Ξεκίνησα την επικοινωνία μου με την Αλεξάνδρα Κ* με έναν όχι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό τρόπο: Στέλνοντας της ένα μήνυμα στο messenger. Απάντησε μετά από μερικές μέρες. Αρχικά, μιλούσαμε στον πληθυντικό που μου φαινόταν κάπως άβολος. Της ζήτησα να το γυρίσουμε στον ενικό. Ούτε αυτό μου φαινόταν αρκετά άνετο.
Για κάποιες κοινωνικές περιστάσεις, η «πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου» θα έπρεπε μάλλον να είχε εφεύρει και έναν τρίτο αριθμό. Να τον χρησιμοποιούμε με τους ανθρώπους που τους διαβάζουμε, τους παρακολουθούμε και τελικά τους βρίσκουμε στον δρόμο μας. Όχι σε κάποιο μουσείο.
Κανονίσαμε να συναντηθούμε ένα μεσημέρι Πέμπτης στα Εξάρχεια, στο μαγαζί που συνηθίζει να επισκέπτεται, όταν γράφει. Σε αντίθεση με αυτό που περίμενα, βρήκα πραγματικά πολύ κόσμο σε όλα τα καφέ των Εξαρχείων. Κατά βάση ανθρώπους από τη δυτική Ευρώπη. Θρηνήσαμε λίγο για τις ελάχιστες ευκαιρίες που έχεις να μείνεις μόνος σου σε αυτή την πόλη.
Αφορμή για τη συνέντευξή μας ήταν το βιβλίο της Πράγματα που σκέφτεται η Παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (εκδ. Πατάκη), μία συλλογή 20 διηγημάτων η οποία αφηγείται ιστορίες από την καθημερινότητα των γυναικών, από αυτές που δεν λέγονται εύκολα.
Πριν από αυτό είχαν προηγηθεί για την Αλεξάνδρα Κ* το Πώς φιλιούνται οι αχινοί. Είχαν προηγηθεί επίσης θεατρικά, πολλά άρθρα σε περιοδικά, παιδικά βιβλία και σενάρια τηλεοπτικών σειρών.
Τα πάντα ξεκίνησαν από τη μητριαρχική, όπως τη χαρακτηρίζει, Κέρκυρα πριν περάσει στην ενδοχώρα και τελικά στην Αθήνα, με μία στάση στη Νέα Υόρκη, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μας είπαμε πολλά. Για λογοτεχνία, για το βιβλίο της με τον παράξενο τίτλο, για τον αστερίσκο μετά το Κ, για τον ρόλο της μητέρας.
Έγραφες από μικρή; Το είχες στόχο να γίνεις συγγραφέας;
«Έγραφα από πολύ μικρή, ναι. Επειδή όμως μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον μικροαστικό - δεν το λέω με την κακή έννοια- και στην επαρχία, δεν φανταζόμουν ότι αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να κάνει ένα κορίτσι των δικών μου καταβολών.
Το πλάνο των γονιών μου για μένα ήταν είτε να γίνω δασκάλα αγγλικών ή να σπουδάσω τουριστικά επαγγέλματα και να γίνω ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο. Να σου πω την αλήθεια, ήμουν πολύ οκ με αυτό. Δεν είχα δηλαδή τη φιλοδοξία να γίνω κάτι άλλο».
Και τελικά πώς προέκυψε;
«To πρώτο μου άρθρο βγήκε, όταν ήμουν 21. Έμεινα αρκετά χρόνια στα περιοδικά. Παράλληλα, έγραφα θέατρο και εργαζόμουν στη διαφήμιση. Ήμουν όμως πολύ άτυχη όσον αφορά τα συγγραφικά μου. Τα πρώτα μου δύο σενάρια, ενώ μου τα είχαν απορρίψει, τα είδα έτοιμα γυρισμένα στην τηλεόραση με ελάχιστες αλλαγές. Μετά μπήκαμε σε βαθιά κρίση.
