Μενού
lennon
Λένον, Τσάπμαν και το όπλο του εγκλήματος | Associated Press
  • Α-
  • Α+

Δολοφονούνται οι θρύλοι; Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Με την έννοια της φυσικής εξόντωσης προφανώς και «ναι». Μήπως, όμως, αυτή η φυσική εξόντωση απλά μεγαλώνει τον θρύλο κάποιου ανθρώπου και, τελικά, τον κάνει αθάνατο; Πρόσφατα οι Beatles κυκλοφόρησαν ένα νέο τραγούδι. Πώς γίνεται αυτό θα αναρωτηθεί κάποιος; Γίνεται. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης όλα γίνονται (καλά ή κακά). Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Είδα μια φωτογραφία, μια «κοινή» φωτογραφία των τεσσάρων «σκαθαριών». Του Πωλ ΜακΚάρτνεϋ, του Ρίνγκο Σταρ, του Τζορτζ Χάρισον και του Τζον Λένον. Ο νεότερος ήταν ο Λένον. Δε γέρασε ποτέ. Και δε γέρασε όχι επειδή δολοφονήθηκε μια ημέρα σαν σήμερα σε ηλικία 40 ετών. Δε γέρασε επειδή δε γίνεται να δολοφονήσεις έναν θρύλο.

Η δολοφονία που συντάραξε τον πλανήτη

Το πρωί της Δευτέρας 8ης Δεκεμβρίου 1980 δε διέφερε απ' όλα τα άλλα στην, πάντα πολύβουη, Νέα Υόρκη. Όλοι έτρεχαν για να πάνε στις δουλειές τους, τα παιδιά στα σχολεία, οι υπάλληλοι στις θέσεις τους. Η φωτογράφος του περιοδικού Rolling Stone, Άνι Λίμποβιτς είχε μια ιδιαίτερη δουλειά. Θα πήγαινε στο σπίτι του Τζον Λένον και της Γιόκο Όνο να τους φωτογραφίσει. Λίγο καιρό πριν το πιο διάσημο από τα «σκαθάρια» είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Double Fantasy». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Τζον και η Λένον έφυγαν από το σπίτι τους που βρισκόταν στο κτίριο Dakota που βρίσκεται στο Upper West Side, κοντά στο Central Park, της αμερικανικής μεγαλούπολης.

Τους πλησίασε ένας άνδρας και ζήτησε από τον Τζον να του υπογράψει μια κόπια από το τελευταίο του άλμπουμ. Ο Λέον κυκλοφορούσε χωρίς προσωπική φρουρά. Ένιωθε πως αφενός δεν την είχε ανάγκη και αφετέρου πως θα περιόριζε την ελευθερία κινήσεων που ήθελε να έχει. Βρισκόταν, άλλωστε, σε μια... ανεπίσημη συμφωνία με τον κόσμο της γειτονιάς. Αυτός θα τους έκανε ότι χατίρια (αυτόγραφα, φωτογραφίες, εισιτήρια κλπ) ήθελαν και εκείνη θα σέβονταν την ιδιωτικότητά του.  

Ο Τζον Λένον ρώτησε τον άνδρα αν ήθελε κάτι άλλο πέρα από το αυτόγραφο, εκείνος του απάντησε πως όχι και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Στη συνέχεια το ζευγάρι πήρε τον δρόμο για να πάει στο Μανχάταν όπου θα δούλευε πάνω στο single της Όνο «Walking on Thin Ice». 

Η ώρα πέρασε και περίπου στις 10 το βράδυ το ζευγάρι αποφάσισε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ. Στην επιστροφή η Γιόκο ρώτησε τον Τζον αν ήθελε να κάτσουν να φάνε σε ένα κοντινό κατάστημα αλλά ο διάσημος μουσικός της είπε πως είναι προτιμότερο να γυρίσουν σπίτι προκειμένου να βάλουν τον (5χρονο τότε) γιο τους Σον για ύπνο και να αποδεσμεύσουν την νταντά, ώστε, η γυναίκα να επιστρέψει σπίτι της γιατί όσο περνούσε η ώρα το κρύο θα γινόταν πιο τσουχτερό.

