«Δεν είμαι Χριστός, ούτε φιλάνθρωπος. Είμαι το αντίθετο του Χριστού. Μάχομαι για τα πράγματα που πιστεύω με όλα τα όπλα που έχω στη διάθεση μου και προσπαθώ να σκοτώσω τον αντίπαλο ώστε να μη βρεθώ σταυρωμένος σε έναν σταυρό ή οπουδήποτε αλλού» έλεγε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα το 1956. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην επανάσταση και τελικά θυσιάστηκε για αυτή. Μια ημέρα σαν σήμερα. Πριν από 56 χρόνια.
«Ρίξε δειλέ, θα σκοτώσεις έναν άνθρωπο»
Αργεντινός με ιρλανδικές ρίζες και με μητέρα μια δυναμική γυναίκα αριστερών καταβολών. Το αίμα το Ερνέστο Γκεβάρα είχε αυτό το «κάτι» που μετατρέπει τους απλούς ανθρώπους σε ήρωες. Είναι σαν «αυτά τα δέντρα που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό» που έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη». Ο Ερνέστο θα μπορούσε να έχει μια εύκολη ζωή μέσα στις ανέσεις. Δεν του ταίριαζε, όμως. Πήρε τη μοτοσικλέτα του και ταξίδεψε στη Λατινική Αμερική για να βρεθεί δίπλα στους φτωχοδιάβολους που είχαν ανάγκη των ιατρικών του γνώσεων.
Τότε ήταν που ξύπνησε ο επαναστάτης μέσα του. Τότε ήταν που ονειρεύτηκε για πρώτη φορά μια ενωμένη Λατινική Αμερική απέναντι στις «ιμπεριαλιστικές» Ηνωμένες Πολιτείες, σαν άλλος Σιμόν Μπολιβάρ. Η γνωριμία του με τον Φιντέλ Κάστρο ήταν καθοριστική. Δυο «φωτιές» έσμιξαν και δημιούργησαν μια μεγάλη και ανεξέλεγκτη πυρκαγιά που κατέκαψε το δικτατορικό καθεστώς του Μπατίστα στην Κούβα. Οι δυο τους, μαζί με μια χούφτα ακόμα αντάρτες, μέσα από τα δυσπρόσιτα βουνά της Σάντα Κλάρα, έφεραν στο Νησί την Επανάσταση.
Όταν την έφεραν, ο κομαντάντε «Τσε» φόρεσε το υπουργικό κοστούμι αλλά όχι για πολύ. Ούτε αυτό του ταίριαζε. Το πέταξε γρήγορα, έβαλε τη χακί φόρμα εργασίας και βρέθηκε δίπλα στο εργάτες της Γης, για να μαζέψει μαζί τους τα ζαχαροκάλαμα. «Βουτήχτηκε» μέσα στο γράσο για να δείξει με πράξεις στους εργάτες στα εργοστάσια πώς φτιάχνονται οι μηχανές και πώς πρέπει να τις δουλεύουν. Έκανε πολλά. Έκανε σχεδόν τα πάντα. Έκανε και λάθη. Θα έκανε και άλλα τόσα αλλά δεν μπορούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό του.
Δεν ήταν πολιτικός. Δεν ήταν γραφιάς. Ήταν επαναστάτης και αυτή του την ταυτότητα θα υπηρετούσε μέχρι τέλους. Παράτησε τα πάντα και συνέχισε τον δρόμο του. Έφτασε μέχρι τη Βολιβία για να μπορέσει να στήσει και εκεί ένα αντάρτικο, απέναντι σε μια άλλη χούντα. Εκεί, όμως, τον περίμενε ο θάνατος. Δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Δεν τα είχε ζυγίσει καλά. Και πήγαν και όλα στραβά. Ο Γκεβάρα βρέθηκε περικυκλωμένος από εχθρούς αλλά ακόμα και όταν τραυματίστηκε δεν τα παράτησε.
Δεν τα παράτησε ακόμα και όταν έμεινε χωρίς φάρμακα για το άσθμα του και αναγκάστηκε να χτυπάει το στήθος του με το κοντάκι του όπλου για να ανοίγει ο θώρακάς του στιγμιαία και να μπορεί να παίρνει ανάσες.
Ο δικτάτορας της Βολιβίας Ρενέ Μπαριέντος, με τη στήριξη της CIA, ζήτησε από τις ένοπλες δυνάμεις το κεφάλι του «Τσε» για να το κρεμάσει στον κεντρικό φανοστάτη της Λα Παζ. Και όλοι ξεχύθηκαν στο κυνήγι του κομαντάντε ο οποίος δεν είχε καν τη στήριξη από το τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Στις 8 Οκτωβρίου 1967 συλλαμβάνεται μετά από σύντομη μάχη. Ήταν τραυματισμένος και εξαντλημένος αλλά με το ντουφέκι στο χέρι. Την επόμενη ημέρα, μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 56 χρόνια, ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα εκτελέστηκε με εντολή του πράκτορα της CIA Φέλιξ Ροντρίγκεζ.