Το τρίτο, οι Ηρωίδες, έγιναν, πήγε καλά, και πάνω που υπέγραψα τη 2η σεζόν, φαλίρισε η εταιρεία παραγωγής και μετά ολόκληρο το κανάλι. Παράλληλα, δούλευα στον ΔΟΛ - άλλο στραπάτσο εκεί. Δεν είχα καθόλου λεφτά. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι, αφού λεφτά δεν βγάζω ούτως ή άλλως, γιατί να μην κάτσω να γράψω το βιβλίο που θέλω γράψω;».
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που θυμάσαι να το αγοράζεις η ίδια;
«Αν δεν ήταν κάποιο από τη σειρά Ανατριχίλες, πρέπει να ήταν ένα βιβλίο που είχε ως τίτλο Το Δωμάτιο Νο 13, ένα βιβλίο μυστηρίου για παιδιά».
Και αν πρέπει να μου πεις για έναν ή μία συγγραφέα που σε διαμόρφωσε;
«Θα σου μιλήσω για τρεις γυναίκες συγγραφείς. Πρώτα την Έρση Σωτηροπούλου. Όταν την πρωτοδιάβασα ένιωσα σαν κάποιος να με απελευθέρωσε με την έννοια ότι είδα πως είσαι ελεύθερη να γράψεις για όποιο θέμα γουστάρεις, όπως γουστάρεις. Να παίξεις με τις λέξεις και αυτό χωρίς την έγνοια να είσαι 100% κατανοητή. Όλο αυτό μάλιστα στα ελληνικά, από μία γυναίκα σύγχρονη που θα μπορούσα να τη συναντήσω κάπου στον δρόμο.
Μετά πάμε στην Κλαρίσε Λισπέκτορ. Με τις λέξεις της φτιάχνει κάτι που μοιάζει με υπερβατική, σχεδόν θρησκευτική εμπειρία. Προσπαθεί να ονοματίσει πράγματα που είναι αίσθηση δίνοντάς τους σχήματα. Σαν να δίνει υλική υπόσταση στα άυλα».
Μου θυμίζει σημεία από το βιβλίο σου αυτό που λες…
«Εντάξει τώρα το γάμησες (σ.σ. γέλια). Θα ήθελα…».
Και η τρίτη;
«Η Λουσία Μπερλίν. Σε εκείνη μου αρέσει η σχέση που έχουν οι χαρακτήρες της με το σώμα, με το χώμα. Είναι κάτι πολύ γυναικείο και πολύ θηλυκό. Κάτι πολύ γήινο. Παίρνει στιγμές τρομερά μπανάλ και βγάζει διαμάντια βουτώντας ουσιαστικά μέσα στα σκατά. Το θαυμάζω αυτό».
Πηγαίνω στην Κέρκυρα. Είδα ότι είπες κάπου πως η Κέρκυρα είναι μητριαρχική κοινωνία. Θες να μου εξηγήσεις πώς το εννοούσες;
«Κατά μία έννοια εκεί δεν αισθάνεσαι αυτό το βάρος, τη συντήρηση, την έντονη παρουσία του χριστιανικού στοιχείου που έχω βιώσει στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ως κορίτσι στην Κέρκυρα δεν ένιωσα ποτέ ότι έπρεπε να λειάνω τις γωνίες μου, για να μη φανώ περίεργη. Όταν μετά μετακόμισα σε αυτό που εγώ λέω «κυρίως χώρα», συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Μιλούσα και ζούσα όπως στην Κέρκυρα αλλά τούς φαινόμουν πολύ περίεργη».
Την επισκέπτεσαι ακόμα;
«Ναι, την αγαπώ πολύ».
Δηλαδή βάζεις θετικό πρόσημο στο μεγάλωμά σου εκεί.
«Κοίτα, όταν έφυγα, χάρηκα που έφυγα. Ως έφηβη ασφυκτιούσα σε αυτό το μικρό μέρος. Τώρα, όταν την επισκέπτομαι, την επανεκτιμώ. Το γεγονός ότι έχω μεγαλώσει σε αυτή την ομoρφιά, σε αυτή την αρχιτεκτονική, σε αυτή τη μουσική… Νιώθω ότι χάρη στην Κέρκυρα είχα μία καλή αφετηρία, ένα μικρό προβάδισμα».
