«Αναπνέει;». Ένας άνθρωπος γύρω στα 30 με 35 είναι ξαπλωμένος και αναίσθητος στον δρόμο. Το σώμα του από τη μέση και πάνω βρίσκεται στο πεζοδρόμιο. Από τη μέση και κάτω στην άσφαλτο. Δεν ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις αλλά αναπνέει κανονικά. Προσπαθούν να τον γυρίσουν για να μην πάθει αναρρόφηση. Το χέρι του είναι σε δύσκολο σημείο και επομένως υπάρχει κίνδυνος να τραυματιστεί με μία λάθος κίνηση. Καλούν στο τηλέφωνο το ΕΚΑΒ και ταυτόχρονα τον σκεπάζουν με μία κουβέρτα.
Όσο συμβαίνουν αυτά, κατεβαίνουν δύο κάτοικοι της ακριβώς απέναντι πολυκατοικίας. Ο ένας είναι γύρω στα 20 και η άλλη κοντά στα 60. Κοιτούν και διστακτικά μας λένε «είναι ξαπλωμένος εκεί πολλή ώρα, από τις 17:00, ίσως πρέπει να πάρετε κάποιον». Η ώρα εκείνη τη στιγμή ήταν περασμένες 20:30. Η γυναίκα πλησιάζει προς το μέρος του. Με μία ειλικρινή ανακούφιση μονολογεί ότι το παιδί αναπνέει την ώρα που απομακρύνεται, μετά από παρότρυνση του 20άρη να μην πλησιάσει για να μην κολλήσει τίποτα. Συνέχισαν την πορεία τους. Είχαν αναλάβει άλλοι.
Τα τηλεφωνήματα έχουν βέβαια ήδη γίνει αλλά δεν υπάρχει ακόμα κάτι που να λέει ότι θα έρθει σύντομα το ΕΚΑΒ. «Δεν γίνεται να τον αφήσουμε εδώ, θα παγώσει» λέει κάποιος από την ομάδα. Μετά από ένα ακόμα τηλέφωνο, ενημερώνονται ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη μηχανή αλλά ότι θα έρθει ασθενοφόρο. «Τώρα αυτό μπορεί να κάνει ώρες. Τι να κάνουμε; Θα περιμένουμε». Μετά από περίπου μιάμιση ώρα το ασθενοφόρο έρχεται και τον παραλαμβάνει. Έκλεισε περίπου ένα πεντάωρο ξαπλωμένος στον δρόμο. «Αυτό που είδατε εδώ δεν είναι η εξαίρεση, είναι ο κανόνας».
Η πρώτη πραγματικά κρύα νύχτα του χειμώνα στον δρόμο
Η θερμοκρασία δεν ξεπερνούσε τους 6 βαθμούς Κελσίου. Το ραντεβού μας με την ομάδα STEPS ήταν προγραμματισμένο για τις 19:30 στη βάση της ομάδας που βρίσκεται σε ένα στενό του Μεταξουργείου. Είναι Τετάρτη και ουσιαστικά πρόκειται για το πρώτο πραγματικά κρύο βράδυ του φετινού χειμώνα. Χτυπάμε την πόρτα και μας υποδέχεται ο Τάσσος Σμετόπουλος, ιδρυτής, συντονιστής της ομάδας και πρώην χρήστης ο ίδιος, και η Χρύσα που βοηθάει εθελοντικά. Λίγο αργότερα θα γνωρίζαμε τη Βάσω, επίσης εθελόντρια, και τον Θέμη που είναι ο δικηγόρος της ομάδας.
Είχαμε κανονίσει να κάνουμε μία βόλτα στις πιο μεγάλες πιάτσες της Αθήνας, αυτές που βρίσκονται γύρω από την ευρύτερη περιοχή της πλατείας Βάθη. Σκοπός μας ήταν να δούμε μέσα από τη δράση και την καθημερινότητα των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στον δρόμο τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στις πιάτσες μακριά από τις παραδοσιακές φοβικές αντιμετωπίσεις και τα στερεότυπα των media. Αρχικά, κάναμε μία μικρή κουβέντα μαζί τους με κάποια πρώτα στοιχεία για την παρούσα πραγματικότητα.
