«Κάθε κομμάτι αυτής της γης έχει το δικό του ρυθμό, με τη ζωγραφική μου προσπαθώ να το καταγράψω», λέει ο Voka στο προσωπικό του site, καθώς εξηγεί πώς και γιατί ζωγραφίζει σκηνές και παραλειπόμενα της καθημερινότητας των σύγχρονων πόλεων. Η δήλωση αυτή αποκτά νέο ενδιαφέρον όταν εκφέρεται από τα χείλη ενός ανθρώπου που έχει μοιράσει τη ζωή του σε τόπους όπως το Puchberg Am Schneerberg, ένα χωριό 3.000 κατοίκων στα ανατολικά των Αυστριακών Άλπεων, στη Νέα Υόρκη, στο Μόντρεαλ, στο όρος Tremblant(!) που βρίσκεται στην επαρχία του Κεμπέκ, αλλά και στη Ζάκυνθο και πιο πρόσφατα, στην Κορώνη!
Έχει δηλώσει ότι αναζητά τον τέλειο πίνακα, αν και εύχεται να μην τον βρει ποτέ, γιατί αυτή η αναζήτηση τον κάνει να αγαπά την τέχνη του πιο πολύ. Το ταξίδι αυτής της αναζήτησης τον έφερε στην πανέμορφη πόλη της Πελοποννήσου, στην οποία ζει τουλάχιστον έξι μήνες το χρόνο. Επιχείρησα να τον προσεγγίσω τηλεφωνικά, για να διαπιστώσω πώς οι εικόνες της (εκτός Αθηνών) ελληνικής πραγματικότητας έδωσαν αξία στην αναζήτηση του.

Προσδεθείτε, το ταξίδι ξεκινάει
«Η ζωή μου ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη με τη ζωγραφική. Ως φοιτητής, δεν είχα πολλές δυνατότητες για να σπουδάσω χωρίς να απομακρυνθώ από τη γενέτειρα μου, και επέλεξα να ασχοληθώ με το τμήμα των Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων. Αυτό συνέβη γιατί οι γονείς μου πίστευαν ότι αυτό θα μου δώσει περισσότερα χρήματα και σίγουρη δουλειά, άρα ήταν κάτι σαν «αναγκαίο κακό» για μένα. Όμως δεν περνούσα καλά, δεν είχα καλούς βαθμούς, και το χειρότερο, με πίεζαν να κόψω τα μαλλιά μου! Από τη μία πλευρά είχα την οικογένεια μου, που πάσχιζε να μου δώσει τα εφόδια για να σπουδάσω, από την άλλη, είχα την αγάπη μου για τις τέχνες, κυρίως για τη ζωγραφική. Ο παππούς μου τελικά, ήταν ο άνθρωπος που χάρισε το πρώτο μου σετ με λαδομπογιές, εγώ δεν είχα χρήματα να το αγοράσω, και κάπως έτσι ξεκίνησα αυτό που αγαπώ μέχρι σήμερα».
«Ξεκίνησα με λαδομπογιές τα πρώτα μου έργα, χωρίς να έχω καν καμβάδες. Είχα δει στις ταινίες πως έτσι ζωγραφίζουν οι πραγματικοί ζωγράφοι, αλλά πού χρήματα εκείνη την εποχή... Ξεκολλούσα θυμάμαι, τα νοβοπάν από το υπόγειο του σπιτιού μου ή έπαιρνα άχρηστες σανίδες από έναν γείτονα ξυλουργό. Δεν ήταν κατάλληλες επιφάνειες για να δημιουργήσεις κάτι στοιχειωδώς καλλιτεχνικό. Αλλά με αυτό τον τρόπο σκάρωσα το πρώτο μου έργο: ένα τοπίο, με ένα σπίτι με ένα δέντρο».
«Με ένα βιβλιαράκι που περιέγραφε δημιουργίες του Ρέμπραντ, του Γκόγια, του Ντούρερ, και κυρίως των Υπερρεαλιστών όπως ο Σαλβαντόρ Νταλί, προσπάθησα να εξελίξω την τέχνη μου, να εκφράσω τις δικές μου αλήθειες, πέρα από συμβατικές πρακτικές. Να ανοίξω χαραμάδες στον κόσμο των χρωμάτων μου».

