Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Οκτωβρίου 1944. Ήταν Πέμπτη. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Έτρεχαν στον δρόμο. Αγκαλιάζονταν. Έκλαιγαν από τη συγκίνηση. Ιστορικές στιγμές. Οι ναζιστικές ορδές εγκατέλειπαν την Αθήνα. Το άρωμα της λευτεριάς είχε «μεθύσει» τους πάντες. Και τους είχε μεθύσει τόσο πολύ που λίγοι ήταν αυτοί που έβλεπαν καθαρά το κακό να έρχεται κατά πάνω τους με ορμή. Και ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Από τα γέλια στα δάκρυα και τον πόνο δεν πέρασαν ούτε δυο μήνες. Για την ακρίβεια πέρασαν μόλις 52 ημέρες. Τόσο χρειάστηκε για να βρεθεί η Ελλάδα από τον ένα πόλεμο στον άλλο.
Ο ματωμένος Δεκέμβρης του 1944
Με την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων και τη λήξη της γερμανικής κατοχής, στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένα κενό εξουσίας το οποίο, προφανώς, και θα έπρεπε να καλυφθεί. Από τη μία υπήρχε το πανίσχυρο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, όπου κυριαρχούσε το ΚΚΕ και από την άλλη οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Το ΕΑΜ διεκδικούσε την εξουσία και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να το εμποδίσουν αφού αφενός είχε δημιουργήσει μεγάλο λαϊκό έρεισμα με τις νίκες του ΕΛΑΣ στην κατοχή και αφετέρου οι ίδιες είχαν αποδεκατιστεί μετά από τόσα χρόνια πολέμου αλλά και της δικτατορίας του Μεταξά που είχε προηγηθεί.
Υπήρχαν, ωστόσο, και οι Σύμμαχοι οι οποίοι ήδη είχαν συμφωνήσει πως η Ελλάδα θα περάσει στη δυτική σφαίρα επιρροής μετά το τέλος του πολέμου και αυτό περιέπλεκε τα πράγματα. Στις 18 Οκτωβρίου του 1944 φτάνει στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δυο ημέρες μετά φτιάχνει κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας όπου συμμετέχουν και έξι ΕΑΜικοι υπουργοί. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοινώνει πως σε συνεργασία με τον στρατηγό Σκόμπι που ήταν επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στην Ελλάδα αποφάσισαν να αποστρατευτούν τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και ο ΕΔΕΣ. Η απόφαση αυτή δεν αρέσει στο ΚΚΕ και ξεκινούν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές οι οποίες ναυαγούν στις 28 Νοεμβρίου και την 1 Δεκεμβρίου οι ΕΑΜικοι υπουργοί αποχωρούν από την κυβέρνηση.
Όλα έδειχναν πως οι δυο πλευρές οδεύουν προς γενικευμένη σύγκρουση η οποία φυσικά δεν άργησε να έρθει. Το ΕΑΜ αποφασίζει να κάνει επίδειξη δύναμης και διοργανώνει μια τεράστια διαδήλωση στο Σύνταγμα, μια ημέρα σαν σήμερα, 3 Δεκεμβρίου 1944. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς περισσότεροι από 500.000 διαδηλωτές βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στο Σύνταγμα. Το συλλαλητήριο, ωστόσο, βάφτηκε στο αίμα όταν οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών δολοφονώντας 30 άτομα και τραυματίζοντας 148!
Στις 12 Δεκεμβρίου 1958, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», Άγγελος Έβερτ (πατέρας του πολιτικού και αρχηγού της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ), σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Ακρόπολις» θα παραδεχτεί ότι ήταν αυτός που διέταξε τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης βάσει διαταγών που είχε λάβει, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάλυσης του κράτους. Αυτό που δεν μάθαμε ποτέ ήταν ποιος έδωσε την πολιτική εντολή στον Έβερτ...
Την επόμενη ημέρα οι κηδείες των θυμάτων μετατρέπονται σε πεδία σφοδρών ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ και κυβερνητικών δυνάμεων. Από τη μια πλευρά υπήρχαν περίπου 20.000 άνδρες του ΕΛΑΣ που γρήγορα κατάφεραν και έλεγχαν όλη την Αθήνα. Από την άλλη η κυβέρνηση είχε στη διάθεση της 10.000 μάχιμους άνδρες στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι άνδρες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, που είχε έλθει με δάφνες από το Ρίμινι με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του υπουργού Οικονομικών και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου) και άλλους 5.000 βρετανούς στρατιώτες με επικεφαλής τον στρατηγό Σκόμπι.
Ακολούθησαν σχεδόν καθημερινές μάχες (με γνωστότερη από αυτές τη μάχη στου Μακρυγιάννη). Οι Βρετανοί αποφασίζουν να ενισχύσουν τις δυνάμεις του και ο Τσόρτσιλ φτάνει στην Αθήνα ανήμερα των Χριστουγέννων.