Αυτός που πάτησε τη σκανδάλη ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν που «πάλεψε» για να έχει την «τιμή» να πατήσει τη σκανδάλη. Όταν μπήκε μέσα, ωστόσο, και είδε τον Τσε, κατέβασε το βλέμμα του. «Ρίξε δειλέ, θα σκοτώσεις έναν άνθρωπο» του είπε εκείνος για να του δώσει «θάρρος». Αυτά ήταν και τα τελευταία του λόγια. Στη συνέχεια το άψυχο σώμα του Γκεβάρα επιδείχθηκε σαν τρόπαιο.
Ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο.
Το πρόσωπό του (η θρυλική φωτογραφία του Αλμπέρτο Κόρδα) έγινε σύμβολο αντίστασης, εξέγερσης, επανάστασης και συνόδευσε τους αγώνες για ελευθερία και δικαιώματα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ακόμη και όσοι διαφωνούσαν με τις κομμουνιστικές του ιδέες αναγνώρισαν την ακεραιότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διέκρινε.
Η γυναίκα που εκδικήθηκε τη δολοφονία του
Πρωταγωνίστρια της ιστορία που θα διαβάσετε στη συνέχεια είναι η Μόνικα Ερτλ. Ο πατέρας της, Χανς Ερτλ, ήταν ένας από τους βασικούς κινηματογραφιστές του Αδόλφου Χίτλερ. Ήταν ο επικεφαλής κάμεραμαν του κινηματογραφικού συνεργείου της Λένι Ρίφενσταλ, της εμβληματικότερης ναζίστριας σκηνοθέτριας.
Όταν, απογοητευμένος για την αντιμετώπιση που είχε από το ναζιστικό καθεστώς, ο Χανς Ερτλ αποφάσισε να μετακομίσουν οικογενειακώς στη Λατινική Αμερική η, τότε, 17χρονη Μόνικα ήρθε σε επαφή με έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο και πήρε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο από αυτόν που ήλπιζε, ο πατέρας της, να πάρει.
Αρχικά ήρθε σε επαφή με περιφερειακά μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού της Βολιβίας (Ejército de Liberación Nacional), που δημιούργησε ο ίδιος ο Τσε το 1966. Σύντομα εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι για να βγει στην παρανομία. Εκεί, μάλιστα, απέκτησε και το ψευδώνυμο «Ιμίλα η Ινδιάνα»!
Σύντομα αποκτά φήμη και οι σύντροφοί της λένε για αυτή «πως δε γνωρίζει φόβο». Γνωρίζει και ερωτεύεται τον Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, γνωστό με το ψευδώνυμο «Ίντι», στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας που συμμετείχε στην ομάδα που προετοίμασε την έλευση του Γκεβάρα στη χώρα.
Η είδηση της εκτέλεσης του Τσε πέφτει σαν κεραυνός. Η Μόνικα συγκλονισμένη ορκίζεται να εκδικηθεί τον θάνατο του Αργεντινού επαναστάτη. Το μίσος της μεγαλώνει όταν δυο χρόνια αργότερα εκτελείται από στρατιωτικούς και ο αγαπημένος της.
Κοινό πρόσωπο σε αυτές τις δυο εκτελέσεις ο συνταγματάρχης του βολιβιανού στρατού Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα. Η έκθεση του μετά από τις δυο αυτές υποθέσεις είναι μεγάλη και η κυβέρνηση της χώρας, για να τον προστατέψει, τον τοποθετεί γενικό πρόξενο της Βολιβίας στο Αμβούργο της Γερμανίας. Όταν το έμαθε αυτό η Μόνικα, θεώρησε πως είναι η ευκαιρία που έψαχνε. Επιστρέφει στη Γερμανία και την Πρωταπριλιά του 1971, φοράει τα καλά της ρούχα, ψηλοτάκουνες γόβες, χτενίζεται, βάφεται και πηγαίνει στο προξενικό γραφείο. Χτυπάει την πόρτα και μπαίνει στο γραφείο του Κιντανίλια.
«Ονομάζομαι Μόνικα Ερτλ. Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύσαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε».
Ο πρόξενος εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, υπόσχεται πως θα τη βοηθήσει και της προτείνει να τον συνοδεύσει για ένα ποτό. Της δίνει και την κάρτα του. Πλέον, η Μόνικα δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία πως είναι αυτός. Χαμογελάει και ψύχραιμα βγάζει από την τσάντα της ένα πιστόλι τύπου colt cobra 38 special.
Μερικές στιγμές αργότερα ο γενικός πρόξενος της Βολιβίας έπεφτε νεκρός μέσα στο γραφείο του, καθώς είχε δεχθεί τρεις σφαίρες στο στήθος. Η Μόνικα εξαφανίζεται και δίπλα του αφήνει την «υπογραφή» της. Το όπλο, μια ξανθιά γυναικεία περούκα κι ένα σημείωμα που έγραφε «Victoria o muerte» (νίκη ή θάνατος).
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.