Απόλυτη κατανόηση στους αλβανικούς ισχυρισμούς περί αλυτρωτισμού της ελληνικής εθνικής μειονότητας έδειχνε η CIA τη δεκαετία του ’90 παρέχοντας πλήρη στήριξη στα Τίρανα στη διένεξη με τη χώρα μας, με αφορμή την καταπάτηση των δικαιωμάτων της μειονότητας την εποχή εκείνη. Τρεις δεκαετίες μετά, το δυναμικό παρών και η θερμή υποδοχή, που επεφύλαξαν οι ομογενείς στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την επίσκεψη του στα χωριά της Βορείου Ηπείρου, αποδεικνύουν ότι το ελληνικό στοιχείο στην Αλβανία παραμένει ισχυρό παρά τις διώξεις, που έχει υποστεί κατά το παρελθόν στη γειτονική χώρα.
Η ιστορική αυτή πραγματικότητα καθόρισε το επίπεδο των ελληνοαλβανικών σχέσεων, κατά την πρώτη φάση της μετακομμουνιστικής εποχής, στην οποία το κλίμα μεταξύ Αθήνας και Τιράνων υπήρξε εξαιρετικά τεταμένο. Η αρχή της πτώσης του κομμουνισμού στην Αλβανία έγινε το Δεκέμβριο του 1990 με τις μεγάλες ταραχές στην κεντρική πλατεία των Τιράνων και την αποκαθήλωση του αγάλματος του Εμβέρ Χότζα μερικούς μήνες αργότερα να σηματοδοτούν το τέλος ενός αυταρχικού καθεστώτος, που καταπίεσε τους γηγενείς Ελληνες. Είχε προηγηθεί τον Ιανουάριο του 1991 το ταξίδι του τότε Ελληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο χωριό Δερβιτσάνη μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα.
Το ασταθές περιβάλλον των ελληνοαλβανικών σχέσεων εξελίχτηκε σε σοβαρή κρίση τον Απρίλιο του 1994 με αφορμή το αιματηρό επεισόδιο στο χωριό Επισκοπή στην περιοχή του Αργυροκάστρου. Ομάδα βαριά οπλισμένων μασκοφόρων επιτέθηκε σε κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων του αλβανικού στρατού σε απόσταση 4 χλμ. από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Από την επίθεση σκοτώθηκαν ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης, τραυματίστηκαν 3 στρατιώτες και πιο ελαφρά πολλοί άλλοι. Το επεισόδιο αυτό και η ανεξέλεγκτη τροπή, που μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα μεταξύ των δύο χωρών, οδήγησαν τη CIA στη σύνταξη απόρρητης έκθεσης με θέμα την Ελληνική Εθνική Μειονότητα, η οποία χαρακτηριζόταν ως «δυνητική» πηγή προβλημάτων.
Η απόρρητη έκθεση της CIA
Ειδικότερα, στις 30 Ιουνίου 1994 το γραφείο ευρωπαϊκής ανάλυσης των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών συντάσσει απόρρητο πληροφοριακό δελτίο για την Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Τιράνων το διάστημα εκείνο είχαν «επιδεινωθεί απότομα μετά τη βίαιη επίθεση στα σύνορα τον Απρίλιο, το τελευταίο περιστατικό εδώ και τρία χρόνια τεταμένων διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα έχει εντείνει τις κατηγορίες για αλβανική ΄καταστολή΄ της εθνικής ελληνικής μειονότητας ενώ τα Τίρανα φοβούνται ότι η Αθήνα έχει σχέδια για ελληνική μειονοτική περιφέρεια στη νότια Αλβανία».
Την περίοδο εκείνη πρωθυπουργός στην Ελλάδα είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου και πρόεδρος της Αλβανίας ο Σαλί Μπερίσα, για τον οποίο οι Αμερικανοί σημειώνουν, αναφορικά με την ελληνική θέση περί συστηματικής παραβίασης των δικαιωμάτων της μειονότητας, τα εξής: «Ο Αλβανός πρόεδρος Μπερίσα έχει επισημάνει, ωστόσο, ότι θα επικεντρωθεί στη νομοθεσία για τη διασφάλιση των εθνοτικών δικαιωμάτων και τη βελτίωση της επικοινωνίας της κυβέρνησης του με τη μειονότητα.
«Ο φόβος της Αλβανίας για τον ελληνικό αλυτρωτισμό έχει τροφοδοτηθεί κυρίως από την αποτυχία της Αθήνας να χαλιναγωγήσει τους ακραίους εθνικιστές, που επιδιώκουν να ξεσηκώσουν την ελληνική μειονότητα».
