Οι Ντάλτονς δεν είναι μια συμμορία της Άγριας Δύσης που αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του Βέλγου δημιουργού του Λούκι Λουκ. Ίσα – ίσα. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Μπορεί να μην υπήρχε ο πάντα έτοιμος για... τσαμπουκάδες Τζο, ο Γουίλιαμ, ο Τζακ και ο αγαθούλης Άβερελ. Υπήρχαν, όμως, ο Γκράτον, ο Γουίλιαμ, ο Μπομπ και ο Έμετ. Μια πραγματική συμμορία που, με τη δράση της, σκορπούσε τον φόβο και τον τρόμο και με αυτή ως έμπνευση, ο «φτωχός και μόνος καουμπόι» απέκτησε... δουλειά!
Οι νομοταγείς Ντάλτονς που άλλαξαν όχθη
Η οικογένεια Ντάλτον καταγόταν από το Τζάκσον Κάντρι του Μισούρι. Ο πατέρας τους, Λούις Ντάλτον, ήταν ένας ευυπόληπτος επιχειρηματίας. Ήταν ιδιοκτήτης ενός σαλούν στο Κάνσας. Όλα άλλαξαν όταν παντρεύτηκε την Αντελίν Γιάνγκερ (θεία των αδελφών Γιάνγκερ, επίσης παρανόμων που έδρασαν δίπλα στον Τζέσε Τζέιμς) και μετακόμισαν στη βορειοδυτική Οκλαχόμα. Εκεί έμειναν μέχρι το 1882. Το 1886 μετακόμισαν στο βορειοδυτικό Κάνσας για να φτιάξουν την οικογένειά τους. Απέκτησαν συνολικά 15 παιδιά. Δύο από αυτά πέθαναν προτού ενηλικιωθούν.
Ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια, ο Φρανκ, υπηρέτησε ως αναπληρωτής σερίφης των ΗΠΑ για το Ομοσπονδιακό Περιφερειακό Δικαστήριο του Δυτικού Αρκάνσας στο Φορτ Σμιθ. Μια ημέρα, ωστόσο, ενεπλάκη σε μια συμπλοκή με «αλογοκλέφτες και εμπόρους ουίσκι» και στην ανταλλαγή πυροβολισμών, έπεσε νεκρός. Στη συνέχεια, δυο αδέρφια του, ο Γκράτον (Γκρατ) και ο Μπομπ αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα βήματά του και υπηρέτησαν ως αναπληρωτές σερίφηδες των ΗΠΑ, σε ένδειξη τιμής προς τον αδερφό τους.
Από το 1987 και για μια τριετία περίπου υπηρέτησαν πιστά τους πολίτες ως σερίφηδες. Όλα άρχισαν να αλλάζουν, ωστόσο, όταν η υπηρεσία τους έπαψε να τους πληρώνει. Μην έχοντας άλλη πηγή εισοδήματος, οι Ντάλτονς αποφάσισαν να κάνουν κάποιες «μικροδουλειές», παράνομες εννοείται, προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην. Άρχισαν, λοιπόν, να διακινούν αλκοόλ. Τι πιο σύνηθες, για εκείνη την εποχή...
