Μενού
Woodstock
Φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου από την πρώτη προβολή του Γούντστοκ, στον κινηματογράφο Παλλάς | Αρχείο Μ.Νταλούκα
  • Α-
  • Α+

Μέσα στην τραγικότητα των όσων ζούσαν όσοι έμπρακτα είχαν αποφασίσει να αντιταχθούν στο στρατιωτικό καθεστώς της δικτατορίας, μέσα στον φόβο και την τρομοκρατία που βίωναν οι πολίτες που επέμεναν να σκέφτονται ελεύθερα, πρέπει να παραδεχθούμε πως η χούντα και οι άνθρωποί της είχαν χαρίσει και κάποιες στιγμές άφθονου γέλιου. Μια από αυτές τις στιγμές ήταν όταν το στρατιωτικό καθεστώς επιχείρησε τη λεγόμενη φιλελευθεροποίηση. Οι εντολές εκείνη την περίοδο ήταν λίγο (για να το θέσουμε ευγενικά) μπερδεμένες. Τόσο μπερδεμένες που ακόμα και η επιτροπή λογοκρισίας δεν ήξερε τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία – ντοκιμαντέρ «Γούντστοκ» που έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 29 Νοεμβρίου 1970. Και ναι... Δεν πήγε καθόλου καλά αυτό.

Το Woodstock και το «Γούντστοκ»

Ήταν το απόγευμα της Παρασκευής 15 Αυγούστου του 1969. Σε ένα αγρόκτημα στο Μπέθελ, 70 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Woodstock, στη Νέα Υόρκη. Η ιδέα τεσσάρων νεαρών παίρνει σάρκα και οστά. Πρόκειται για τον 25χρονο Μάικλ Λανγκ, τον 27χρονο Άρτι Κόρνφελντ, τον συνομήλικό του Τζόελ Ρόζενμαν και τον 24χρονο Τζον Ρόμπερτς. Οι δυο πρώτοι, είχαν μια κάποια σχέση με τη μουσική και τη διοργάνωση συναυλιών. Οι άλλοι δυο είχαν τα λεφτά και σκέφτηκαν πως η ιδέα των Λανγκ και Κόρνφελντ θα μπορούσε να τους αποδώσει κάποια κέρδη. Κανείς από αυτούς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που ακολούθησε.

Επέλεξαν ως τόπο διεξαγωγής μιας (όπως ευελπιστούσαν) μεγάλης συναυλίας το Woodstock. Οι Αρχές της πόλης, ωστόσο, αρνήθηκαν να επιτρέψουν τη διεξαγωγή του φεστιβάλ στην πόλη τους και εκεί που τα σχέδια ναυαγούσαν βρέθηκε ο Έλιοτ Τάιμπερ του οποίου οι γονείς είχαν ένα μικρό ξενοδοχείο που ήταν στα πρόθυρα του λουκέτου και σκέφτηκε πως ένα φεστιβάλ στο Μπέθελ θα έδινε ζωή στην περιοχή και... δολάρια στο ταμείο του ξενοδοχείου.

Ο Λαγκ θεώρησε τον χώρο ακατάλληλο και την τελευταία στιγμή βρέθηκε ένας χώρος σε μικρή απόσταση. Ήταν μια καταπράσινη έκταση δίπλα σε μια λίμνη. Ο ιδιοκτήτης τους παραχώρησε την έκταση αντί 50.000 δολαρίων και πλέον το φεστιβάλ του Woodstock (που δεν έγινε στο Woodstock αλλά στο Μπέθελ) άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το εισιτήριο και για τις τρεις ημέρες κόστιζε στην προπώληση 17 δολάρια και στο ταμείο 24 δολάρια.

Οι διοργανωτές περίμεναν το πολύ 50.000 κόσμο και τελικά μέχρι το ξημέρωμα της 18ης Αυγούστου που ολοκληρώθηκε το φεστιβάλ είχαν περάσει από εκεί περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι! Οι διοργανωτές δεν μπόρεσαν να κόψουν πάνω από 180.000 εισιτήρια. Αυτό ήταν το «ταβάνι» τους. Μετά άνοιξαν τις πόρτες και μπήκαν όλοι.