Με το που βγήκαμε, νιώσαμε ότι η θερμοκρασία είχε πέσει κι άλλο. Η πρώτη ερώτηση που κάναμε πριν ξεκινήσουμε ήταν αν υπάρχει πρόβλεψη να ανοίξει κάποιος θερμαινόμενος χώρος για όλους τους ανθρώπους που θα έβγαζαν τη νύχτα τους στον δρόμο. Μετά από ένα πικρό χαμόγελο που κράτησε κάποια δευτερόλεπτα, ήρθαμε για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ένα αδιανόητο γραφειοκρατικό χάος.
«Για να ανοίξει ένας τέτοιος χώρος από τον δήμο, χρειάζεται να είναι η μέση θερμοκρασία της ημέρας κάτω από τους 4 βαθμούς Κελσίου», μας λέει η Βάσω. «Όχι ότι είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Οι χώροι που ανοίγουν βρίσκονται στα Σεπόλια και στην Πανόρμου. Πώς θα πάνε εκεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Με ταξί; Με τα πόδια; Μία φορά είχαν ανοίξει εδώ πιο κάτω έναν άλλο χώρο και τον έκλεισαν σε 3 ημέρες, επειδή δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στον όγκο του κόσμου που χρειαζόταν βοήθεια», συμπληρώνει ο Τάσσος.
Τι συμβαίνει τελικά; Οι χώροι ανοίγουν, για να μην έχει το κράτος την ευθύνη ότι αφήνει ανθρώπους στον δρόμο να πεθάνουν στο κρύο. Συνήθως όμως ανοίγουν χιλιόμετρα μακριά από τις πιάτσες, με αποτέλεσμα λίγοι να είναι εκείνοι που μπαίνουν στη διαδικασία να ταλαιπωρηθούν για να πάνε εκεί μαζί με όλη την πραμάτεια τους. Το αποτέλεσμα θα το βλέπαμε σύντομα μπροστά μας: Το πρώτο πραγματικά κρύο βράδυ του χειμώνα οι πιάτσες ήταν γεμάτες με ανθρώπους που θα τους έβγαζε το ξημέρωμα στον δρόμο.
Η λειτουργία των STEPS
Όπως μας είπε ο Τάσσος οι πιάτσες είναι χωρισμένες ανάλογα με την ουσία που χρησιμοποιείται στην κάθε μία. Από τη μία έχουμε τις πιάτσες της ηρωίνης και της κοκαΐνης («ας πούμε τώρα γιατί αυτά που παίρνουν δεν είναι ηρωίνη και κοκαΐνη, έχει μείνει μόνο το brand», μας λέει χαρακτηριστικά). Προχωρώντας προς το κτίριο του ΟΣΕ και στους γύρω δρόμους βρίσκονται οι πιάτσες του σίσα.
Οι χρήστες αναγνωρίζουν την ομάδα, τους χαιρετάνε, κάνουν πλάκα. Όσο ο Θέμης δίνει νομικές συμβουλές σε έναν χρήστη για κάποια γραφειοκρατικά ζητήματα, ένας άλλος χρήστης μέσης ηλικίας περνάει φορώντας μία παλιά γούνα, προκειμένου να προστατευτεί από το κρύο. «Τι γουνερικό είναι αυτό;» του λέει ο περιπαικτικά ο Τάσσος. «Είδες; Ωραίο πράγμα; Τζελάλης» απαντά αστειευόμενος εκείνος. Λίγη ώρα μετά κοιτάξαμε προς τα πάνω και ακριβώς απέναντι από το σημείο υπήρχε μία ξεχασμένη διαφημιστική ταμπέλα της εν λόγω εταιρείας.
