Ο δεύτερος κύκλος του «Maestro» κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη (16/5) στις 22.40 στο Mega και στα νέα επεισόδια θα γνωρίσουμε καλύτερα τον «Τζιοβάνι», όπως μας υπόσχεται, μιλώντας στο Reader, ο Μανφρέντι Σααβέδρα, ο οποίος τον υποδύεται.
Το προηγούμενο διάστημα ο ίδιος βρισκόταν στους Παξούς για τα γυρίσματα του Maestro και μας περιγράφει πώς έγινε η γνωριμία με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, το κλίμα στα παρασκήνια της σειράς, ενώ εξηγεί για ποιον λόγο θεωρεί τον ρόλο του Τζιοβάνι έναν «αντιήρωα».
Ο Μανφρέντι Σααβέδρα έκανε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική το 2001 και έκτοτε έχει παίξει σε πολλές ταινίες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις, ενώ από το 2007 ασχολείται και με το σενάριο και την παραγωγή, έχοντας ιδρύσει δική του εταιρεία παραγωγής.
Από όλες τις παραγωγές, τις οποίες έχει αναλάβει, εξομολογείται πως ξεχωριστή θέση έχει για εκείνον το «Piazza Vittorio», ένα ντοκιμαντέρ του Έιμπελ Φεράρα, παραγωγής 2017, μέσα από το οποίο παρουσιάζεται με μοναδικό τρόπο η ιστορία και τα πολλά πρόσωπα της Πιάτσα Βιτόριο, της μεγαλύτερης πλατείας της Ρώμης.
Ο Μαανφρέντι Σααβέδρα, μιλώντας στο Reader, περιγράφει πώς είναι να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιταλία, δηλώνει γοητευμένος από τη χώρα μας, ενώ μιλάει για τα παιδιά του που είναι «η ζωή μου», όπως λέει χαρακτηριστικά.
-Πώς γνωριστήκατε με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και πώς προέκυψε η συνεργασία στο Maestro;
«Μέσω της casting director, Σοφίας Δημοπούλου. Με πήρε τηλέφωνο μιλώντας για αυτό το project, το οποίο ήταν σημαντικό, όπου υπήρχε η ευκαιρία να κάνω οντισιόν για έναν χαρακτήρα ιταλικής καταγωγής. Νομίζω ότι πρόσφατα είχαμε βγει από τη δύσκολη εμπειρία της πανδημίας του Covid.
Ετοίμασα το self tape αφού διάβασα τις σκηνές, ένιωσα αμέσως την αίσθηση ότι γεννιόταν ένας καλός χαρακτήρας, παρόλο που προφανώς δεν ήμουν σίγουρος εάν θα έπαιρνα τον ρόλο. Μετά από λίγες μέρες, ο Χριστόφορος με κάλεσε στο σπίτι του για να κάνουμε μια ανάγνωση μαζί. Έτσι τον γνώρισα. Νιώθω τυχερός που βρέθηκα στον δρόμο του.
Ο Χριστόφορος είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ερωτευμένος με τη δουλειά του και τους ηθοποιούς. Δημιούργησε με την παραγωγή ένα ιδανικό περιβάλλον για εμάς τους ηθοποιούς. Το συνεργείο που έχουν σχηματίσει αποτελείται από εξαιρετικούς επαγγελματίες που εργάζονται με πάθος, επαγγελματισμό και αγάπη.
Πιστεύω ότι η επιτυχία του Maestro είναι αποτέλεσμα αυτής της ασυνήθιστης αλχημείας».
-Σε πόσα επεισόδια του δεύτερου κύκλου του Maestro θα σας δούμε και αν μπορείτε να μας δώσετε ένα teaser για το τι να περιμένουμε από τον ρόλο σας;
«Στην πρώτη σεζόν ο Τζιοβάνι μπαίνει στη σειρά στο τελευταίο επεισόδιο, και αυτό που μπορώ να πω είναι ότι στη δεύτερη σεζόν θα έχουμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Είναι μια συνεχής ανακάλυψη για μένα: ο γιος ενός αφεντικού της Μαφίας από την Απουλία που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι λύσεις στα προβλήματα δεν ήταν σχεδόν ποτέ δημοκρατικές.
Το να δουλεύω πάνω στον Τζιοβάνι με κάνει να σκέφτομαι τι σημαίνει να είσαι κακός. Κάθε κουλτούρα, έθνος ή λαός έχει διαφορετική σχέση με το κακό. Στην Ευρώπη, οι ανθρώπινες ενέργειες έχουν διαφορετικό σθένος από ό,τι σε άλλες ηπείρους. Αλλά ακόμη και στο ίδιο έθνος μπορούμε να βρούμε σημαντικές διαφορές.
Για παράδειγμα, η Ιταλία είναι ένα ενιαίο κράτος για λιγότερο από δύο αιώνες και κάθε περιοχή έχει τη δική της κουλτούρα, η οποία διαμορφώθηκε, μπορούμε να πούμε την τελευταία χιλιετία με διαφορετικό ρυθμό και υπό διαφορετικές επιρροές: αυτό που είναι φυσιολογικό να συμβαίνει στο Παλέρμο μπορεί να μην είναι τόσο φυσιολογικό στο Μιλάνο. Και νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα.