Βροχή, LSD, έρωτας, ψυχεδέλεια και μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα της ροκ: Crosby, Stills, Nash and Young, Joan Baez, Santana, Janis Joplin with Kozmic Blues Band​, The Who, Jefferson Airplane, Joe Cocker, Ten Years After, Jimi Hendrix with Gypsy Sun and Rainbows και πολλοί άλλοι. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η ιστορία.

Για να είμαστε ακριβείς τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η ιστορία και ο Michael Wadleigh ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που με την κάμερα του κράτησε για πάντα «ζωντανές» εικόνες από εκείνο το μοναδικό φεστιβάλ. Όταν όλα είχαν τελειώσει ο Wadleigh δημιούργησε μια ταινία – ντοκιμαντέρ που «ταξίδεψε» σε όλο τον κόσμο και όπου προβλήθηκε έκανε τους νέους να παραληρούν και να αισθάνονται πως, έστω με αυτόν τον τρόπο, ήταν και εκείνοι κομμάτι αυτής της ιστορικής στιγμής.

«Οι νέοι ρίπτονται εις τον χιππισμόν»

Η διάρκειας 185 λεπτών ταινία – ντοκιμαντέρ του Wadleigh έκανε πρεμιέρα στις 26 Μαρτίου 1970 (την επόμενη χρονιά πήρε και το Όσκαρ στην κατηγορία ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους). Εκείνη την εποχή η Ελλάδα βρισκόταν ακόμα «εις τον γύψον» αλλά ο αυτόκλητος «θεράπων ιατρός», δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος βρισκόταν σε μια φάση φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος του. Πρακτικά αυτό σήμαινε πως ήθελε να δώσει μια διαφορετική εικόνα, λιγότερο σκληρή, λιγότερο στρατιωτική.

Ανάμεσα στις πολλές εντολές που είχαν δοθεί εκείνη την περίοδο ήταν και προς την περιβόητη επιτροπή λογοκρισίας ώστε να είναι πιο ανεκτική και κυρίως να μην... πετσοκόβει αυτά που δεν άρεσαν.

Εκείνη, λοιπόν, ακριβώς την περίοδο το επικό ντοκιμαντέρ του Wadleigh έρχεται στην Ελλάδα. Την ταινία είχε φέρει στην Ελλάδα η ΕΛΚΕ και ο εκπρόσωπός της, Γιώργος Μιχαηλίδης ο οποίος είχε καταφέρει να αποσπάσει από την επιτροπή λογοκρισίας του υπουργείου Προεδρίας άδεια προβολής χωρίς περικοπές! Η πρεμιέρα γίνεται μια ημέρα σαν σήμερα, στις 29 Νοεμβρίου 1970. Είχε προγραμματιστεί μια διπλή προβολή στον κινηματογράφο «Παλλάς» και ήταν, μάλιστα, καλεσμένος και ο ίδιος ο Wadleigh.

Στην πρώτη προβολή, εντός του κινηματογράφου, νέοι και νέες χορεύουν και τραγουδούν υπό το άγρυπνο βλέμμα των σαστισμένων αστυφυλάκων που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να τους δέρνουν όλους αυτούς που χοροπηδάνε έτσι. Και τελικά αυτό θα γίνει κιόλας γιατί άλλο η επιτροπή λογοκρισίας άλλο η αστυνομία.

Έξω από τον κινηματογράφο υπήρχαν εκατοντάδες νέοι που περίμεναν τη δεύτερη προβολή. Αυτή ήταν η αφορμή που περίμεναν οι αστυνομικοί. Με πρόσχημα την παρενόχληση της ομαλής κυκλοφορίας των οχημάτων ξυλοκοπούν τους νέους που διασκεδάζουν. Πολλοί τραυματίστηκαν, ενώ προσάγονται και 13 άτομα. Η δεύτερη προβολή δε θα γίνει ποτέ. Ενώ την επόμενη ημέρα απαγορεύεται η προβολή της ταινίας διότι «διαφθείρει τα ήθη».

