Μενού
pagkratidis
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης την ώρα της ανακοίνωσης της απόφασης | Τύπος της εποχής
  • Α-
  • Α+

Δίχως την παραμικρή αμφιβολία η υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη, του επονομαζόμενου και «Δράκου του Σέιχ Σου» είναι το μεγαλύτερο και πιο σκοτεινό θρίλερ στα αστυνομικά και δικαστικά χρονικά της χώρας. Ένας άνθρωπος συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για κάτι που ποτέ δεν έκανε. Ο ίδιος φώναζε πως ήταν αθώος ακόμα και τη στιγμή που στεκόταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι πολλά. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως αν δεν ήταν ο Παγκρατίδης ο «Δράκος» τότε ποιος ήταν; Και κυρίως: Γιατί έπρεπε να εκτελεστεί ο Παγκρατίδης στη θέση του;

Ο «Δράκος του Σέιχ Σου»

Μάρτιος του 1957. Μια καθηγήτρια του Αμερικανικού Κολεγίου κάνει βόλτα στο περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη όταν ξαφνικά ένας άγνωστος άνδρας, νεαρός και σωματώδης, της επιτίθεται για να τη βιάσει. Η γυναίκα καταφέρνει τελευταία στιγμή να του ξεφύγει. Κανείς δε δίνει σημασία σε ένα περιστατικό που δείχνει να είναι μεμονωμένο.

Τον Φεβρουάριο του 1958 και πάλι στο Σέιχ Σου και πάλι ένας νεαρός και σωματώδης άνδρας επιτέθηκε σε μια νεαρή γυναίκα. Αυτή τη φορά κρατάει πέτρα. Για καλή τύχη της γυναίκας, την ώρα της επίθεσης από το σημείο περνάει ένα αυτοκίνητο ο οδηγός του οποίου σταματάει για να δει τι συμβαίνει. Ο δράστης φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Και πάλι κανείς δε δίνει σημασία σε ένα γεγονός που θεωρείται (ξανά) μεμονωμένο.

Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς η σύζυγος ενός στρατιωτικού και ο σοφέρ – εραστής της βρίσκονται στην ίδια περιοχή. Τον Νοέμβριο σημειώνεται μια ακόμα επίθεση σε ζευγάρι. Τότε, για πρώτη φορά, ο διοικητής της αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, Νίκος Μουσχουντής, συνδέει όλα τα γεγονότα, υποπτεύεται πως πρόκειται για τον ίδιο δράστη και διατάσσει να αυξηθούν οι περιπολίες προκειμένου να τον συλλάβουν.

Τον Φεβρουάριο του 1959 ο 35χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η φίλη του, Ελεωνόρα Βλάχου δέχονται επίθεση. Ένας άγνωστος άνδρας τους χτυπάει με μια μυτερή πέτρα. Στόχος του είναι να τους σκοτώσει αφού σχεδόν όλα τα χτυπήματα είναι στο κεφάλι. Ο δράστης βιάζει την κοπέλα και θεωρώντας πως και οι δυο είναι νεκροί φεύγει. Το ζευγάρι, ωστόσο, με τη βοήθεια των γιατρών καταφέρνει να κρατηθεί στη ζωή. Εκείνη τη νύχτα το κρύο ήταν τόσο έντονο που εμπόδισε την ακατάσχετη αιμορραγία. Όταν συνήλθαν οι αστυνομικοί προσπάθησαν μάθουν περισσότερα στοιχεία. Το ζευγάρι, ωστόσο, δε θυμόταν καμία λεπτομέρεια που θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη στις έρευνες.