Ο Τζιοβάνι είναι σίγουρα ένας «αρνητικός» ρόλος, ένας αντιήρωας από πλευράς δραματουργίας. Αλλά, κατά βάθος, νομίζω ότι και οι άλλοι χαρακτήρες του Maestro κρύβουν μια σκοτεινή πλευρά, όπως όλοι εμείς.
Υπάρχει ένα μυθιστόρημα του Italo Calvino που πραγματεύεται αυτό το θέμα, το «The Dimezed Visconte», όπου στο τέλος ο συγγραφέας μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πώς είναι ευκολότερο να κατασκευάζουμε μηχανές για βασανιστήρια παρά μέσα που παράγουν ευτυχία».
-Θα σας δούμε και στον τρίτο κύκλο του Maestro;
«Σε αυτή την ερώτηση νομίζω ότι πρέπει να απαντήσει ο Χριστόφορος!».
-Πώς πήρατε την απόφαση να ζήσετε στην Ελλάδα;
«Χάρη στην ποίηση που σου δίνει η αγάπη. Δεν είναι εύκολο να μοιράζεις τον εαυτό σου ανάμεσα σε δύο χώρες, αλλά νιώθω ότι είμαι τυχερός γιατί η Ελλάδα και η Ιταλία είναι σχετικά κοντά σε απόσταση και ακόμη πιο κοντά όσον αφορά τον πολιτισμό.
Πήγα σε κλασικό λύκειο στην Ιταλία. Οι πυλώνες που στηρίζουν την ταυτότητά μου είναι φτιαγμένοι από το μάρμαρο του Φειδία. Εξάλλου, όπως μας διδάσκει ο Καβάφης στην Ιθάκη, το μονοπάτι της ζωής στην πραγματικότητα δεν έχει άλλον προορισμό πέρα από το ταξίδι.
Εδώ έχω την καρδιά μου και την κόρη μου, δώρο θεού, ένα υπέροχα γλυκό παιδί και στην Ιταλία βρίσκεται ο αδερφός της, εξίσου απίστευτα γλυκός όπως εκείνη. Τα παιδιά μου είναι η ζωή μου».
-Είχατε επισκεφτεί και παλαιότερα την Ελλάδα; Υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό της που να σας γοητεύει ιδιαίτερα;
«Στην πραγματικότητα με γοητεύουν σχεδόν τα πάντα στην Ελλάδα: από τα παρθένα τοπία του ηπειρωτικού τμήματος μέχρι τις παραλίες και το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Και σκέφτομαι συχνά μια ατάκα του Καζαντζάκη: "Θεέ μου, πόσο μπλε ξόδεψες για να μη σε βλέπουμε"».
-Έχετε ξεχωρίσει κάποια Ελληνίδα ή κάποιον Έλληνα ηθοποιό που ίσως να θέλατε να συνεργαστείτε στο μέλλον;
«Ήδη θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που είμαι στο καστ του Maestro με φανταστικές ηθοποιούς: Η Χάρις Αλεξίου είναι ένας ζωντανός θρύλος, η Μαρία Καβογιάννη, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η Κλέλια Ανδριολάτου, η Τόνια Μαράκη, η Στεφανία Γουλιώτη και όλες οι άλλες γυναίκες του καστ και του συνεργείου. Δεν θα μπορούσα να είχα ζητήσει τόσα πολλά».
-Μεταξύ της συγγραφής σεναρίου, της παραγωγής ή της ερμηνείας ενός ρόλου, υπάρχει κάποιο από τα τρία που να σας αρέσει περισσότερο ή σας αρέσουν εξίσου όλα;
«Το πλατό ή η σκηνή είναι τα μέρη όπου αισθάνομαι πιο ασφαλής, αλλά σίγουρα μου άρεσε που επιμελήθηκα την παραγωγή τόσο απαιτητικών projects, όπως: το "Piazza Vittorio", ένα ντοκιμαντέρ του Έιμπελ Φεράρα όπου είχα την ευκαιρία να δουλέψω όχι μόνο με τον Έιμπελ, τον οποίο θεωρώ ιδιοφυΐα, αλλά επίσης και με τον
Ματτέο Γκαρρόνε, ποιητή στην εικόνα, και τον Γουίλεμ Νταφόε με τον οποίο ήμασταν στο 74ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Το ίδιο αίσθημα ικανοποίησης είχα και όταν είχα δουλέψει στο πρώτο project μου στο οποίο είχα αναλάβει την παραγωγή και το σενάριο το 2009: μια ταινία μικρού μήκους με πρωταγωνιστή τον Μάσιμο Γκίνι και πραγματεύεται το ακανθώδες ζήτημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που γίνονται μη βιώσιμες εάν επιτεθούν μαζικά στην ομορφιά της φύσης καταστρέφοντας τοπία, όπως οι αγροτικοί πολιτισμοί των εδαφών μας. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που και η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει σοβαρά χωρίς να λυγίσει και να ξεπουληθεί στις απαιτήσεις μεγάλων κολοσσών της βιομηχανίας.
Τέλος πάντων, φοβάμαι μέχρι θανάτου όποτε πρέπει να παίξω, να κάνω παραγωγή ή να γράψω. Τρέφω τεράστιο σεβασμό για το κοινό και τη δουλειά μου. Δεν πρέπει να λέμε ψέματα ούτε στο κοινό ούτε στον εαυτό μας».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.