«Ο αυθόρμητος ρεαλισμός είναι μια βασική σταθερά του έργου μου. Η τέχνη του να ζωγραφίζεις ρεαλιστικά, για μένα είναι μια διαρκής πρόκληση. Υπάρχει πιστεύω, έμπνευση παντού γύρω μας, αρκεί να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να είσαι έτοιμος να αλληλεπιδράσεις συναισθηματικά με αυτό που παρατηρείς. Μπορεί να είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η εικόνα μιας πόλης ή ενός χωριού καθώς ο ήλιος δύει. Υπάρχει μαγεία στον κόσμο μας, αρκεί να έχουμε το θάρρος να αναμετρηθούμε μαζί της. Εγώ αυτό επιχειρώ να κάνω κάθε φορά που ζωγραφίζω. Το χέρι μου βρίσκεται μόλις ένα βήμα μετά από κάθε ιδέα μου. Η νευρικότητα και η λαχτάρα να αποτυπώσω άμεσα στον καμβά αυτό που με έχει εμπνεύσει, με ακολουθεί ως και σήμερα».

Το κυνήγι του απρόβλεπτου τον ωθεί να δημιουργεί. Το ίδιο κυνήγι τον έφερε στην Ελλάδα;
«Δεν ήταν, στην αρχή τουλάχιστον, κάτι αυστηρά καλλιτεχνικό που με έφερε στην Ελλάδα, αλλά η ευκαιρία να εργαστώ ως δάσκαλος σε μια καλοκαιρινή ακαδημία στη Ζάκυνθο. Το αξιοσημείωτο είναι πως μου είχε ζητηθεί τότε -το 1995- να εργαστώ με νερομπογιές, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ ως τότε. Πού να ήξερα πως θα άλλαζε η ζωή μου μετά από αυτό».
«Με τις νερομπογιές βρήκα μια νέα τεχνοτροπία, μια νέα διέξοδο στην τέχνη μου. Ζωγράφιζα κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, και η νερομπογιά στέγνωνε γρήγορα και οι σκιάσεις των χώρων μετατοπίζονταν διαρκώς, όποτε έπρεπε κι εγώ με τη σειρά μου να είμαι πιο δυναμικός, πιο έτοιμος να ανταποκριθώ στο μεταβαλλόμενο τοπίο γύρω μου. Χρησιμοποίησα ροζ, μωβ, έντονα χρώματα. Ύστερα ακρυλικά. Διαπίστωσα πως τα νέα μου έργα απέπνεαν ζωντάνια και χαρά. Αυτή η θετικότητα έγινε κομμάτι της δουλειάς μου. Συνεχίζω να επιθυμώ τη χαρά στα έργα μου. Θέλω ο κάθε ένας που κρεμάει έναn πίνακα μου να έχει κάτι από μένα που τον κάνει να χαμογελά»

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να ζωγραφίσω τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Χίτλερ, κάποιον Έλληνα ή κάποιον Αυστριακό πολιτικό. Δεν με εμπνέουν οι πολιτικοί και γενικότερα οι προσωπικότητες που προκαλούν ανάμεικτα ή αρνητικά συναισθήματα στον μέσο άνθρωπο».
Καταφύγιο στην Κορώνη

«Στην Κορώνη βρέθηκα μέσω καλών φίλων και αγάπησα αυτή την όμορφη πόλη της Πελοποννήσου αμέσως, γι' αυτό και αποφάσισα να φτιάξω το στούντιο μου εδώ. Είναι μια υπέροχη πόλη που τα έχει όλα. Λιμάνι, παραλίες, μαγικές φυσικές τοποθεσίες, όμορφα σπίτια και δωμάτια -χωρίς μεγάλα ξενοδοχεία, από εκείνα που καταστρέφουν το τοπίο. Εδώ εμπνέομαι και δημιουργώ».
«Αυτό που με εμπνέει περισσότερο στην Ελλάδα είναι οι φυσιογνωμίες των ανθρώπων. Τα πρόσωπά τους, οι εκφράσεις τους. Βρίσκω ομορφιά σε μια εικόνα με βαρκάρηδες στο λιμάνι, ή σε μια παρέα ηλικιωμένων που αράζει τεμπέλικα στον καλοκαιρινό ήλιο. Αλλά δεν μπορώ να μην εστιάσω και στα τοπία που περιβάλλουν αυτά τα πρόσωπα. Τελικά Γιάννη, υπάρχει ομορφιά εκεί έξω, εκεί που δεν το περιμένεις, αρκεί να έχεις ανοιχτά τα μάτια σου για να την προσέξεις. Ανοιγοκλείνεις μια φορά τα μάτια, και όλα μπορούν να χαθούν».

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.