Το Αλεξάνδρα Κ* θες να μου πεις πώς βγήκε; Εγώ όταν το είχα δει θεώρησα ότι είχε σχέση με τον Κάφκα.
«A, όχι. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι υποσημειώσεις. Όταν ξεκίνησα να γράφω, ήξερα ότι θέλω να γράφω με ένα ψευδώνυμο, για να απαλλάξω την οικογένειά μου από το γεγονός ότι το παιδί τους μιλάει και μιλάει πολύ διαφορετικά από τον τρόπο που ενδεχομένως θα ήθελαν.
Δεν ήξερα όμως ποιο ψευδώνυμο θα ήταν αυτό. Ήμουν ούτως ή άλλως και σε μία περίοδο που έψαχνα την ταυτότητά μου γενικά.
Το Κ* ήρθε τελικά ως μία βιαστική απόφαση. Πήγαινε για τύπωμα το πρώτο βιβλίο μου που ήταν ένα παιδικό μυθιστόρημα. “Αλεξάνδρα, τι θα βάλουμε; Πες το!” και λέω “Οκ, βάλτε τον αστερίσκο και θα δούμε μετά πού οδηγεί η υποσημείωση”. Τελικά, έμεινε ο αστερίσκος χωρίς την υποσημείωση».
Σου αρέσει ακόμα;
«Έλα ντε. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν μου αρέσει ακόμα αλλά είναι πολύ αργά πια για να αλλάξει. Πάντως μου τη σπάει λίγο όταν δεν το σέβονται και βάζουν το όνομά μου ή βγάζουν τον αστερίσκο, γιατί τους φαίνεται περίεργο - ίσως παιδικό; Από τσαντίλα, λοιπόν, το κρατάω… Έφτασα 38 χρονών αλλά τον κρατάω τον αστερίσκο μου».
Έζησες έναν χρόνο στη Νέα Υόρκη. Πώς ήταν η πρώτη μέρα σου εκεί;
«Η πρώτη μέρα μου ήταν και η μέρα που ορκιζόταν ο Μπαράκ Ομπάμα. Έφτασα σε μία πόλη που γιόρταζε. Ένα πάρτι με χαρούμενους ανθρώπους που ένιωθαν ότι ξεκινάει κάτι καινούργιο. Τόσο ωραίο το συναίσθημα τότε. Ήταν και η πρώτη φορά που πήγαινα στην Αμερική.
Στο μεταξύ, άλλαξα ήπειρο χωρίς κανένα πλάνο, χωρίς να έχω λεφτά, χωρίς να ξέρω κανέναν. Τότε ήταν πιο εύκολο να διαμένεις παράνομα. Δούλευα τρεις δουλειές χωρίς χαρτιά και ήταν σχετικά οκ. Τώρα δεν μπορείς πια να το κάνεις αυτό. Ήταν φυσικά ένας πολύ δύσκολος χρόνος με την έννοια ότι για να επιβιώσεις εκεί πρέπει να ρίξεις πολλή δουλειά».
Είναι τόσο παρανοϊκό το να ζεις στη Νέα Υόρκη όπως φαίνεται σε κάποιον που δεν την έχει επισκεφτεί;
«Προσωπικά, νιώθω ότι μου άνοιξε το μυαλό. Την είχα και εγώ στο μυαλό μου ως χάος και ως ζούγκλα. Συνέβη το αντίθετο. Οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ ανοιχτοί στο να σε αγκαλιάσουν. Ενδεχομένως γιατί μιλάμε για μία πόλη που όλοι έρχονται και φεύγουν. Πάντα μιλάω για τη Νέα Υόρκη των τελών της δεκαετίας του 2000.
Πήγα ξανά πρόπερσι και ένιωσα ότι ήταν μία τελείως διαφορετική πόλη. Πολύ πιο σκληρή, ή μάλλον πιο σκληρά ταξική, και όχι τόσο ζωντανή όσο ήταν όταν έζησα εκεί. Πλέον απορούσα, πώς καταφέρνουν οι άνθρωποι να ζουν εκεί».
