κουλτούρα clubbing πολύ ξένη από την ελληνική
«Όλη αυτή η συζήτηση ξεκινάει από την πολύ απλή ερώτηση που κάνεις στον εαυτό σου: “τι στόχο βάζεις, όταν ξεκινάει η βραδιά σου”». Όταν πας σε κάποιο από τα μεγάλα club του Βερολίνου, πας ουσιαστικά για να χάσεις για λίγο τον εαυτό σου. «Όλοι είναι στραμμένοι προς τον dj. Δεν πας ούτε για να φλερτάρεις ούτε για να μιλήσεις με την παρέα σου ούτε για να κοινωνικοποιηθείς. Μέσα στο club νιώθω ουσιαστικά μόνη».
«Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι πολύ ξένο για την Ελλάδα. Την πρώτη φορά που θα το δεις, μάλιστα, ίσως είναι λίγο παράξενο το γεγονός ότι άνθρωποι είναι βυθισμένοι σε έναν δικό τους κόσμο και απόλυτα αποκομμένοι από τους γύρω τους. Πάνε εκεί για να ξεχαστούν, να χορέψουν. Είναι περίεργο γιατί θεωρητικά, όταν πας να διασκεδάσεις, πας για να βρεις τον εαυτό σου, όχι να τον χάσεις».
Ούτε εκείνη ούτε καμία από τις φίλες και τους φίλους της δεν έχουν βιώσει καμία απολύτως παραβιαστική συμπεριφορά. «Ως γυναίκα πάντα νιώθω μία ασφάλεια. Ποτέ δεν με ακούμπησε κανείς παρά τη θέλησή μου. Επίσης δεν υπάρχει το άβολο φλερτ ή οι τσαμπουκάδες ανάμεσα σε παρέες».
Είναι όμως εντέλει όλο αυτό κάτι το απελευθερωτικό από τη στιγμή που πολλά από τα σημαντικότερα clubs της πόλης έχουν αυτή την premium ταυτότητα; Αυτό είναι κάτι που σίγουρα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Όταν καταφέρνεις να μπεις στο Berghain, ταυτόχρονα γνωρίζεις ότι απ’έξω υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι στους οποίους αρνούνται την πρόσβαση. «Πόσο απελευθερωτικό είναι κάτι, όταν ταυτόχρονα δεν είναι και δημοκρατικό;», μου απαντάει με ρητορική ερώτηση η Νεφέλη.
«Από την άλλη, βλέποντας το από τη γυναικεία οπτική, πόσο εύκολα θα ένιωθα ασφάλεια να χορέψω και να κινηθώ άνετα σε έναν χώρο τέτοιας σεξουαλικής απελευθέρωσης, αν αυτός καταλαμβανόταν ας πούμε από μεθυσμένους στρέιτ άντρες;», συνεχίζει.
«Ας πούμε τις προάλλες ήμουν σε ένα πάρτι στην Αθήνα και είχε πολλή ζέστη. Πόσο εύκολο θα ήταν να βγάλω την μπλούζα μου και να μείνω με του σουτιέν χωρίς να χρειαστεί να με κοιτάζει επικριτικά το μισό πάρτι και το άλλο μισό να θεωρήσει ότι είμαι “διαθέσιμη”», συνεχίζει. «Στο Βερολίνο αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ, πολύ απλά γιατί ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του, δεν νοιάζονται για σένα».
Λίγο πριν κλείσουμε, η Νεφέλη μου μεταφέρει την παρέμβαση μίας φίλης της που άκουσε το τελευταίο μέρος της συζητησής μας. «Η σκηνή μιλάει πάντα για το inclusiveness, freedom και μπράβο της. Εγώ βρίσκω όμως και μία αντίφαση. Mε το να κάνουν τόσα ναρκωτικά τελικά υποστηρίζουν μία από τις χειρότερες βιομηχανίες του κόσμου. Αυτό το βρίσκω λίγο υποκριτικό».
Προφανώς η απάντηση στην ερώτηση προκύπτει από ιδεολογικές παραδοχές σχετικά με το τι θεωρείται τελικά απελευθέρωση. Γίνεται μάλιστα μέσα από μία έμφυτη αγωνία να βάλεις ένα πρόσημο, θετικό ή αρνητικό, σε κάτι. Μόνο και μόνο γιατί έτσι θα θεωρήσεις ότι το καταλαβαίνεις. Από ό,τι κατάλαβα εγώ όμως, την techno σκηνή του Βερολίνου δεν θα την καταλάβεις ποτέ, παρά μόνο αν τη ζήσεις.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.