«Είναι πολύ σημαντικό να χτίσουμε καλές σχέσεις μαζί τους, προκειμένου να μας εμπιστευτούν και να μας αφήσουν να τους βοηθήσουμε», μας είχε πει λίγο πριν ξεκινήσουμε η Χρύσα. Εξάλλου, τα μέλη των STEPS βρίσκονται στον δρόμο σχεδόν κάθε απόγευμα προσπαθώντας να καλύψουν μία σειρά από πράγματα που πρέπει να γίνουν: «Έχουμε επιλέξει να βγαίνουμε όταν δεν υπάρχει κάποιος άλλος έξω. Εννοώ τους φορείς του δημοσίου που λειτουργούν και σε ωράριο δημοσίου. Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι».
Η ομάδα ξεκίνησε το 2016 ως συνέχεια άλλων πραγμάτων που έκανε ο Τάσσος, άνθρωπος που έχει 30ετή εμπειρία στις εξαρτήσεις. «Η λογική ήταν ότι πάντα δουλεύουμε δρόμο, γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι και εδώ υπάρχει το τεράστιο κενό. Υπάρχει επίσης ανάγκη να γεφυρωθεί η απόσταση μεταξύ υπηρεσιών και δομών από τη μία και των ανθρώπων που βρίσκονται στον δρόμο από την άλλη», μας λέει όταν τον ρωτάμε για τους λόγους που οδήγησαν στην ανάγκη να φτιαχτούν τα STEPS. Τα μέλη της ομάδας έρχονται καθημερινά αντιμέτωπα με αυτό το τεράστιο χάσμα.
…και η δύσκολη πραγματικότητα
«Αδιαφάνεια»· είναι το ουσιαστικό, που λένε και επαναλαμβάνουν μεταξύ άλλων οι εθελοντές/τριες στα STEPS για το τι ισχύει στο κέντρο της Αθήνας. Πριν το περιστατικό με τον νεαρό άνδρα που βρήκαμε ημιλιπόθυμο, είχε προηγηθεί μία σχετικά αφελής ερώτησή μας που βασίστηκε περισσότερο στις αναρτήσεις τις οποίες έχουμε διαβάσει κατά καιρούς στα social media. Η ερώτηση ήταν: «Ισχύει ότι το ΕΚΑΒ δεν ανταποκρίνεται στις κλήσεις των πολιτών όταν πρόκειται για χρήστες ουσιών;», για να μας απαντήσει ο Τάσσος: «Παιδιά, το ΕΚΑΒ είναι υποστελεχωμένο. Να πάει πρώτα πού, όταν δέχεται από παντού κλήσεις».
Στο περιστατικό στο οποίο παρευρεθήκαμε χρειάστηκαν λίγο λιγότερο από δύο ώρες. Τη στιγμή που φεύγει το ασθενοφόρο με τον νεαρό που ήταν ξαπλωμένος για ώρες ολόκληρες στον δρόμο, με τα κεφάλια των κατοίκων να μπαινοβγαίνουν από τα παράθυρα των γύρω πολυκατοικιών, μας εξηγούν πως συνήθως δεν είναι η υπερβολική δόση που θα οδηγήσει στον θάνατο έναν χρήστη. Αντιθέτως, πρόκειται για έναν συνδυασμό παραγόντων.
«Ο κόσμος που βρίσκεται στον δρόμο, δεν πεθαίνει από υπερβολική δόση, γιατί αυτό σήμαινε πως θα είχαμε ουσίες καλής ποιότητας. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από τη συνολική συνθήκη στην οποία βρίσκονται που σημαίνει: Αστεγία, άρα μία ταλαιπωρία έκθεσης σε ακραίες θερμοκρασίες, όχι καλή διατροφή, συνήθως κακής ποιότητας ουσίες δημιουργούν με τη σειρά τους άλλα παθολογικά ζητήματα, πληγές. Πιθανότατα και το παιδί αυτό, αν καθόταν εκεί όλο το βράδυ, θα είχε πάθει υποθερμία» μάς λέει ο Τάσσος.