Αλήθεια, θα αντάλλαζες ποτέ τη δουλειά που κάνεις με μία άλλη καλοπληρωμένη αλλά βαρετή;
«Το έχω κάνει αυτό δουλεύοντας στη διαφήμιση γιατί ήταν ανάγκη. Μου ήταν τρομερό δύσκολο να γράφω παράλληλα τα δικά μου και μαραινόμουν. Νιώθω ότι δεν έχω τις αντοχές να το ξανακάνω. Όσα λεφτά κι αν έβγαζα, ήταν τελικά πολύ μάταιο. Νομίζω ότι είμαι πιο χρήσιμη στον εαυτό μου γράφοντας αυτό που θέλω εγώ να γράφω. Όσο μεγαλώνω, λέω να την ευχαριστηθώ τη ζωή μου».
Δηλαδή, περνάς ακόμα καλά γράφοντας;
«Ναιιι. Περνάω πολύ ωραία, είναι τεράστιο δώρο ότι μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα στη ζωή μου. Τις περιόδους που δεν γράφω δεν είμαι καλά. Νιώθω σαν να μην είναι τα πράγματα στη ζωή μου σε μία σειρά.
Το γράψιμο είναι το κέντρο μου, αυτό που με κρατάει στον πυρήνα μου. Ξέρω ότι ακούγεται κλισέ αυτό που λέω αλλά μού είναι πραγματική ανάγκη το γράψιμο».
Αν έπρεπε να κάνεις μία σύνοψη του Πράγματα που σκέφτεται η Παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο σε μία γυναίκα, ποια θα ήταν αυτή;
«Θα της έλεγα ότι πρόκειται για 20 ιστορίες για πλευρές της γυναικείας εμπειρίας για τις οποίες αποφεύγουμε και εμείς οι ίδιες να μιλάμε. Για στιγμές ντροπιαστικές, για πληγές που έχουμε, για πράγματα που δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε και για άλλα που δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε ότι μας ενοχλούν».
Αν έπρεπε να κάνεις μία σύνοψη σε έναν άντρα;
«Θα έλεγα τα ίδια και απλά θα προσέθετα ότι, αν θέλεις να δεις τις πλευρές αυτές είναι μία ευκαιρία σου να το κάνεις. Πρόκειται για πράγματα που μπορεί οι γυναίκες με τις οποίες μεγαλώνεις να μη στα πουν.
Εξάλλου, γράφοντας αυτό το βιβλίο ήθελα πολύ να το διαβάσουν και άντρες. Με την έννοια ότι πρόκειται για πράγματα που και εγώ η ίδια θα ήθελα να είχα είχα πει σε άντρες συντρόφους, συγγενείς, φίλους κτλ αλλά δεν είχα κουράγιο να το κάνω».
Αλήθεια, όταν γράφεις έχεις και αυτή την ανάγκη του «να κάνεις καλό»;
«Όχι μωρέ. Αρχικά, δεν έχω τόσο μεγάλη δύναμη για να πω ότι κάνω κοινωνικό καλό. Επίσης, θεωρώ ότι είναι πολύ λάθος να ξεκινάς να γράφεις με βάση αυτό. Σημαντικό είναι να μπεις μέσα σε μία στιγμή που περιγράφεις/καταγράφεις/αφηγείσαι και να μας δείξεις όσες περισσότερες πλευρές αυτού για το οποίο γράφεις, ανθρώπινα.
Έχει μία φράση κάπου ο Ναμπόκοφ "οι -ιστές πεθαίνουν, οι -ισμοί πεθαίνουν, η τέχνη παραμένει". Το πιστεύω πολύ αυτό. Δεν αντέχω τη λογοτεχνία που έχει πολύ σαφές πολιτικό πρόσημο».
Ένα από αυτά που κράτησα είναι ότι δεν είχα σκεφτεί ποτέ πόσο πιεστική είναι αυτή η ιερότητα της μητρότητας…
«Χα! Είναι απίστευτα πιεστική. Βασικά είναι μόνο πιεστική. Τη βίωσα και εγώ αυτή την πίεση. Αυτό που ένιωθα ήταν σαν να μου έχει βάλει κάποιος ένα περίγραμμα και εγώ να ξεχειλίζω από αυτό. Σαν να βγαίνει διαρκώς το σώμα μου, η ψυχή μου, το αίμα μου πέρα από τα όριά του.