Αυτό ενίσχυσε τις υποψίες των Αλβανών ότι ο κύριος ελληνικός πολιτικός φορέας στην Αλβανία χειραγωγείται από την Ελλάδα. Μια διμερής κρίση για το μειονοτικό ζήτημα, που θα οδήγησε σε ελληνικά αντίποινα θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τη φιλοαμερικανική κυβέρνηση των Τιράνων προς όφελος των πρώην κομμουνιστών και να έχει περιφερειακές επιπτώσεις».
Τι ανέφεραν οι Αμερικανοί για την Ελλάδα
Από την άλλη πλευρά, «η ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου θεωρεί το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας ως το πιο εκρηκτικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η προσέγγιση είναι απίθανη χωρίς υποστήριξη της Δύσης ώστε να ξεπεραστεί η παραπληροφόρηση και οι βαθιές υποψίες και των δύο μερών». Στην έκθεση τους οι αναλυτές της CIA εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι για την επικίνδυνη κλιμάκωση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις εξαιτίας του επεισοδίου στην Επισκοπή. «Η επίθεση, η οποία ακολούθησε μια σύντομη ανάκαμψη των σχέσεων μετά την επιστροφή του Ελληνα πρωθυπουργού Παπανδρέου στην εξουσία, πυροδότησε νέους αλβανικούς ισχυρισμούς για ελληνικό αλυτρωτισμό και ελληνικές καταγγελίες για κακομεταχείριση της ελληνικής εθνικής μειονότητας από την Αλβανία». Νωρίτερα, η Αθήνα «είχε απελάσει 25.000-30.000 Αλβανούς εργάτες χωρίς χαρτιά, αφού τα Τίρανα απέλασαν έναν Ελληνα κληρικό, ο οποίος φέρεται να διένεμε επιστολές με αλυτρωτικό περιεχόμενο».
Στο μεταξύ, ενδιαφέρον έχει το σημείο της έκθεσης, που αναφέρεται στις συνθήκες διαβίωσης της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία. «Δε βρήκαμε καμία απόδειξη ότι τα Τίρανα χρησιμοποιούν συστηματική πολιτική εκφοβισμού της ελληνικής μειονότητας ή προσπαθούν να διώξουν τους Ελληνες από τη χώρα. Πράγματι, οι πληροφορίες, που έχουμε στη διάθεσή μας υποδηλώνουν ότι οι κατηγορίες της Αθήνας κατά των Τιράνων για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι στην πραγματικότητα, πιο ακραίες από τις καταγγελίες της ίδιας της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Ο Υπατος Αρμοστής για τις Μειονότητες Max Van der Stoel επισκέφθηκε την Αλβανία δύο φορές πέρυσι και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταχείριση της εθνικής ελληνικής μειονότητας ήταν σύμφωνη με τις προβλεπόμενες οδηγίες. Ο Van der Stoel ερεύνησε προσωπικά αρκετούς συγκεκριμένους ελληνικούς ισχυρισμούς και αργότερα είπε στην Αθήνα ότι οι καλύτερες οικονομικές ευκαιρίες στη νότια Αλβανία ενθαρρύνουν τη μετανάστευση από βορρά προς νότο, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη για ένα πρόγραμμα, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση για τη μετεγκατάσταση των Αλβανών σε εθνικοελληνικές περιοχές».
Καχύποπτοι παρουσιάζονται οι Αμερικανοί τη χρονιά εκείνη και για το ρόλο της «Ομόνοιας», της βασικής πολιτικής οργάνωσης των Ελλήνων ομογενών, που «διατηρεί επίσης δεσμούς με αρκετές ριζοσπαστικές ελληνικές οργανώσεις που ανοίγουν θέμα υπέρ της ένωσης της ΄Βορείου Ηπείρου΄ με την Ελλάδα. Αν και οι περισσότεροι ηγέτες της Ομόνοιας είναι μετριοπαθείς και πρόθυμοι να εργαστούν στο αλβανικό σύστημα, ορισμένοι - συμπεριλαμβανομένου ενός από τους έξι Ελληνες που συνελήφθησαν τον Απρίλιο - ζητούν ανοιχτά την ένωση της νότιας Αλβανίας με την Ελλάδα. Αρκετοί άλλοι από τους συλληφθέντες φαίνεται ότι διεξήγαγαν αλυτρωτικές δραστηριότητες, ωστόσο, και πρόσφατα τόνισαν σε συνέντευξη Τύπου ότι είναι ανεξάρτητοι από ‘εξωτερικές’ δυνάμεις και πιστοί στην αλβανική κυβέρνηση».