Όταν έφτασαν έξω από κτίριο Dakota ο θαυμαστής που είχε πάρει νωρίτερα αυτόγραφο από τον Τζον, τον πλησίασε ξανά. Έβγαλε ένα πιστόλι και τον πυροβόλησε τέσσερις φορές στο στήθος! Τρεις από τις σφαίρες διαπέρασαν το κορμί του Λένον και βγήκαν από την πλάτη. Ο Τζον Λένον είχε ακατάσχετη αιμορραγία αλλά συνέχισε για κάποια ώρα να έχει παλμό. Πρόσφατα, αρχές Δεκεμβρίου, αποκαλύφθηκαν τα τελευταία του λόγια. «Πέρασε τρέχοντας από δίπλα μου. Είπε ''με πυροβόλησαν''. Έβγαινε αίμα από το στόμα του και σωριάστηκε στο πάτωμα. Τον γύρισα ανάσκελα και του έβγαλα τα γυαλιά, τα έβαλα στο γραφείο. Και η Γιόκο ούρλιαζε, “πάρτε ένα ασθενοφόρο, πάρτε ένα ασθενοφόρο, πάρτε ένα ασθενοφόρο”» είπε στη σειρά ντοκιμαντέρ «John Lennon: Murder Without A Trial», ο Τζέι Χάστινγκς, ο οποίος εργαζόταν στη ρεσεψιόν στο κτίριο Dakota.

Ο Τζον Λένον μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκεί οι γιατροί τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο και προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη ζωή. Έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν αλλά δεν ήταν αρκετό. Το διασημότερο «σκαθάρι» άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στο χειρουργικό τραπέζι.

Πίσω στον τόπο του εγκλήματος, ο δράστης, ο  25χρονος Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν, παρέμεινε εκεί και δεν επιχείρησε να διαφύγει. Οι δυο πρώτοι αστυνομικοί που έφτασαν εκεί του πέρασαν χειροπέδες και του διάβασαν τα δικαιώματά του. Εκείνος δεν αντιστάθηκε καθόλου. «Του βάλαμε χειροπέδες και ήταν περίεργο: δεν υπήρχε καθόλου αντίσταση. Ουσιαστικά μάς ζήτησε συγγνώμη. Μου είπε, ''Λυπάμαι παιδιά, σας κατέστρεψα τη νύχτα''. Του απάντησα, ''Μάλλον μας κάνεις πλάκα. Ξέρεις ότι μόλις κατέστρεψες όλη σου τη ζωή;''» είχε πει ο αξιωματικός του NYPD Πίτερ Κάλεν.

Σε μια από τις πρώτες ανακρίσεις, ο Τσάπμαν είχε πει: «Να τι λέω για τον Τζον Λένον. ''Το μόνο που χρειάζεσαι είναι αγάπη'', το έχεις ακούσει ποτέ; Λοιπόν, το μόνο που χρειάζεστε είναι αγάπη και 250 εκατομμύρια δολάρια. Ο Λένον ήταν το μεγαλύτερο, πιο ψεύτικο κάθαρμα που έζησε ποτέ. Δεν επρόκειτο να αφήσω τον κόσμο να τον ανεχτεί για άλλα 10 χρόνια»!

Ο Τσάπμαν και «ο φύλακας στη Σίκαλη»

Ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ είχε ένα και μοναδικό ταλέντο. Έγραφε υπέροχα, έμπαινε στο μυαλό του αναγνώστη, του μιλούσε μέσα από τα γραπτά του και έτσι ο κόσμος τον αγάπησε τόσο όσο δεν αγάπησε ο ίδιος τον εαυτό του.

Κερδίζει επάξια τον τίτλο της πιο μυστηριώδους και αινιγματικής φιγούρας στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, «Ο φύλακας στη σίκαλη», θεωρείται ακόμα και σήμερα ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αποτέλεσε, ωστόσο, και την έμπνευση για μια δολοφονία που συγκλόνισε τον πλανήτη. Αυτή του διασημότερου «σκαθαριού». 

«Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα…»!

Από το συγκεκριμένο απόσπασμα του «Φύλακα», μπορεί κάποιος να καταλάβει αφενός το πώς έγραφε ο Σάλιντζερ και αφετέρου γιατί αγαπήθηκε τόσο από το παγκόσμιο κοινό.  Το βιβλίο ανήκει στα αντιπροσωπευτικότερα έργα του μεταπολεμικού ρεαλισμού και επί της ουσίας ήταν αυτό που έστρωσε το δρόμο, ώστε, αργότερα να δημιουργηθεί το ρεύμα που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρώμικος ή μινιμαλιστικός ρεαλισμός.