Κάποια στιγμή οι Αρχές αντιλήφθηκαν πως αυτοί που κάνουν τις «δουλειές» είναι οι αδελφοί Ντάλτονς τους «τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί» και τους έστειλαν στη δικαιοσύνη. Ο Μπομπ φυγοδίκησε και ο Γκρατ με τον Έμετ, αν και απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες, εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση. Από εκείνο το σημείο και έπειτα οι Ντάλτονς βρέθηκαν και χωρίς δουλειά και χωρίς εισοδήματα. Το πέρασμα στην αντίπερα όχθη του νόμου ήταν, μάλλον, εύκολη επιλογή. Στους τρεις προστίθεται και ο τέταρτος, ο Μπιλ και έτσι, όλοι μαζί, δημιουργούν μια συμμορία η οποία μέσα σε μόλις μια διετία (1890 – 1892) προλαβαίνουν και κάνουν σχεδόν τα πάντα. Διακίνηση αλκοόλ, ζωοκλοπές, ληστείες σε χαρτοπαικτικές λέσχες, τρένα και τράπεζες.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει ο Μπιλ Ντάλτον ο οποίος μέχρι να μπλέξει με τα... αδέρφια του ήταν ένας καθόλα αξιοσέβαστος πολίτης. Ήταν παντρεμένος και είχε ξεκινήσει καριέρα ως πολιτικός. Ως μέλος του νομοθετικού σώματος της Καλιφόρνια, ο Μπιλ είχε συνέχεια μεγάλους μπελάδες εξαιτίας των τριών αδελφών του. Η δράση τους τον είχε στιγματίσει αφού ήταν ο «αδελφός των ληστών». Αφού είδε και απόειδε, ο Μπιλ, συνειδητοποίησε πως δεν είχε μέλλον σαν πολιτικός και έτσι αποφάσισε και αυτός να παρατήσει τα πάντα και να μπει στη συμμορία των αδελφών του.
Η δράση και το αιματηρό τέλος των Ντάλτονς
Επίσημα, η δράση της (πλήρους πια) συμμορίας φαίνεται πως ξεκίνησε στις 6 Φεβρουαρίου 1891. Εκείνη την ημέρα τέσσερις μασκοφόροι λήστεψαν το τρένο «Southern Pacific» στην Καλιφόρνια. Σύμφωνα με τα όσα είχαν γίνει γνωστά τότε, ένας από τους μασκοφόρους - που πιστεύεται ότι ήταν ο Μπιλ - πυροβόλησε πάνω από τα κεφάλια των επιβατών ενώ οι υπόλοιποι ανάγκασαν έναν απ’ τους μηχανικούς να τους οδηγήσει στο βαγόνι που μετέφερε τα μετρητά. Μέσα στην αναταραχή που επικράτησε, οι ληστές πυροβόλησαν και σκότωσαν τον μηχανικό αλλά ο άνδρας που προστάτευε τα χρήματα, τους ανάγκασε να τραπούν σε φυγή.
Σε βάρος των ληστών εξαπολύθηκε ανθρωποκυνηγητό και λίγο αργότερα ο Γκρατ και ο Μπιλ συνελήφθησαν, αντίθετα με τους Μπομπ και Έμετ που κατάφεραν να διαφύγουν. Οι δυο συλληφθέντες οδηγήθηκαν σε δίκη. Ο Μπιλ αθωώθηκε ενώ ο Γκρατ καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Η «στενή», ωστόσο, δεν τον χωρούσε και έτσι σύντομα απέδρασε και ενώθηκε ξανά με τα αδέρφια του. Με τον Γκρατ ξανά στο πλάι τους, οι Ντάλτονς συνέχισαν τη δράση τους αλλά και το γιγάντωμα του μύθου τους. Τον Ιούλιο του 1892 ληστεύουν ένα ακόμα τρένο με τη λεία τους να υπολογίζεται στο (μεγάλο για την εποχή) ποσό των 17.000 δολαρίων!
Όπως είναι φυσικό, ωστόσο, όσο μεγάλωνε η φήμη τους, τόσο περισσότερο έμπαιναν στο στόχαστρο των Αρχών. Και όσο πιο πολλές ληστείες έκαναν, τόσο περισσότερο ακουγόταν το «Wanted Dead or Alive». Προς το τέλος της... καριέρας τους οι Ντάλτονς είχαν επικηρυχθεί για 5.000 δολάρια. Το κάθε μέλος της συμμορίας!
Εκείνοι, ωστόσο, δεν σταμάτησαν να κάνουν τη μια ληστεία μετά την άλλη, παρά το γεγονός πως ήξεραν πως, πλέον, τους κυνηγούσαν «Θεοί και Δαίμονες». Και κάπου εδώ κάνουν το μεγάλο τους λάθος. Νιώθοντας ατρόμητοι και ανίκητοι, επιλέγουν να πάνε για το «μεγάλο κόλπο». Βασικά όλα ξεκίνησαν από ένα στοίχημα! Ο Μπομπ ήθελε να «ξεπεράσουν σε φήμη ακόμη και τον Τζέσε Τζέιμς» και έβαζε στοίχημα πως μπορούσαν να κάνουν κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ ξανά: Να ληστέψουν ταυτόχρονα δύο τράπεζες υπό το φως της ημέρας.