Τα δικαιολογημένα παράπονα των Ελλήνων
Στη σαφώς μονομερή αμερικανική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου εκείνης με τη CIA να καταγράφει την ξεκάθαρη υποστήριξη των αλβανικών θέσεων υπάρχει όμως και μία μικρή αναφορά για τη βασιμότητα των καταγγελιών της ελληνικής πλευράς. «Ωστόσο, ορισμένες καταγγελίες των Ελλήνων κατά των Τιράνων είναι θεμιτές, ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την υποεκπροσώπηση των Ελλήνων στην αστυνομία και τον στρατό. Οι Ελληνες της μειονότητας έχουν επίσης διαμαρτυρηθεί για την άρνηση της κυβέρνησης να επιστρέψει μεγάλες εκτάσεις γης, που προηγουμένως ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ορισμένα παράπονα - όπως η έλλειψη ελέγχου στις αποφάσεις για την εκπαίδευση και την τοπική αστυνομία - προέρχονται από τον συγκεντρωτισμό της διοικητικής εξουσίας σε αυτό το επίπεδο δημόσιας απασχόλησης. Αν και δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία, με βάση την εγγραφή ψηφοφόρων του Μαρτίου 1992, οι Ελληνες της μειονότητας είναι η μεγαλύτερη μειονότητα της Αλβανίας και πιθανώς αποτελούν περίπου το 3 έως 5 τοις εκατό του πληθυσμού, ή περίπου 100.000-150.000 άτομα».
Φόβοι για σοβαρή αστάθεια
Η έκθεση, η οποία αποδεσμεύτηκε το 2011, ολοκληρώνεται με την επισήμανση ότι σε αυτό το πλαίσιο είναι πιθανή μία σοβαρή αστάθεια στην περιοχή. «Αν η Αθήνα και τα Τίρανα δεν καταφέρουν να επαναφέρουν τις σχέσεις τους σε ομαλή τροχιά, ο ελληνικός μειονοτικός πληθυσμός της Αλβανίας θα μπορούσε να γίνει το επίκεντρο μιας σοβαρής -και αποσταθεροποιητικής- κρίσης μεταξύ των δύο χωρών. Ο πρόεδρος Μπερίσα έχει επισημάνει ότι θα καταβάλει προσπάθεια να καθησυχάσει τη μειονότητα ότι τα Τίρανα είναι προσηλωμένα στα εθνοτικά δικαιώματα, εστιάζοντας στη νομοθεσία για τη μειονότητα και αυξάνοντας τον αριθμό των επισκέψεων υψηλού επιπέδου στη μειονοτική περιοχή. Τέτοια μέτρα θα ήταν αποδεκτά τόσο από τους Ελληνες όσο και από τους Αλβανούς, οι οποίοι ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι οι εντάσεις μεταξύ των Τιράνων και της Αθήνας θα πυροδοτήσουν εθνοτικά προβλήματα στη χώρα τους».
Ωστόσο, «οι ανησυχίες των Τιράνων για τον αντιληπτό ελληνικό αλυτρωτισμό θα μπορούσαν να δελεάσουν τις αλβανικές Αρχές να περιορίσουν τις εθνικοελληνικές πολιτικές δραστηριότητες, κάτι που πιθανώς θα προκαλούσε αντίποινα από την Αθήνα, συμπεριλαμβανομένης της απέλασης μεγάλου αριθμού Αλβανών εργατών στην Ελλάδα. Η συνεχιζόμενη ένταση με την Ελλάδα θα είχε αρνητικό εσωτερικό αντίκτυπο στην Αλβανία. Το δέκα τοις εκατό του αλβανικού εργατικού δυναμικού αναζητά σήμερα εργασία στην Ελλάδα και η οικονομία της Αλβανίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις αποδοχές τους. Η απώλεια αυτών των εμβασμάτων και ο επαναπατρισμός των εργαζομένων θα μείωνε απότομα τα οικογενειακά εισοδήματα και θα ενίσχυε την ανεργία - η οποία υπολογίζεται ήδη σε δεκαοκτώ τοις εκατό. Ο συνεχιζόμενος ελληνικός αποκλεισμός της ΕΕ και άλλης ευρωπαϊκής βοήθειας θα περιέπλεκε το πρόγραμμα σταθεροποίησης των Τιράνων».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.