Από τη στιγμή της διακομιδής ενός χρήστη ουσιών στο νοσοκομείο, επανέρχεται και πάλι ο γίγαντας της γραφειοκρατίας. Σχεδόν κανένα από τα νοσηλευτικά ιδρύματα δεν έχει υποκατάστατο, για να μπορέσει να βγάλει τη μέρα ένα άτομο και να μην εκδηλώσει στερητικά. «Αρκετοί από αυτούς μπορεί να βγάλουν τη χαρμάνα τους, αλλά το ΕΣΥ δεν έχει το υποκατάστατο για να τους κρατήσει, με αποτέλεσμα να απευθυνθεί στον ΟΚΑΝΑ».
Ο ΟΚΑΝΑ, όμως, με τη σειρά του, εάν δεν είσαι στο πρόγραμμά του ή οροθετικός, δεν πρόκειται να σου χορηγήσει το υποκατάστατο. Ούτως ή άλλως, «στα νοσοκομεία δεν περνούν καλά οι χρήστες, με αποτέλεσμα να το αποφεύγουν ή και να φεύγουν, ακόμη και όταν είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση» περιγράφει η Βάσω. «Πολλές φορές ακούς τον κόσμο να λέει ότι δεν θέλει να πάει στο νοσοκομείο, γιατί και από τη δική μας εμπειρία και από συναντήσεις στο νοσοκομείο, είναι αδιανόητη η μεταχείριση πρώτον, και δεύτερον, οι άνθρωποι βγάζουν στερητικά και δεν έχουν πώς να τα αντιμετωπίσουν» συμπληρώνει η Χρύσα.
«Υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν από το νοσοκομείο με τις πεταλούδες» έρχεται να προσθέσει με τη σειρά του ο Τάσσος, εξηγώντας πως το επόμενο πρωί ο χρήστης θα «χαρμανιάσει», θα έχει μία έξτρα ταλαιπωρία και πόνο, τον οποίο δεν μπορεί να του τον φροντίσει το νοσοκομείο.
Ο ρόλος της Αστυνομίας και ένας κύκλος που δεν κλείνει
Ήταν από τις πρώτες ερωτήσεις που έγιναν στο Μεταξουργείο, στην έδρα των εθελοντών/τριών. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα και αφού τα παιδιά φαίνονταν –χαμογελώντας– πως ήταν έτοιμα για την ερώτηση, στέκονται περισσότερο στο ότι η Αστυνομία είναι η πλέον αναρμόδια για να κάνει κάτι γι' αυτό.
«Μιλάς για ένα κοινωνικό φαινόμενο, άρα ότι έχεις ανθρώπους σε αστεγία, έχεις ανθρώπους οι οποίοι κάνουν χρήση στον δημόσιο χώρο, όχι γιατί τους αρέσει να κάνουν χρήση εκεί, αλλά γιατί δεν έχουν πού να πάνε. Εφόσον μιλάμε για ένα κοινωνικό ζήτημα, η αστυνομία είναι η πλέον αναρμόδια στο να ασχοληθεί μαζί του» τονίζουν, περιγράφοντας ένα περιστατικό πριν από μερικά χρόνια που περισσότερο θυμίζει στρατιωτικό καψόνι.
