Πολλά είναι τα παραδείγματα, ίσως περισσότερα από αυτά που μπορεί να «αντέξει» η επίσημη ιστορία, αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 που ενώ έδωσαν τα πάντα στον αγώνα, το ελληνικό κράτος τους άφησε μόνους και ξεχασμένους, να ζουν σαν παρίες, να ζητιανεύουν φαγητό ή να ζουν σε παράγκες. Οι μετά θάνατον τιμές έρχονταν απλά να αποδείξουν την εγκληματική αδιαφορία που έδειξε σε αυτούς τους ανθρώπους η πολιτεία. Ένα από τα πλέον τραγικά πρόσωπα ήταν ο εμπνευστής της Φιλικής Εταιρίας, Εμμανουήλ Ξάνθος ο οποίος ζούσε σε συνθήκες πλήρους ανέχειας, σε μια άθλια καλύβα στην Πλάκα. Ήταν τόσο ξεχασμένος απ' όλους που πολλοί νόμιζαν πως είχε πεθάνει και έτσι οι εχθροί του βρήκαν την ευκαιρία να τον κατηγορήσουν ακόμα και ως καταχραστή του ταμείου της Φιλικής Εταιρείας! Ο Ξάνθος πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα το 1852 μετά από ατύχημα που είχε στη Βουλή.
Ο έμπορος που εμπνεύστηκε τον ξεσηκωμό
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772. Στα 20 του χρόνια μετανάστευσε στην Τεργέστη και για τα επόμενα 18 χρόνια της ζωής του άσκησε το επάγγελμα του εμπόρου. Το 1810 έκανε την κίνηση που άλλαξε ολόκληρη τη ζωή του. Μετακόμισε στην Οδησσό και δούλεψε μαζί με τον μεγαλέμπορο Βασίλειο Ξένη ο οποίος όταν είδε πως ο Ξάνθος ήταν ικανότατος στο εμπόριο άρχισε να τον στέλνει τα ταξίδια. Το 1812 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, την επόμενη χρονιά στην Πρέβεζα και την Πάργα.
Πριν επιστρέψει στην Οδησσό, ο Ξάνθος έκανε μια στάση στα Επτάνησα. Εκεί, συγκεκριμένα στη Λευκάδα, μυήθηκε στον Τεκτονισμό. Στη διάρκεια των ταξιδιών του ο Ξάνθος μελέτησε πολύ και διάβασε για τη Γαλλική Επανάσταση. Όταν επέστρεψε στην Οδησσό, έχοντας δει από κοντά το πόσο δύσκολα ζούσαν οι Έλληνες υπό τον Οθωμανικό ζυγό, είχε φτιάξει ήδη στο μυαλό του ένα ολόκληρο σχέδιο που, αν όλα πήγαιναν καλά, θα μπορούσε να οδηγήσει στον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων.
Συναντήθηκε με τους Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ στους οποίους εξήγησε αυτό που είχε στο μυαλό του. Οι τρεις έκαναν πράξη το όραμα του Ξάνθου και έτσι στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία που είχε σαν σκοπό την απελευθέρωση των Ελλήνων. Ο Ξάνθος μερικούς μήνες μετά έφυγε από την Οδησσό και μετακόμισε μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη όπου, μάλιστα, άνοιξε και ένα εμπορικό κατάστημα. Αυτό το μαγαζί, βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη «βιτρίνα» για την έδρα της Φιλικής Εταιρείας. Με το ψευδώνυμο «Θεοδωρίδης» ο Ξάνθος ήταν ο ταμίας και παράλληλα ο γραμματέας της Φιλικής Εταιρείας.
Το 1818 έγινε στην Κωνσταντινούπολη μια από τις σημαντικότερες σύσκεψεις της Φιλικής Εταιρείας. Στη διάρκεια αυτής της σύσκεψης ανατέθηκε στον Ξάνθο να ταξιδέψει στην Ελλάδα (στη Θεσσαλία) και στη Ρωσία προκειμένου να βρει τα καλύτερα «βιογραφικά» και από αυτά τελικά να επιλέξει αυτόν που θα προτείνει για να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Παράλληλα, ωστόσο, έκανε και προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη της Επανάστασης.
Το πρόσωπο στο οποίο κατέληξε η Φιλική Εταιρεία ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, υφυπουργός, τότε, της Τσαρικής Ρωσίας. Ο Καποδίστριας, ωστόσο, εξαιτίας του υψηλού αξιώματος που είχε αρνήθηκε και πρότεινε τον υπασπιστή του τσάρου Αλέξανδρου Α'. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δέχθηκε και μαζί με τον Ξάνθο ίδρυσαν την «Εθνική Κάσσα», το ταμείο της Φιλικής Εταιρείας όπου θα συγκεντρώνονταν τα κεφάλαια που θα διοχετεύονταν στην οικονομική ενίσχυση του Αγώνα. Τα επόμενα χρόνια και ενώ η Επανάσταση είχε ξεσπάσει ο Ξάνθος έδωσε ότι μπορούσε στον Αγώνα κάνοντας συνέχεια ταξίδια και επαφές, ενώ συμμετείχε και ενεργά στον ξεσηκωμό στην Πελοπόννησο.
