Την περίοδο του Μεσοπολέμου η Ελλάδα αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό και πολιτισμικό μωσαϊκό. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία «έφεραν» μαζί τους νέα στοιχεία που σύντομα έγιναν κομμάτι της καθημερινότητας, στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν. Ένας από τους τομείς που επηρέασαν και ουσιαστικά καθόρισαν ήταν κι εκείνος της μουσικής. Νέοι ήχοι «παντρεύτηκαν» και σταδιακά δημιουργήθηκαν καινούριοι. Το πιο χαρακτηριστικό είδος αυτού του παντρέματος ήταν το ρεμπέτικο, που με πρωτεύουσα τον Πειραιά, άρχισε να εξαπλώνεται έστω και αν η φήμη που το συνόδευε δεν το άφηνε να «μπει» σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 θα δημιουργηθεί στα περίχωρα του Λιμανιού και η πρώτη -νόμιμη και επαγγελματική- κομπανία, με μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Είναι η περίφημη «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιά» που συστάθηκε από τους αποτελούμενη από τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά. Όλοι τους ξακουστοί μουσική εκείνη την περίοδο, που με εξαίρεση τον τελευταίο κατάφεραν αφήσουν ανεξίτηλη την υπογραφή τους στην ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Εμείς όμως δεν θα ασχοληθούμε με τους τρεις πρώτους, που στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν ακόμη πιο γνωστοί, αλλά με τον τέταρτο. Το «Αρτεμάκι» όπως ήταν το παρατσούκλι του ή Ανεστάκι, όπως θα τον συναντήσουμε σε πολλές αναφορές της εποχής.
Ο Ανέστος Δελιάς, ήταν και ο μόνος από την τετράδα που δεν κατάφερε να νικήσει τους προσωπικούς του δαίμονες και να κάνει κι εκείνος τη διαδρομή που θα μπορούσε -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όλων όσοι τον γνώρισαν- στη μουσική. Ο Δελιάς, βρέθηκε μια μέρα σαν σήμερα, στις 31 Ιουλίου του 1944, μέσα στην κατοχή, νεκρός σε ένα καροτσάκι έχοντας στα χέρια του το μπουζούκι του. Ο εθισμός του στα ναρκωτικά και ιδιαίτερα στην ηρωίνη, είχε αποβεί μοιραίος...
Δεξιοτέχνης με παρότρυνση του Βαμβακάρη
Ο Αναστάσιος Δέλλιος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, καταγόταν από μουσική οικογένεια της Σμύρνης, ήρθε στην Ελλάδα το 1920 και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Δραπετσώνα. Ο Δελιάς έπαιζε κιθάρα ώσπου ο Βαμβακάρης τον ανακάλυψε τυχαία, γύρω στα 1930, και του σύστησε το μπουζούκι στρέφοντάς τον οριστικά προς το τετράχορδο.
«Ήταν ένα παιδάκι και καθόταν εκεί στο Καστράκι, εκεί που καθόνταν οι πρόσφυγες. Εκεί υπήρχανε όλοι οι τεκέδες. Επηγαίναμε κι αυτός λοιπόν ετραβιότανε με τους τεκέδες κι έπαιζε κατ' αρχήν κιθάρα. Εγώ τον έβαλα μπροστά να μάθει μπουζούκι, κι όπως και έμαθε. Αυτός ήταν πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε» έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Τετράς η Ξακουστή του Πειραιά
Κομβικό ρόλο στη δημιουργία της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας έπαιξε ο Σπύρος Περιστέρης, ο μικρασιάτης μουσικός και συνθέτης που είχε πείσει και τον Μάρκο βαμβακάρη να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Εκείνος, λοιπόν, κατάφερε να πείσει τον Μάρκο, τον αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία Γιώργο Μπάτη (Αμπάτης το επώνυμο του), τον Στράτο Παγιουμτζή, αλλά και τον Δελιά να παίξουν μαζί.
Εκείνη την περίοδο στο καφενείο η Μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιά, παίζει η Σμυρναίικη Κομπανία με τους Σπύρο Περιστέρη, Κώστα Νούρο, Στελλάκη Περπινιάδη, Γιώργο Κάβουρα, Κώστα Αγορόπουλο, Λεονταρίτη (πολίτικη λύρα) κ.ά. Η κομπανία προσελκύει πρόσφυγες που ακούν αμανέδες και ρεμπέτικα τραγούδια της Σμύρνης με σαντουροβιόλια. Με τη συμβολή του Περιστέρη πείθεται ο Σαραντόπουλος να καλέσει την Τετράδα του Πειραιά να παίξει επαγγελματικά ρεμπέτικα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες.