Επειδή, όμως, όπως ήδη ειπώθηκε βρισκόμαστε στην περίοδο που η χούντα επιχειρεί τη λεγόμενη φιλελευθεροποίηση, ο Γεώργιος Γεωργαλάς (υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, δημιουργός της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών και πρώτος κυβερνητικός εκπρόσωπος, κατά την περίοδο της δικτατορίας), δίνει εντολή να κοπούν τα επίμαχα σημεία της ταινίας και να αρχίσει να προβάλλεται ξανά. Η επιτροπή λογοκρισίας αναλαμβάνει έργο, κόβει κάτι παραπάνω από μια ώρα και η... ζωή συνεχίστηκε.

Το θέμα, ωστόσο, είναι πως οι «σκληροί» της χούντας δεν ήθελαν να προβάλλεται ούτε αυτή η «έκδοση» και άσκησαν σκληρή κριτική στον Παπαδόπουλο και τον Γεωργαλά. Οι επιθέσεις γίνονταν μέσω του Τύπου. «Κατά την διάρκειαν της προβολής οι παριστάμενοι εν εξάλλω καταστάσει εχειροκρότουν και εζητωκραύγαζον πετώντες τα σακκάκια τους οι νέοι και τις τσάντες των αι νεαραί εις τον αέρα, εκδηλώνοντες με αυτόν τον τρόπον τας εντυπώσεις των δια την ταινίαν. Εις μίαν μάλιστα εκ των σκηνών, ότε ενεφανίσθη η εικόνα του νέγρου νεαρού μουσικού Τζίμυ Χέντριξ, ο οποίος απέθανε προ καιρού, λόγω υπερβολικής χρήσεως ναρκωτικών, οι θεαταί ήναψαν κεριά εις μίαν περίεργην εκδήλωσιν μνημοσύνου» έγραφε η εφημερίδα «Μακεδονία» και πρόσθετε:«Εις πολλάς σκηνάς της ταινίας οι νέοι της Αμερικής ομιλούν δια την ελευθερίαν, τας φυλετικάς διακρίσεις, τα ναρκωτικά και τας σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών. Ο τρόπος της ζωής αυτής ομοιάζει με εκείνον των νέων Αμερικανών σκηνοθετών, ως π.χ. αι ταινίαι Φράουλες και Αίμα η οποία απηγορεύθη την 9ην ημέραν της προβολής της εις τας Αθήνας και Ξέγνοιαστος Καβαλάρης, οποία προεβλήθη εις το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης».

Σε άλλο δημοσίευμα της εποχής, ο δημοσιογράφος ανέφερε: «Ένας φοιτητής της Ιατρικής εξέφρασε δημοσία τον φόβον του, ότι οι νέοι που δεν μπορούν να συνδικαλισθούν, να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να πολιτικολογήσουν, ρίπτονται εις τον χιππισμόν, όπου υφίστανται σωματικήν και ψυχική πόρωσιν».

Τέλος, η «Εστία» έστρεφε τα πυρά της στον Γεωργαλά και το έκανε με τέτοιο τρόπο που να είναι ξεκάθαρο πως η... εσωχουντική αντιπολίτευση ήταν, πλέον, ισχυρή: «Κάποιος κυβερνητικός παράγων, παρά την εισήγησιν της αστυνομίας ετάχθη υπέρ της συνεχίσεως της προβολής του έργου. Ποίος άραγε είναι ο κύριος, ο οποίος υποδεικνύει εις την ελληνικήν νεολαίαν τον δρόμον της αντικοινωνικότητος; Ή μήπως οι καγχασμοί ενίων νεαρών που συνοδεύουν, κατά το διάλειμμα, την ανάκρουσιν του ύμνου της 21ης Απριλίου δεν αποτελούν επαρκή απόδειξιν της επιχειρουμένης και πολιτικής υπονομεύσεως;».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.