Στις 6 Μαρτίου 1959 ο ίλαρχος Κώστας Ραΐσης, 33 ετών, και η 23χρονη ερωμένη του Ευδοξία Παληογιάννη, εργάτρια του ζαχαροπλαστείου Φλόκα, βρέθηκαν νεκροί  στην περιοχή της Μίκρας. Ο ιατροδικαστής έκρινε πως το όπλο του εγκλήματος ήταν μια μυτερή πέτρα. Το κορίτσι όπως και στην περίπτωση της Ελεωνόρας Βλάχου είχε βιαστεί με αδιανόητο μένος από τον δράστη. Το αυτοκίνητο του ζευγαριού εντοπίστηκε περίπου 60 μέτρα μακριά από το σημείο που βρέθηκαν τα δυο πτώματα. Στο εσωτερικό του βρέθηκε αίμα τριών ανθρώπων. Διαπιστώθηκε πως ήταν του ίλαρχου, της Ευδοξίας και ενός τρίτου ατόμου. Πιθανότατα του δράστη.

Στις 3 Απριλίου του 1959, ένας άγνωστος άνδρας, ηλικίας περίπου 25 ετών,  μπήκε στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και δολοφόνησε με μια πέτρα την 25χρονη νοσηλεύτρια Μελπομένη Πατρικίου. Στα χέρια του θύματος βρέθηκαν τρίχες του δράστη αλλά αυτή τη φορά βιασμός δεν υπήρχε. Φεύγοντας από τη σκηνή του εγκλήματος ο δράστης έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη Φανή Τσαμπάζη, η οποία ήταν συγκάτοικος με το θύμα. Ο δράστης επιχειρεί να τη σκοτώσει και αυτή αλλά οι φωνές της τον έκαναν να φύγει γρήγορα. Οι ειδικοί είπαν πως στην πραγματικότητα η κοπέλα τη γλίτωσε επειδή ο δράστης είχε ξεσπάσει τη μανία του στην άτυχη Μελπομένη. Η Τσαμπάζη ήταν η πρώτη που τον είδε. Στην κατάθεσή της έκανε λόγο για έναν μελαχρινό νεαρό άντρα ύψους 1,70 – 1.72, με στρογγυλό πρόσωπο και πλούσια μαλλιά, μεγάλες πλάτες και χέρια δυνατά.

Είναι ξεκάθαρο πλέον πως στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης δρα ένας εξαιρετικά επικίνδυνος κακοποιός. Οι κάτοικοι ζουν σε καθεστώς τρόμου. Οι εφημερίδες κάνουν λόγο για τον «Δράκο του Σέιχ Σου» και η αστυνομία τον επικηρύσσει για 100.000 δραχμές.

Η υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη

Στις 22 Μάη του 1963 ο βουλευτής της ΕΔΑ, Γρηγόρης Λαμπράκης, μίλησε σε μια εκδήλωση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το πολιτικό κλίμα της εποχής είναι εκρηκτικό. Βγαίνοντας από τον χώρο που είχε πραγματοποιήσει την ομιλία του ο Λαμπράκης θα δεχθεί δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς. Κανείς από τους εκατοντάδες αστυνομικούς που ήταν εκεί δεν έσπευσε να συλλάβει τους δράστες. Το έκανε ένας πολίτης. Ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, ο επονομαζόμενος και Τίγρης ο οποίος παρέδωσε τους δυο δράστες σε έναν τροχονόμο. Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ όπου πέθανε τέσσερις ημέρες αργότερα.

Η αστυνομία της πόλης βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Από τη μια φαίνεται πως ήταν συνεργός ή/και συνένοχος στη δολοφονία ενός μέλος του κοινοβουλίου και από την άλλη έμοιαζε ανίκανη να συλλάβει επιτέλους τον «Δράκο του Σέιχ Σου».

Τη νύχτα της 7ης Δεκεμβρίου του 1963 ένας μεθυσμένος άνδρας, πηδάει τη μάντρα του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», μπαίνει στο εσωτερικό του ιδρύματος και ξαπλώνει δίπλα σε μια 12χρονη τρόφιμο. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Το κοριτσάκι ξύπνησε και έντρομο έβαλε τις φωνές. Ο άνδρας αρχίζει να τη θωπεύει και όταν είδε πως η μικρή δε σταματάει να φωνάζει της λέει «καλά, καλά. Μη φωνάζεις. Φεύγω». Λίγο αργότερα η αστυνομία συλλαμβάνει στο σπίτι του τον Αριστείδη Παγκρατίδη.