«Ο Φύλακας στη σίκαλη» είναι το χρονικό των περιπετειών του έφηβου Χόλντεν Κόλφιλντ - ο οποίος με τον τρόπο που διαβάσατε παραπάνω περιγράφει όλα τα βάσανα της εφηβείας - και κυκλοφόρησε το 1951. Τότε, όμως, ήρθε αντιμέτωπο με τις συντηρητικές ΗΠΑ και αφαιρέθηκε από βιβλιοθήκες και σχολικές αίθουσες ως «απαράδεκτο», «σκοτεινό», «βλάσφημο», «αρνητικό», «λάθος», «απαίσιο», καθώς «υπονομεύει την ηθική και τα χρηστά ήθη».

Οι ειδικοί αλλά και οι αναγνώστες, ωστόσο, το λάτρεψαν και το αποθέωσαν. Η φήμη του Σάλιντζερ απογειώθηκε και κέρδισε αυτό που δεν ήθελε. Φήμη. Συνεντεύξεις, φωτογραφίσεις ακόμα και εξώφυλλο στο Time έγινε, περίπου δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε.

Είχε κυκλοφορήσει πριν πολλές νουβέλες και διηγήματα αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον «Φύλακα» τον οποίο άρχισε να γράφει πριν τον πόλεμο, συνέχισε κατά τη διάρκεια και ολοκλήρωσε μετά.

Όλη αυτή η τεράστια επιτυχία τον τρόμαξε και έτσι - από τα μέσα της δεκαετίας του 50 και έπειτα - αποφάσισε να ζήσει σαν ερημίτης στο σπίτι που αγόρασε στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ. Απαγόρευε σε οποιονδήποτε να έρθει σε επαφή μαζί του χωρίς την άδειά του. Μια απαγόρευση που ίσχυε τόσο για τη σύζυγο όσο και τα παιδιά του. Έγραφε πολύ αλλά δημοσίευε ελάχιστα. Είχε αφήσει μέχρι και λεπτομέρειες για το πώς θα δημοσιευθούν κάποια από τα έργα του από το 2015 και έπειτα όταν και… υπολόγιζε πως θα είχε πεθάνει οπότε κανείς και τίποτα δε θα μπορούσε να τον ενοχλήσει. Η τελευταία δημοσίευση που έκανε ήταν μια νουβέλα το 1965 στο περιοδικό The New Yorker. Από τότε μέχρι και που πέθανε, τον Ιανουάριο του 2010, η απόλυτη σιωπή…

Το περίεργο σε αυτή την ιστορία είναι πως αν ο «Φύλακας» δεν είχε γνωρίσει την παγκόσμια φήμη από… μόνος του, θα τη γνώριζε μέσα από μια δολοφονία που συγκλόνισε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ο ήρωας του «Φύλακα» είχε «αγγίξει» πολλούς ανθρώπους. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Μαρκ Τσάπμαν. Ο Τσάπμαν, ήταν ένας κλειστός χαρακτήρας, με προβλήματα στο σχολείο καθώς ούτε δημοφιλής ήταν, ούτε καλός σε κάτι. Παράλληλα είχε και προβλήματα στο σπίτι όπου ο πατέρας του κακοποιούσε τη μητέρα του. Στην εφηβεία άρχισε να παίρνει ναρκωτικά. Άκουγε ροκ. Έμπλεξε με παραθρησκευτικές οργανώσεις. Έπεσε σε κατάθλιψη. Νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρικές κλινικές και είχε τάσεις αυτοκτονίας.

Μέσα σε όλα αυτά ο Τσάπμαν διάβασε τον «Φύλακα» και ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον Χόλντεν Κόλφιλντ που ήθελε να αλλάξει το όνομά του και να υιοθετήσει εκείνο του ήρωα του βιβλίου του Σάλιντζερ.

Δολοφόνησε τον Λένον, επειδή πιθανότατα στο πρόσωπό του έβλεπε έναν «διαφθορέα της αθωότητας». Ενώ ο Λένον ήταν βαριά τραυματισμένος και ψυχορραγούσε στο οδόστρωμα, ο Τσάπμαν κάθισε στο πεζοδρόμιο, έβγαλε το παλτό και το καπέλο του και περίμενε να τον συλλάβουν διαβάζοντας ήρεμος  τον «Φύλακα στη Σίκαλη». Στο δικαστήριο κατέθεσε ένα αντίτυπο του βιβλίου γράφοντας πάνω: «Αυτή είναι η δήλωσή μου» και υπέγραψε ως Χόλντεν Κόλφιλντ. 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.