«Ο πόνος τους πρεζάκια»
Εκεί, ο Ανέστος παρουσίασε τα πρώτα του τραγούδια, τα οποία μπήκαν στη δισκογραφία τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσά τους και «Ο πόνος του πρεζάκια», ένα τραγούδι προφητικό για τον ίδιο.
Ο Ανέστης Δελιάς δεν ηχογράφησε πολλά τραγούδια, διότι όπως ο Γιώργος Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς και άλλοι σταμάτησαν το 1937, όταν ο Μεταξάς επέβαλε λογοκρισία, την οποία δεν μπορούσαν να ανεχτούν. Τα γνωστότερα τραγούδια του: «Αθηναίισσα», «Έκανες τη φιγούρα σου μάγκα στη γειτονιά μου», «Για ένα παλιό σακάκι», «Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα», «Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Tο παράπονο του πρεζάκια», «Ο Νίκος (Μάθεσης) ο Τρελλάκιας», «Όταν μπουκάρω στον τεκέ», «Πάρε ένα γυαλί και κόψε το λαιμό σου», «Η πρέζα», «Μάγκα μου το μαχαίρι σου» (ή «Φιγουρατζής» ή «Το κουτσαβάκι»), «Μέσα στης Πόλης το χαμάμ» (ή «Το χαρέμι στο χαμάμ»), κ.ά.
Εξόριστος στην Ίο
Όπως θα δείτε και στη συνέχεια, ο Δελιάς έμπλεξε με την ηρωίνη όταν γνώρισε μια γυναίκα. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των φίλων του, δεν κατάφερε να απεμπλακεί.
Μάλιστα το 1938 εξορίστηκε στην Ίο ως τοξικομανής. Εκεί όμως με την προτροπή του - επίσης εξόριστου στην Ίο - Γενίτσαρη θα ξεμπλέξει προσωρινά από την ηρωίνη. Όταν, δε, θα επιστρέψει από την εξορία θα πάει με τη Νταίζη Σταυροπούλου στη Θεσσαλονίκη όπου και θα δούλεψε για μικρό διάστημα.Θα επιστρέψει όμως στην και στην ηρωίνη, που έμελε και να τον σκοτώσει, παρότι με τη βοήθεια του Παγιουμτζή και του Γκόγκου είχε καταφέρει και πάλι να την κόψει για ένα μικρό διάστημα.
Με την Ελλάδα να είναι πλέον σε πόλεμο και την Κατοχή να ρημάζει κάθε γωνιά της χώρας, ο Δελιάς θα φύγει από τη ζωή. Θα εντοπιστεί νεκρός έξω από έναν καφενέ κοντά στη Βαρβάκειο,. Ήταν μέσα σε ένα καροτσάκι και στα χέρια του κρατούσε το μπουζούκι του...
Η γνωριμία που τον έριξε στα ναρκωτικά
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ο Δελιάς μπήκε στα σκληρά ναρκωτικά και συγκεκριμένα στην ηρωίνη, όταν γνώρισε την Κούλα, μια γυναίκα από τις κακόφημες συνοικίες των Βούρλων, με το παρατσούκλι Σκουλαρικού, που θρυλείται πως είναι εκείνη που τον έμπλεξε. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη, στον Λευτέρη Παπαδόπουλος. Αντιγράφουμε όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε το βιβλίο του δεύτερου «Να συλληφθεί το ντουμάνι». Λέει λοιπόν ο περίφημος μπουζουξής και τραγουδιστής που είχε τα παρατσούκλια Αριστοκράτης και Μπούμπης: «Ο Ανέστης Δελιάς ήταν μπουζουκάκι καλό, είχε και στοματάκι, ήταν ωραίος. Είχε μια γκόμενα πουτάνα, στα Βούρλα. Αυτή ήταν πρεζού. Έκανε βίζιτες, να πούμε, αλλά δεν ήθελε να την πάρουνε χαμπάρι. Και αυτός ο ηλίθιος, να πούμε, δεν την είχε καταλάβει. Και μένανε σε ένα παραγκάκι στα Χιώτικα. Στον Άγιο Διονύση. Εκεί που είναι τα Βούρλα, από κάτω ήταν τα Χιώτικα, που λέγανε.
Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του 'βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Με το που έκανε να αρχίσει να κοιμάται, του 'βαζε το χωνάκι. Έτσι την έπαιρνε την πρέζα αυτός. Μία, δύο, τρεις, πέντε. Δεν το καταλάβαινε. Η ηρωίνη τώρα, αν την πιεις πέντες φορές τσιμπήθηκες. Την άρπαξες. Την τέταρτη φορά, λοιπόν, σηκώθηκε, κρυάδες, κομάρες, ρίγους, η κοιλιά του τον πόναγε. Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει, μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι' αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιλούλα μήπως γίνω και πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δύο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια...».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.