«Αυτό που είδατε εδώ δεν είναι η εξαίρεση, είναι ο κανόνας»
«Έχει τύχει σε βάρδια να βγούμε σε κατάστημα στο Μοναστηράκι, που υπήρχε σε μία περίοδο κόσμος ο οποίος κοιμόταν εκεί. Και είδαμε τους αστέγους και τους αστυνομικούς με τις στολές τους. Οι άστεγοι ήταν όλοι όρθιοι και όταν πήγα και τους είπα παιδιά "τι έχει γίνει;" μού είπαν πως μας σήκωσαν και δεν μας αφήσουν να κάτσουμε». Τι είχε γίνει; « Η αστυνομία πήγε, γιατί έπαιρναν τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα. Όχι για να διαμαρτυρηθεί κόσμος και να πει πως υπήρχαν άστεγοι, αλλά για να κάνουν κάτι για τους ανθρώπους που είναι σ' αυτήν την κατάσταση».
«Και η αστυνομία, ως η πλέον αναρμόδια προφανώς, θεώρησε πως η μόνη λύση ήταν να πάνε να τους σηκώσουν όρθιους, να μην τους βλέπουν ξαπλωμένους και επομένως να μην παίρνουν τηλέφωνο και τους ενοχλούν» περιέγραψε ο Τάσσος, σ' ένα περιστατικό που δείχνει την πλήρη παράνοια του παρόντος καθεστώτος αντιμετώπισης της αστεγίας.
Οι πιάτσες και το gentrification
Η συζήτηση συνεχίστηκε πηγαίνοντας πια στο περίφημο gentrification και στο αν υπάρχει κρατική παρέμβαση για το πού θα κατευθυνθούν οι πιάτσες. Εξάλλου, το παράδειγμα της Πανεπιστημίου είναι το πιο χαρακτηριστικό· άνθρωποι μεταφέρονται διαρκώς στις γύρω γειτονιές, σε μία μορφή επιχειρήσεων-σκούπα από τις διωκτικές Αρχές, μόνο και μόνο για να τους «κρύψουν» από την τουριστική βιτρίνα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.
Η κατάσταση με τον «εξευγενισμό» της Αθήνας και την εμφάνιση των ξενοδοχείων σαν «μανιτάρια» κρατάει, απ’ όσο θυμάται ο Τάσσος, από τις αρχές του 2000 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε ήταν, όπως έχει γράψει αλλού το Reader, που τέθηκαν σε εφαρμογή τα έκτακτα σχέδια ανάπλασης της πόλης, λόγω του μεγάλου αριθμού τουριστών που θα υποδεχόταν.
«Πάντα υπάρχει. Εγώ το ξέρω από το 1985-1986 που ξεκίνησα να πίνω και το βλέπω 30 χρόνια σχεδόν αυτό το πράγμα. Προφανώς και παίζει φουλ gentrification σε όλη αυτήν την ιστορία. Ένας κόσμος σπρώχνεται σε μία περιοχή, αυτή η περιοχή εκ των πραγμάτων υποβαθμίζεται γιατί δεν είναι μία συνθήκη που είναι ευχάριστη για κανένα και δεν είναι εύκολη για κανέναν» μάς λέει αρχικά ο Τάσσος.
«Το πιο κλασικό παράδειγμα είναι, νομίζω, πριν τους Ολυμπιακούς στην Ομόνοια πριν γίνει το Μετρό, όπου γινόταν από κάτω στον Ηλεκτρικό ένας κακός χαμός από κόσμο που έκανε χρήση, στις αρχές της Πειραιώς και μετά ξαφνικά έκλεισαν, άνοιξαν όλα αυτά τα ξενοδοχεία, έγιναν όλες οι αγοραπωλησίες. Και μετά από δύο, τρεις ημέρες ο κόσμος σπρώχτηκε προς τα κάτω, «καθάρισε», κάναμε και το Μετρό, κάναμε τους Ολυμπιακούς και είμαστε μία χαρά. Συμβαίνει διαχρονικά και να εργαλοποιείται η κατάσταση».