Παράλληλα, με το στρατιωτικό κομμάτι, υπήρχε και το πολιτικό όπου με διαδοχικές συναντήσεις των δυο πλευρών επιχειρήθηκε, χωρίς αποτέλεσμα, να βρεθεί μια χρυσή τομή. Στις 5 Ιανουαρίου 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα, υπό την πίεση των υπέρτερων κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων. Στις 11 Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ανακωχή με τους Βρετανούς και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 έληξαν και τυπικά τα «Δεκεμβριανά», με τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Το παρασκήνιο και ο ρόλος των Βρετανών
Στην πραγματικότητα όλα αυτά που έγιναν εκείνον τον ματωμένο Δεκέμβρη στην Αθήνα, είχαν αρχίσει να προετοιμάζονται πολύ καιρό πριν. Με τους Ναζί να είναι ακόμα στην πρωτεύουσα οι Βρετανοί είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν την επόμενη ημέρα. Τον Αύγουστο του 1944 σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ίντεν, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ανέφερε ότι: «Η υπόθεση μου φαίνεται πως έχει φτάσει στο ακόλουθο σημείο: Ή θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, εξ ανάγκης και δια της βίας, όπως το έχουμε υποσχεθεί, ή θα παύσουμε να ενδιαφερόμαστε για την Ελλάδα».
Λίγο καιρό μετά ο «Γέρος της Δημοκρατίας» στέλνει τηλεγράφημα προς τον Τσώρτσιλ και του λέει: «Τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισης καταστάσεως δεν είναι πλέον επαρκή! Μόνον ή άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών μπορεί να μεταβάλει την κατάσταση».
Λίγες ημέρες πριν τα Δεκεμβριανά ο Τσώρτσιλ στέλνει ένα ακόμα τηλεγράφημα προς τον Ίντεν και δείχνει πως μένει μόνο μια απόφαση: «Περιμένω σίγουρα ρήξη με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να την αποφύγουμε με την προϋπόθεση ότι θα διαλέξουμε εμείς το έδαφος και τη στιγμή». Η στιγμή αυτή ήταν ο Δεκέμβρης. «Μη διστάσετε να κάνετε χρήση των όπλων σας. Να συμπεριφέρεστε σαν να είσαστε στρατός κατοχής!», είχε πει ο Τσώρτσιλ στον Σκόμπι.
Στις 4 Δεκεμβρίου οι διαδηλωτές του ΕΑΜ ξαναβγαίνουν στους δρόμους. Μπροστά έχουν ένα αιματοβαμμένο πανό που γράφει πως: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Τα αίματα ήταν των αγωνιστών που έπεσαν την προηγούμενη ημέρα. Ακολουθεί, λίγη ώρα μετά νέα σφαγή. Σχεδόν 60 νεκροί στις δυο πρώτες ημέρες.
Η πρόκληση δημιουργεί αγανάκτηση στον λαό, που φωνάζει το σύνθημα «όπλα - όπλα», «εκδίκηση», εξοπλίζεται και περνάει στην αντεπίθεση. Την ίδια ώρα οι μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ, οι μπαρουτοκαπνισμένοι αντάρτες της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης, παίρνουν εντολή να μη λάβουν μέρος στη μάχη της Αθήνας και στέλνονται στην Ήπειρο, για να αναλάβουν επιχειρήσεις εναντίον του ΕΔΕΣ. Προφανέστατα πρόκειται για μια πολιτική απόφαση. Αν ο ΕΛΑΣ έμπαινε στην Αθήνα θα έκανε περίπατο. Ο Γιώργης ο Σιάντος και ηγεσία του ΚΚΕ, ωστόσο, δεν μπορούν ή δε θέλουν να σηκώσουν το βάρος μιας τέτοιας σύγκρουσης και επιπλέον γνωρίζουν πως χωρίς βοήθεια από το εξωτερικό ακόμα και αν κέρδιζαν δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη χώρα στην επόμενη ημέρα.
Οι Βρετανοί εκμεταλλεύονται αυτόν τον δισταγμό και από τις 8 Δεκεμβρίου κλιμακώνουν την επίθεση και βομβαρδίζουν με αεροπλάνα συνοικίες της Αθήνας. Εγκατέστησαν, μάλιστα, μια μονάδα πυροβολικού στην Ακρόπολη και χτυπάνε από εκεί συνοικίες της Αθήνας. Ξέρουν ότι ποτέ Έλληνας δε θα απαντήσει με πυρά εναντίον στόχων στην Ακρόπολη.
Όπως σε κάθε πόλεμο, σε κάθε μάχη, έτσι και σε αυτόν η κάθε πλευρά δίνει τα δικά της στοιχεία σχετικά με τις απώλειες. Στην περίπτωση των Δεκεμβριανών αυτό που, σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, είναι πιο αποδεκτό είναι πως οι βρετανικές δυνάμεις είχαν 210 νεκρούς, 55 μόνιμα αγνοούμενους και 1.100 αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν 3.480 νεκρούς (889 ανήκαν στη Χωροφυλακή και την Αστυνομία και 2.540 στα στρατιωτικά τμήματα) και πολλούς αιχμαλώτους. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ υπολογίστηκαν στους 2-3.000 νεκρούς και 7-8.000 χιλιάδες αιχμαλώτους, χωρίς στους τελευταίους να υπολογίζονται οι αριστεροί πολίτες και οπαδοί του ΕΑΜ που συνέλαβαν οι Βρετανοί. Οι συνολικές απώλειες από τις 33 μέρες συγκρούσεων ανήλθαν στον αριθμό των 17.000 νεκρών. Το φοβερό είναι πως στον πόλεμο του 1940-41 οι νεκροί ήταν 15.000!
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.