Το άδοξο τέλος του πρωτεργάτη της Φιλικής Εταιρείας
Λίγο πριν την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, ο Ξάνθος θα αναχωρήσει για το Βουκουρέστι, όπου θα αποσυρθεί και θα ιδιωτεύσει. Από τα Απομνημονεύματά του μαθαίνουμε ότι ήταν παντρεμένος με τη Σεβαστή, με την οποία είχε αποκτήσει τουλάχιστον τρία παιδιά. Τα απομνημονεύματα αυτά έχουν ιδιαίτερη αξία καθώς ούτε ο Τσακάλωφ, ούτε ο Σκουφάς άφησαν πίσω τους ανάλογα κείμενα από τα οποία να μπορούν να αντληθούν ιστορικές πληροφορίες.
Με την πάροδο των ετών ο Ξάνθος ξεχάστηκε. Ξεχάστηκε σε τέτοιο βαθμό που πολλοί θεώρησαν πως είχε πεθάνει. Οπότε αφού είχε... πεθάνει ήταν ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια οι παλιές έχθρες. Η κυριότερη από αυτές ήταν με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο ο οποίος, σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν, φρόντιζε να λέει τα χειρότερα για τον Ξάνθο. Η έχθρα έφτασε στο απόγειό της όταν ο Αναγνωστόπουλος το 1834 έγραψε στην εφημερίδα «Αιών» έναν λίβελλο εναντίον του Ξάνθου, κατηγορώντας τον ότι είχε καταχραστεί τα χρήματα της «Εθνικής Κάσσας»!
Ο Ξάνθος, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, έφυγε από το Βουκουρέστι και επέστρεψε στην Ελλάδα. Η διαμάχη με τον Αναγνωστόπουλο έλαβε τεράστιες διαστάσεις με τον Ξάνθο να απαντά σε μία προς μία τις κατηγορίες και να τις αποδομεί όλες. Ο Αναγνωστόπουλος αναγκάστηκε να αποσύρει τις κατηγορίες και να ζητήσει συγγνώμη.
Ο Ξάνθος ήταν πάμφτωχος αλλά για τον ίδιο δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που ήθελε ήταν να λάβει από το ελληνικό κράτος μια σύνταξη ή ένα επίδομα. Το 1843, ο 71χρονος Ξάνθος, έγραψε στον Όθωνα επιστολή με την οποία παραπονιόταν διότι δεν είχε προσκληθεί στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου. «Νομίζω ότι είμαι εις δικαίωμα και εγώ ο τοσαύτα πράξας και συντελέσας, άμα δε και πολλά παθών, πρώτος ο κινήσας την μηχανήν κατά θείαν έμπνευσιν, επικειμένης της επετείου εορτής, ως συνεργός της Ελληνικής ελευθερίας, να οικουρώ περιφρονούμενος και θρηνών ένεκεν απορίας των προς το ζην». Ουσιαστικά, ζητούσε από τον Βασιλιά (στην πραγματικότητα τον παρακαλούσε) να συμμετάσχει και αυτός στη γιορτή και κυρίως να λάβει μια οικονομική ενίσχυση. Δεν έλαβε καμία απάντηση.
Έτσι, ο Ξάνθος ζούσε σε πλήρη ανέχεια σε μία άθλια καλύβα στην οδό Νικοδήμου 27 στην Πλάκα. Ακόμα και έτσι, πάντως, δε σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με τα κοινά. Συχνά πυκνά εμφανιζόταν και στη Βουλή στην οδό Σταδίου (το σημερινό Μέγαρο της Παλιάς Βουλής). Αυτό έκανε και την 28η Νοεμβρίου του 1852 όταν σαν απλός πολίτης παρακολούθησε τη θυελλώδη συνεδρίαση που αφορούσε τη δράση του αρχιληστή Σιγδίτσα, για τον οποίο υπήρχε καταγγελία ότι έπαιρνε μισθό από το υπουργείο Στρατιωτικών, παρά το γεγονός ότι εκκρεμούσαν σε βάρος του εντάλματα σύλληψης όχι μόνο για ληστείες, αλλά και για ανθρωποκτονία.
Κάποια στιγμή τα αίματα άναψαν και επικράτησε χάος με τους βουλευτές να αλληλοσπρώχνονται και να τσακώνονται. Κάποιοι πετούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, ενώ κάποιοι άλλοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον των αντιπάλων του. Μέσα στην αναμπουμπούλα αρκετοί έτρεξαν προς την έξοδο με αποτέλεσμα συνωστισθούν στη σκάλα που οδηγούσε στην έξοδο. Εκεί βρέθηκε και ο Ξάνθος ο οποίος ποδοπατήθηκε και έπεσε από ύψος 10 μέτρων, χτυπώντας σοβαρά στα πλευρά, τα πόδια και στο κεφάλι. Λίγες ώρες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στο στρατιωτικό νοσοκομείο που είχε μεταφερθεί.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού ενώ στην κόρη του δόθηκε ένα επίδομα της τάξεως των 150 δραχμών το μήνα. Σημαντική λεπτομέρεια: Ο μισθός του βουλευτή εκείνη την εποχή ήταν 3.000 δραχμές τον μήνα!
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.