Η αστυνομία είχε βρει την ευκαιρία που έψαχνε. Αν και ο Παγκρατίδης δεν ταίριαζε με καμία από τις περιγραφές που είχαν δοθεί (ούτε 25αρης ήταν, ούτε σωματώδης), μετά από επτά ημέρες βασανιστικών ανακρίσεων ομολογεί πως αυτός είναι ο «Δράκος του Σέιχ Σου». Η αστυνομία της Θεσσαλονίκης είχε πετύχει αυτή τη μεγάλη επιτυχία που έψαχνε. Λίγες ημέρες μετά ο Παγκρατίδης μέσω των συνηγόρων του ανακαλεί την ομολογία του αλλά, πλέον, είναι πολύ αργά. «Πέντε μέρες είχα να φάω και να πιω νερό. Βαρέθηκα και πήρα τα εγκλήματα επάνω μου», είπε αργότερα. Ανακριτές του Παγκρατίδη ήταν κάποιοι ασφαλίτες που στα χρόνια της χούντας ήταν από τους πλέον διαβόητους βασανιστές του στρατιωτικού καθεστώτος.

Ο Παγκρατίδης, αρχικά (τον Οκτώβριο του 1964) θα καταδικαστεί σε κάθειρξη 9 ετών, 5ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα για την υπόθεση της «απόπειρας βιασμού» της 12χρονης. Ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας που ερεύνησε σε βάθος την υπόθεση Παγκρατίδη και έγραψε και σχετικό βιβλίο είχε πει πως «ο Παγκρατίδης μπήκε εκεί γιατί κάποιος του είπε πως οι νοσοκόμες έψαχναν για άνδρες. Ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Κανείς βιαστής δεν πέφτει στο κρεβάτι για να κοιμηθεί».

Αυτά ήταν... λεπτομέρειες. Ακολουθεί η δίκη του «Δράκου». Εκεί θα καταθέσουν πολλοί άνδρες με τους οποίους ο Παγκρατίδης είχε συνευρεθεί ερωτικά, έναντι αμοιβής, ενώ ήταν ακόμα ανήλικος (άλλες εποχές...). Θα καταθέσουν πως είναι άκακος και πως δε θα πειράζει ούτε μυρμήγκι. Ο Παγκρατίδης ζούσε από μικρός στα όρια της ανέχειας. Πουλούσε το κορμί του για να κερδίζει ένα πιάτο φαγητό. Ήταν, όμως, και ομορφόπαιδο και αυτό «τραβούσε» άνδρες και γυναίκες «πελάτες».

Ο Παγκρατίδης την εποχή των φόνων ήταν 17 ετών. Μικροκαμωμένος. Ο δράστης, σύμφωνα με τις περιγραφές ήταν σωματώδης ίσως και μεγαλύτερος από 25. Οι διαφορές είναι τεράστιες. Ο Παγκρατίδης έδειξε να αγνοεί σημαντικές πτυχές των εγκλημάτων. Δεν ήξερε καν που είχαν βρεθεί τα θύματα. Οι αστυνομικοί του έδειχναν και εκείνος επιβεβαίωνε.

Στη διάρκεια της δίκης αποδείχθηκε ξεκάθαρα πως ο Παγκρατίδης δεν ήταν ένας ψυχρός serial killer. Ένας φτωχοδιάβολος ήταν που πουλούσε το κορμί του για ένα πιάτο φαγητό. Ήταν όλα τόσο εξόφθαλμα που όλοι θεωρούσαν δεδομένο πως ο Παγκρατίδης θα αθωωθεί. Ακόμα και ο ιατροδικαστής Καψάσκης που είχε μετατρέψει τη δολοφονία Λαμπράκη σε... τροχαία, αρνήθηκε να χρεώσει στον Παγκρατίδη τους φόνους. Το δικαστήριο διέκοψε την κατάθεσή του! «Όσο είσαι εσύ ''Δράκος'' άλλος τόσο είναι και ο Παγκρατίδης», είχε πει σε έναν δημοσιογράφο εκείνη την εποχή.