Ο ελλιπής ρόλος των δομών
«Είναι λυπηρή η άρνηση αυτών των ανθρώπων» ακούμε συχνά, ακόμα και από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική. «Οι δομές είναι συχνά κάτι πολύ δύσκολο γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Θα ακούσεις πολύ κόσμο γύρω-γύρω πως δεν θέλει να πάει. Αν ασχοληθείς λίγο παραπάνω θα καταλάβεις τους λόγους: Oι δομές είναι ελλιπείς, το προσωπικό δεν αρκεί και δεν είναι καταρτισμένο, οπότε πώς θα τις προσεγγίσουν;» συμπληρώνει η Χρύσα.
Πράγματα που εμάς μας φαίνονται αυτονόητα, για αυτούς τους ανθρώπους είναι Γολγοθάς, σαν να ανεβαίνουν στα Ιμαλάια
Η αλήθεια για τις δομές είναι ότι υπάρχουν, η ερώτηση που δεν γίνεται στους ανθρώπους που μένουν σ’ αυτές τις συνθήκες, είναι το γιατί δεν πάνε. Οι απαντήσεις συγκεκριμένες, όπως σημειώνει ο Τάσσος: «Δεν θέλω να μείνω σ’ έναν χώρο που είναι άλλοι 20 μαζί μου, γιατί αυτό που μου λείπει δεν είναι το κρεβάτι καταρχήν, είναι η ιδιωτικότητα». Πολλές φορές δυστυχώς θεωρούμε ότι το μόνο που θέλουν οι άστεγοι είναι ζέστη και φαγητό, σαν να μην έχουν άλλες ανάγκες.
«Δεν θέλω να με κλειδώνουν από τις 23:00 μέσα ή δεν θέλω να με διώχνουν την άλλη μέρα από τις 09:00 και να μείνω όλη τη μέρα στον δρόμο και να ξαναγυρίσω στις 21:00 να πάω να κοιμηθώ ή να με τιμωρούν». Κάποιες φορές ο –μεταξύ άλλων– υποστηρικτικός ρόλος, πάλι στις υποστελεχωμένες και στις μη καταρτισμένες δομές που φέρουν μικρή ευθύνη στο αδιαφανές γραφειοκρατικό σύστημα, αντικαθιστάται από έναν κατασταλτικό, που τιμωρεί τα άτομα τα οποία ζουν σε συνθήκες αστεγίας.
Ένα ζήτημα τελικά ταξικό
Η συζήτηση καταλήγει στο κοινωνικό κράτος και, στην ουσία του πράγματος, που δεν είναι άλλη από τον ταξικό διαχωρισμό των χρηστών από τη μία και το «γραφειοκρατικό τείχος» που βρίσκουν μπροστά τους σε θέματα, όπως η διεκδίκηση των χρημάτων από τα κοινωνικά επιδόματα, από την άλλη.
«Το ζήτημα είναι ότι όσο το κοινωνικό κράτος θα χάνεται, θα διογκώνεται όλο το υπόλοιπο. Και είναι ταξικό, γιατί ο χρήστης που έχει την οικονομική επιφάνεια, δεν θα είναι εδώ. Αυτοί που είναι εδώ είναι συγκεκριμένοι. Είναι άνθρωποι χωρίς χαρτιά, οι οποίοι είναι σαν να μην υπάρχουν καν στον χάρτη, άνθρωποι με πολλά προβλήματα που κανείς δεν θα τους ψάξει και καταλήγει έτσι κανείς να μην ασχολείται» λέει ο Τάσσος.
«Πράγματα που εμάς μας φαίνονται αυτονόητα, για αυτούς τους ανθρώπους είναι Γολγοθάς, σαν να ανεβαίνουν στα Ιμαλάια» συμπληρώνει ο Θέμης. «Για να πάρεις ένα επίδομα χρειάζεται ταυτότητα και φορολογική δήλωση. Εάν χάσεις την προθεσμία για να την κάνεις, θα πρέπει να πληρώσεις 50 ευρώ και εάν έχει να την κάνεις από πρόπερσι, θα πρέπει να πληρώσεις 150 ευρώ, για να πάρεις ένα επίδομα που είναι 200 ευρώ».