Ως ημέρα δράσης ορίστηκε η 5η Οκτωβρίου 1892. Στόχοι ήταν η C. M. Condon & Company Bank και η First National Bank στο Κόφιβιλ. Ο Μπομπ, ο Γκρατ και ο Έμετ πήραν μαζί τους δυο ακόμα παράνομους, τους Ντικ Μπρόντουελ και Μπιλ Πάουερς και αφού χωρίστηκαν σε δυο ομάδες έβαλαν σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιό τους. Τίποτα, όμως, δεν πήγε καλά εκείνη την ημέρα για τους Ντάλτονς. Πριν καλά – καλά προλάβουν να ξεκινήσουν ένας ντόπιος τους είδε και άρχισε να φωνάζει.
Πριν καν βγουν από τις τράπεζες, έξω από αυτές τους περίμεναν ένοπλοι πολίτες που στα πρόσωπα των Ντάλτονς έβλεπαν τα χρήματα της επικήρυξης. Καθοδηγητικό ρόλο είχε ο σερίφης της πόλης Τσαρλς Κόνελι και οι βοηθοί του.
Όταν οι Ντάλτονς και οι συνεργοί τους επιχείρησαν ηρωική έξοδο από τις τράπεζες, ακολούθησε ένα δίχως έλεος πιστολίδι. Όταν τα όπλα σίγησαν, όλα τα μέλη της συμμορίας των Ντάλτονς ήταν νεκρά. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Έμετ που συνελήφθη τραυματισμένος από... 27 σφαίρες! Νεκροί, επίσης, έπεσαν ο σερίφης (τον σκότωσε ο Μπομπ πυροβολώντας τον στο κεφάλι), οι τρεις βοηθοί του και τέσσερις ντόπιοι.
«Η συμμορία Ντάλτον δεν υπάρχει πια, και οι ταξιδιώτες που διασχίζουν την Ινδιάνικη Επικράτεια μπορούν πλέον να προχωρούν χωρίς φόβο. Η χώρα, και ειδικά οι σιδηρόδρομοι και οι εταιρείες ταχυμεταφορών, μπορούν να αναπνεύσουν πιο εύκολα τώρα που οι Ντάλτονς εξοντώθηκαν. Η χώρα έχει απαλλαγεί από την απελπισμένη συμμορία, αλλά η απαλλαγή κόστισε στο Coffeyville λίγο από το καλύτερο αίμα της» έγραψε η Coffeyville Journal στις 7 Οκτωβρίου.
Ο Έμετ Ντάλτον καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά, αλλά το 1907 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε. Έζησε ως αξιοπρεπής επιχειρηματίας στο Λος Άντζελες έως το θάνατό του στις 13 Αυγούστου 1937. Πριν τον θάνατό του έγραψε την ιστορία της οικογένειάς του ενώ υπέγραψε και κάποια σενάρια σε χολιγουντιανές ταινίες!
Ο τελευταίος της συμμορίας, ο Μπιλ Ντάλτον, που δε συμμετείχε στην αιματηρή ληστεία της Κόφιβιλ, συνέχισε για δυο ακόμα χρόνια την εγκληματική του δράση. Μαζί με τον κακοποιό Μπιλ Ντούλιν σχημάτισαν τη συμμορία Ντούλιν-Ντάλτον, γνωστή και ως «Wild Bunch». Στις 8 Ιουνίου 1894, ενώ έπαιζε με την κόρη του στην αυλή του σπιτιού του στο Άρντμορ της Οκλαχόμα, βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από αστυνομικούς οι οποίοι και τον εκτέλεσαν όταν εκείνος προσπάθησε να διαφύγει.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.