Πέρα από όλα αυτά, ωστόσο, για τα οποία ο καθένας θα μπορούσε να πει πως ήταν υποκειμενικά, υπήρχαν και τα αντικειμενικά: Η μοναδική μάρτυρας που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον «Δράκο», η Τσαμπάζη, κατέθεσε πως δεν αναγνωρίζει τον Παγκρατίδη ως τον άνθρωπο που της επιτέθηκε. Στη δολοφονία του ίλαρχου και της συντρόφου του είχε βρεθεί αίμα του δράστη. Η σύγκριση έδειξε πως άνηκε στον Παγκρατίδη το αίμα. Το αυτοκίνητο του ζευγαριού είχε μετακινηθεί για δεκάδες μέτρα από το σημείο της δολοφονίας. Ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί.

Ποιος ήταν ο πραγματικός «Δράκος του Σέιχ Σου»;

Αυτά και άλλα τόσα στοιχεία έκαναν τον εισαγγελέα στην αγόρευση του να ζητήσει μεν την ενοχή του Παγκρατίδη αλλά να ζητήσει και την επιβολή ισόβιας κάθειρξης. Ο εισαγγελέας είπε επίσης πως το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης ήταν αναρμόδιο να κρίνει την υπόθεση και πρότεινε στους δικαστές την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο.  Το αίτημα απορρίφθηκε. Όπως απορρίφθηκε και η αίτηση των συνηγόρων του Παγκρατίδη. Όπως απορρίφθηκαν και τουλάχιστον άλλα δέκα αιτήματα που κατέθεσαν στο δικαστήριο μέχρι που τελικά αναγκάστηκαν να παραιτηθούν επειδή ο πρόεδρος διέκοπτε χωρίς λόγο τις τοποθετήσεις τους.

Ήταν ξεκάθαρο, ωστόσο, πως δεν έφτανε απλά να καταδικαστεί ο Παγκρατίδης. Έπρεπε να πεθάνει.Ο λόγος ήταν απλός: Έπρεπε να κλείσει οριστικά η υπόθεση και να γλιτώσει ο πραγματικός «Δράκος του Σέιχ Σου».

Η έρευνα απέδειξε πως δράστης ήταν ο γόνος μιας πλούσιας οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Η βίλα τους ήταν στην περιοχή του Σέιχ Σου. Μετά την καταδίκη και την εκτέλεση του Παγκρατίδη οι γονείς του τον έστειλαν στο εξωτερικό μαζί με τον οδηγό της οικογένειας που ήταν ο συνεργός του. Ο οδηγός έβρισκε τα υποψήφια θύματα και έκανε την πρώτη επίθεση και ο γόνος της πλούσιας οικογένειας σκότωνε και βίαζε τα θύματα του. Ήταν ένας ψυχρός, νεκρόφιλος, serial killer που εκμεταλλεύτηκε ένα σάπιο σύστημα για να συνεχίσει να κάνει τη... «μεγάλη ζωή» που έκανε και πριν.

Ο αδελφός του Αριστείδη, Παγκράτης Παγκρατίδης στην κατάθεσή του στο δικαστήριο,  κατονόμασε ως δράστη των εγκλημάτων τον Αίαντα Σκλαβούνο, γιό του μεγαλογιατρού και καθηγητή Πανεπιστημίου, Γεώργιου Σκλαβούνου. Σύμφωνα με την επώνυμη καταγγελία «ο Αίαντας Σκλαβούνος, ήταν σχιζοφρενής και κατοικούσε εκείνη την περίοδο στη μονοκατοικία της οικογένειας πλάι στο δάσος του Σέιχ Σου και ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τις δολοφονικές επιθέσεις». Το δικαστήριο ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη καταγγελία χαρακτηρίζοντάς την ως «μη έχουσα άμεσο σχέση με τη δίκη»!