«Μ' αυτόν τον τρόπο, το υπόλοιπο περιβάλλον και η συνθήκη σε τραβούν προς τα κάτω. Μία χαρά βοηθάει το σύστημα, σου δίνει ακόμη μία και πας ακόμη πιο κάτω». Ρωτάμε τον Τάσσο αν στην 30ετή εμπειρία του έχει δει να αλλάζει κάτι. «Ναι, αμέ. Γίνεται διαρκώς χειρότερο σ’ όλα τα επίπεδα. Από την ποιότητα των ουσιών, μέχρι το πόσος κόσμος είναι στον δρόμο. Τον κρύβουν σ’ αυτόν που βλέπει τηλεόραση. Δεν κρύβεται και δεν λέω μόνο για τη χρήση, μιλάω για την αστεγία, για ένα σωρό πράγματα και το ίδιο γίνεται και με τα ψυχιατρικά».
Μία ολόκληρη κοινωνία σε κατάσταση αδιαφορίας
Η κατάσταση φαίνεται πως δεν θα αλλάξει, μπορεί μάλιστα να χειροτερέψει, τα δείγματα γραφής εξάλλου δεν είναι τα καλύτερα. Και αυτό το καταλάβαμε, και πάλι, όταν είδαμε πως ένα άτομο βρισκόταν για τρεις ώρες ξαπλωμένο και αναίσθητο σε κεντρικό σημείο στον Κεραμεικό, την ώρα που κάτοικοι μπαινόβγαιναν στα σπίτια τους, έκαναν εργασίες στα μπαλκόνια τους ή μόλις το έβλεπαν, έκαναν απλά όπισθεν και έστριβαν στο προηγούμενο στενό.
Την ώρα που η κυρία, κάπου στα 60 της, βγήκε από την απέναντι πολυκατοικία, μάς πλησίασε και μάς «διαβεβαίωσε» πως είναι «ξαπλωμένος και χωρίς τις αισθήσεις του από τις 18:00, καλύτερα να πάρετε κάποιον» ακούγεται ο νεαρός να της λέει να μην τον πλησιάσει «για να μην κολλήσει τίποτα». «Το ακούσατε έτσι; Το είπε ο μικρός στη μεγάλη και όχι το αντίστροφο» σχολιάζουν οι εθελοντές της ομάδας.
Και όσο η ηλικία, τα βιώματα, το γνωστικό υπόβαθρο σε συνδυασμό με την άγνοια των μεγαλύτερων γενιών σε ζητήματα ουσιών, ψυχικής υγείας και αστεγίας μπορούν –με εξαιρέσεις– να «δικαιολογηθούν» όπως η περίπτωση της κυρίας, αυτό που τρομάζει είναι η κυνικότητα του 20χρονου που αποκτά, λόγω της πρόσβασης σ’ έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και γνώσεων, έναν «πατερναλιστικό» ρόλο ο οποίος –ως ειδικός– θα συμβουλεύει τους μεγαλύτερους να «γυρνούν από την άλλη» όταν θα βλέπουν ανθρώπους που έχουν χάσει τις αισθήσεις του ή κινδυνεύουν να χάσουν τη ζωή τους.
Εξάλλου, και οι ίδιοι με τα λόγια που άκουσαν, κινούνται. Η αδιαφάνεια, η γραφειοκρατική ασυνεννοησία, η αναρμόδια αστυνομία, όλα μέρος ενός συστήματος που ξεκινάει από την κορυφή και καταλήγει με στόχο τον «τελευταίο τροχό», θα παραμείνουν εκεί ανεξαρτήτως αντιλήψεων και θα συνεχίσουν να τους τραβούν προς τα κάτω και να τους κρύβουν. Όπως όμως κλείσαμε την κουβέντα με τους STEPS, «το πράγμα αυτό δεν κρύβεται».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.