Είσαι πιο κοντά από ποτέ στο σώμα σου και στη φύση. Αυτό που αναφέρω κάποια στιγμή μέσα στο διήγημα, ότι η ηρωίδα ακούει ένα μωρό γατί να κλαίει και τρέχει το δικό της στήθος γάλα, αυτό ισχύει. Γίνεσαι ξαφνικά η μητέρα των πάντων.
Δεν ξέρω αν όλες οι γυναίκες το βιώνουν αλλά ακόμα και η ερωτική επιθυμία πιάνει ένα τρομερό πικ. Δεν μιλάει κανείς γι’ αυτό. Η εγκυμοσύνη είναι πολύ ζωώδες πράγμα και είναι κάπως γελοίο να συμπεριφερόμαστε στις γυναίκες σε αυτή την κατάσταση σαν να άμωμες παρθένες».
Η μητρότητα είναι εξίσου πιεστική και μετά την εγκυμοσύνη; Πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου ας πούμε;
«Κοίτα, πλέον είσαι υπεύθυνη για την ίδια την επιβίωση ενός άλλου πλάσματος. Από μόνο του αυτό, σου αλλάζει τη ζωή. Πόσο μάλλον που πλέον δεν μιλάμε μόνο για επιβίωση αλλά και για μία γενικότερη προσπάθεια που να καταλήξει στο να μην κάνεις το παιδί σου μαλάκα.
Εγώ προσπάθησα πολύ να συνεχίσω να παρτάρω, να φλερτάρω, να κάνω το ένα, το άλλο. Στα αλήθεια, είναι λίγο μάταιο να κάνεις αυτές τις προσπάθειες να μείνεις σε μία άλλη φάση ζωής. Ταυτόχρονα όμως δεν γίνεται να απεκδυθείς την προσωπικότητά σου, γιατί τότε γίνεσαι ένας στερημένος άνθρωπος και ένας στερημένος άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα καλό σε ένα παιδί.
Η δική μας γενιά και ακόμα περισσότερο η προηγούμενη γαλουχήθηκε με το ιδανικό του γονέα που θυσιάστηκε. Αυτό εμένα μου φαινόταν θλιβερό. Ως παιδί μάλιστα σού δημιουργεί και μία πίεση ότι οι γονείς σου δεν έζησαν όπως ήθελαν εξ αιτίας σου. Θεωρώ ότι ο γονέας έχει ευθύνη να ζει τη ζωή του και αυτό είναι καλό και για το παιδί του».
Εσύ ως μητέρα πώς είσαι; Αυστηρή;
«To καλό είναι ότι με την κόρη μου έχουμε πολύ μικρή διαφορά ηλικίας. Την έκανα όταν ήμουν 24. Σκέψου ότι όταν βλέπαμε μαζί ταινίες της Disney, εγώ θυμόμουν ακόμα όλα τα τραγούδια απ’ έξω, τα είχα φρέσκα. Πλέον είμαστε σε μία φάση που επικοινωνούμε μουσικά, λογοτεχνικά.
Για παράδειγμα, θα πάμε τον Ιούνιο στο Primavera. Θα ακούσουμε τη Lana Del Rey γιατί αρέσει στην ίδια και έχω αρχίσει να την ακούω και εγώ. Θα πάμε όμως και λόγω των Pulp που τους ακούω εγώ και έχει αρχίσει να τους ακούει και η Νίκη. Είμαστε και οι δύο σε μία ηλικία που χρειαζόμαστε τροφοδότηση. Εγώ να μάθω κάτι άλλο από αυτό που ξέρω και εκείνη να πάρει ερεθίσματα πέρα από τα mainstream της εφηβείας τώρα».
Αλήθεια, αν για τις μητέρες της προηγούμενης γενιάς η στερεοτυπική ατάκα ήταν «ζακέτα να πάρεις», για τις μητέρες της γενιάς σου ποια είναι;
«Ζακέτα να πάρεις» (σ.σ. γέλια).