Αντίθετα, ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ο Αρίστος όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 16 Φεβρουαρίου 1966, μετά από δυο χρόνια στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, οδηγήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Μέχρι την τελευταία στιγμή φώναζε για την αθωότητά του. «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…»  ήταν τα τελευταία του λόγια. Η μητέρα του Παγκρατίδη δεν είχε ειδοποιηθεί. Της μετέφερε τα κακά μαντάτα ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας ο οποίος ποτέ δε σταμάτησε να ερευνά τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Το 2006 εξέδωσε το βιβλίο: «Ο δράκος που διέφυγε. Υπόθεση Παγκρατίδη: μια αστυνομική πλεκτάνη, μια δικαστική πλάνη, μια άδικη εκτέλεση» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Η έρευνα του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια. «Είναι άτιμο πράγμα η συνείδηση, σε τρώει. Ο ταγματάρχης Κώστας Αντωνίου και τότε Διευθυντής της Σήμανσης Θεσσαλονίκης, λίγο πριν πεθάνει ομολόγησε τα πάντα. Φώναξε την κόρη του και της είπε: ''Λίγο πριν βγει η ψυχή μου πρέπει να σου πω μια αλήθεια. Μας δώσανε εντολή και βγάλαμε δράκο έναν αθώο. Ήταν αθώος ο Παγκρατίδης''! Ήρθε και με βρήκε εκείνη και μου το είπε. Ήξερε για την έρευνά μου. Ο πατέρας της είχε κάνει αγώνα 2,5 ετών και είχε όλα τα στοιχεία εκείνα που αθώωναν τον Αρίστο. Δεν έγιναν δεκτά».

Και εκεί που όλοι θεωρούσαν πως «Δράκος του Σέιχ Σου» ήταν ο γιος του γιατρού, ο δημοσιογράφος έκανε την μεγάλη ανατροπή και ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός «Δράκος». Του την είχε αποκαλύψει τον Μάη του 1988 ένας απόστρατος της χωροφυλακής ο οποίος του είχε τηλεφωνήσει για να του πει την αλήθεια. Ο Τσαρούχας στο βιβλίο του μετέφερε ακριβώς τα λόγια του «Το ‘χω βάρος στη συνείδησή μου, θέλω να σου μιλήσω. Πρέπει και θέλω να σου πω την αλήθεια. Ακόμα και σήμερα φοβάμαι. Έχω και κάποια εγγόνια, άστα να είναι ήσυχα… Είχαμε εντολή να τον βγάλουμε δράκο. Τον λυπόταν η ψυχή μου αλλά η εντολή ήταν από ψηλά.

Οι δράστες των εγκλημάτων που αποδόθηκαν στον δράκο του Σέιχ Σου ήταν δύο άτομα. Ήταν ένας μεγαλόσχημος επιχειρηματίας με συνεργάτη του στα εγκλήματα τον οδηγό του. Ήταν διεστραμμένος άνθρωπος. Νεκρόφιλος. Ο οδηγός χτυπούσε με την πέτρα, σκότωνε τα θύματα κι αυτός μετά ασελγούσε πάνω στις γυναίκες.

Το μαύρο ζιβάγκο που χαρακτήριζε τον δράκο το φορούσε ο οδηγός. Τη νοσοκόμα ένας τη σκότωσε γιατί ο βιομήχανος έφυγε τότε στο εξωτερικό και άφησε τον οδηγό του να δράσει για να έχει ακλόνητο άλλοθι. Κι εκεί δεν υπήρξε συνουσία, αν θυμάσαι… Μέσα σε μια βδομάδα άσπρισαν τα μαλλιά μου. Εκτέλεσαν για δράκο έναν πεινασμένο και ανίκανο να πειράξει κουνούπι».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.