Α, οκ. Πότε το είπες ας πούμε τελευταία φορά;
«Μπορεί και σήμερα το πρωί».
Κάτι καινούργιο όμως;
«Δεν ξέρω, ίσως το σημερινό ζακέτα να πάρεις είναι το "μη στέλνεις γυμνές φωτογραφίες"».
Ως άνθρωπος που ασχολείται με ιστορίες, το έχεις βάλει στην ανατροφή της το story-telling;
«Θα σου αποκαλύψω κάτι. Δεν είμαι καθόλου μα καθόλου καλή στο να αφηγούμαι ιστορίες στο μιλητό. Θα ξεκινήσω δηλαδή να σου λέω ανέκδοτο και στη μέση θα ξεχάσω τι ήθελα να σου πω».
Δηλαδή εδώ δεν παίζει το στερεότυπο του συγγραφέα που είναι στο κέντρο της παρέας με τις ιστορίες του.
«Όχι, αντιθέτως απολαμβάνω πολύ να ακούω ιστορίες. Θα σε κάνω να μου πεις ιστορίες και θα ασχοληθώ πολύ με την πλευρά σου. Θα σου κάνω πολλές ερωτήσεις, θα μπω δηλαδή βαθιά στο θέμα».
Ωστόσο, είσαι ένας άνθρωπος που έχει συνδεθεί με τις ιστορίες, με το γράψιμο. Τι πιστεύεις σε έχει κάνει να κερδίσεις και τι χάνεις από αυτή την επιλογή;
«Μόνο κέρδος το βρίσκω. Ποτέ δεν νιώθω ότι έχω χάσει κάτι, ότι ας πούμε η ζωή καλπάζει και εγώ την παρακολουθώ χωρίς να ζω σε αυτή. Καθόλου δεν το νιώθω αυτό. Το γράψιμο με βοηθάει στο χάος του μυαλού και στο χάος της ζωής γενικότερα.
Επιπλέον, χάρη σε αυτό αναγκάζομαι πολλές φορές να με ταπεινώσω. Για να γράψω πρέπει να εκτεθώ, να παραδεχτώ πράγματα που δεν θέλω να τα σκέφτομαι και να τα καταγράψω.
Έφτασα 38 χρονών αλλά τον κρατάω τον αστερίσκο μου
Χάρη στο γράψιμο θα αναγκαστώ επίσης να βρω το δίκαιο του μαλάκα. Όταν γράφεις ένα βιβλίο, δεν μπορεί να φτιάξεις έναν χαρακτήρα που είναι μόνο μαλάκας. Δεν έχει κάτι να δώσει αυτό το πράγμα. Άρα, στην καθημερινή μου ζωή, πρέπει να μπω στη θέση ενός ανθρώπου που μπορεί να τον σιχαίνομαι αλλά πρέπει να βρω τα δίκια του. Ίσως έτσι έχω εκπαιδευτεί να βλέπω τους ανθρώπους με μία τρυφερότητα.
Γενικότερα έχω εκπαιδευτεί στο να βλέπω πολλές πλευρές ενός συμβάντος. Καταλήγω ότι το πώς μας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ελάχιστα έχει να κάνει με εμάς αλλά κυρίως με τους ίδιους. Είναι καθησυχαστικό αυτό. Όταν ξεφεύγεις από την ενστικτώδη αντίδραση του "αυτό δεν μου άρεσει" ή "αυτόν τον μισώ", αφενός η συνθήκη δεν σε αφορά πια τόσο προσωπικά αφετέρου είναι πάντα ενδιαφέρον να καταλάβεις γιατί είχες αυτή την αντίδραση».
Κάτι τελευταίο που πιστεύεις ότι θα έπρεπε να μάθει εκείνος/-η που διαβάζει τη συνέντευξη;
«Ίσως ένα πράγμα για το βιβλίο. Ναι, οκ, ασχολείται με το έμφυλο, αλλά άλλο τόσο μιλάει και για το ταξικό. Κι ότι στο τέλος τέλος, όλα αυτά είναι εκ των υστέρων αναγνώσεις, όχι προθέσεις δικές μου. Έγραψα απλώς ιστορίες».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.