Μενού
synthiki_lozanis
Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης | YouTube
  • Α-
  • Α+

Μεσημέρι της 24ης Ιουλίου 1923 στη Λωζάνη της Ελβετίας. Μετά από, κάτι λιγότερο, οκτώ μήνες μια Συνθήκη καθοριστική για το μέλλον της Ελλάδας έχει αποτυπωθεί πάνω στα χαρτιά και «αναμένει» τις υπογραφές. Από τότε μέχρι και σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Κυρίως, όμως, κάθε φορά (συχνά, δηλαδή) που Ελλάδα και Τουρκία έχουν διαφορές γεωγραφικής φύσης επικαλούνται τα άρθρα της. Αυτό από μόνο του καταδεικνύει την ιστορικότητα της συγκεκριμένης ημερομηνίας.

Τι προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης

Πολλοί θεωρούν, λανθασμένα, πως η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Συμβαλλόμενα μέρη ήταν από τη μια πλευρά η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας και από την άλλη οι: Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ρουμανία, Βασίλειο Σέρβων-Κροατών-Σλοβένων (που αργότερα θα μετονομαστεί σε Γιουγκοσλαβία) και βέβαια η Ελλάδα.  Αυτό που όριζαν τα 143 άρθρα της Συνθήκης είναι η επόμενη ημέρα μιας μακράς εμπόλεμης περιόδου που είχε ξεκινήσει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήρθε να αντικαταστήσει δυο άλλα κείμενα. Την Συνθήκη των Σεβρών του 1920, η οποία είχε μεν υπογραφεί από τους Οθωμανούς, αλλά δεν έγινε δεκτή από το καθεστώς του Κεμάλ. Και την ανακωχή των Μουδανιών (Οκτώβριος 1922), ένα προσωρινό κείμενο για την κατάπαυση του πυρός, ουσιαστικά το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Και μιας και έγινε αναφορά στη Συνθήκη των Σεβρών πρέπει να πούμε πως χωροταξικά η Συνθήκη της Λωζάνης «μίκρυνε» την Ελλάδα και γι' αυτό αρχικά αντιμετωπίστηκε ως μια τεράστια ήττα της ελληνικής διπλωματίας και προσωπικά του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν η ταφόπλακα στο όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας». Η Ελλάδα έχανε Ανατολική Θράκη, Ίμβρο και Τένεδο, ενώ και τα όποια σχέδια για προσάρτηση της Σμύρνης είχαν πάει περίπατο δεδομένου πως μιλάμε για μια Συμφωνία που κλείστηκε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Από την άλλη, αντίστοιχα και για την Τουρκία σηματοδότησε την αλλαγή σελίδας. Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από ιστορία αιώνων και η αρχή ενός νέου κοσμικού κράτους που θέλησε να έρθει, έστω και προσχηματικά, πιο κοντά στην Ευρώπη.

Οι διαπραγματεύσεις για να φτάσουμε στις υπογραφές είχαν ξεκινήσεις στις 7 Νοεμβρίου του 1922. Όπως ήδη αναφέρθηκε στο τέλος αυτής της μακράς διαπραγμάτευσης η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία (η οποία, με τη σειρά της, τα μεταβίβασε το 1947 στην Ελλάδα), όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.

Σημείο τριβής ανάμεσα στην Ελληνική και την Τουρκική πλευρά  ήταν η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, κάτι για το οποίο η τελευταία δήλωνε αδυναμία. Τελικά, η Τουρκία δέχθηκε να της αποδοθεί το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα, αντί αποζημιώσεων. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες (το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η «μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως» κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Αργότερα με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία ξαναπέκτησε το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης των Στενών, της Ίμβρου, Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και Σαμοθράκης.

Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. 

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονται επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία εκχώρησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου!

Το παρασκήνιο, τα «ψιλά γράμματα» και ο φόβος του Βενιζέλου

Ειδικά από αυτό το τελευταίο εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως το δόγμα «τα καλά και συμφέροντα» ισχύει και στην συγκεκριμένη περίπτωση. Μεγάλη ευθύνη για αυτό βέβαια έχουν τα... ψιλά γράμματα της Συμφωνίας η οποία ως διπλωματικό κείμενο τιμά τον ρόλο του παίζοντας με τις λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε, η κάθε πλευρά (ειδικά με βάση τη μετάφραση) να μπορεί να το ερμηνεύσει όπως εκείνη θέλει!

Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο, μάλιστα, συχνά – πυκνά το συναντάμε μπροστά μας ακόμα και σήμερα. Αναφερόμαστε στο Άρθρο 13 το οποίο επικαλείται διαρκώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όταν θέλει να μιλήσει για την αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.

«Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τίνος έργου. Θα απαγορευθή εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.

Αι ελληνικαι στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφʹ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».

Το συγκεκριμένο άρθρο, λοιπόν, ουσιαστικά απαγορεύει στην Ελλάδα να εγκαταστήσει ναυτική βάση σε κάποιο από τα νησιά ή να εκτελέσει οχυρωματικά έργα! Επιπλέον, λέει πως οι στρατιωτικές δυνάμεις «θα περιοριστούν στο συνηθισμένο αριθμό όσων καλούνται για στρατιωτική υπηρεσία» και θα υπάρχει δύναμη χωροφυλακής και αστυνομίας «ανάλογη με αυτή που υπάρχει σε ολόκληρο το ελληνικό έδαφος». Το ποιος είναι αυτός ο «συνηθισμένος αριθμός» είναι κάτι που χωράει πολλή συζήτηση.

Όπως είναι φυσικό η Συνθήκη της Λωζάνης δεν έχει «ημερομηνία λήξης». Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση της εν λόγω Συνθήκης, καθώς προσδιορίζει διακρατικά σύνορα και επομένως έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο (άρθρο 62.2 της Σύμβασης της Βιέννης για Δίκαιο των Συνθηκών του 1969), οι συνοριακές ρυθμίσεις είναι απαραβίαστες. Αλλαγή του καθεστώτος της Λωζάνης δεν είναι δυνατή, παρά μόνο εάν υπάρξει συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων μερών.

Η παρουσία του Βενιζέλου στις διαπραγματεύσεις έγινε ως «πρώην πρόεδρος του υπουργικού Συμβουλίου» αφού εκείνη την εποχή δεν είχε κάποιο πολιτικό αξίωμα. Είχε, όμως, έναν μεγάλο φόβο:  Πώς θα τον υποδεχθεί ο λαός όταν επιστρέψει στην Αθήνα. Ως «σωτήρα» ή ως «προδότη»;  Η ψυχολογική κατάσταση του έμπειρο κρητικού πολιτικού φαίνεται ξεκάθαρα από τη δήλωση που έκανε προς την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» λίγες ώρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης.

«Με ερωτάτε ποία είνε η εντύπωσίς μου εκ της υπογραφής της ειρήνης. Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν με την οποίαν υπογράφω την συνθήκην της Λωζάνης, δι’ ης οριστικώς καταργείται η συνθήκη των Σεβρών; Εν τούτοις υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν. Ηττήθημεν. Και μετά την πλήρη διπλωματικήν απομόνωσιν εις ην περιήλθομεν διά της πολιτικής η οποία ωδήγησεν εις την ήτταν, η επανάληψις του πολέμου ηδύνατο να οδηγήση εις πλήρη όλεθρον της Ελλάδος.

»Ενώ διά της θαυμαστής αναδιοργανώσεως του στρατού, την οποίαν κατώρθωσεν η Επανάστασις, επετύχομεν ειρήνην επιτρέπουσαν εις το Έθνος να τερματίση την πολεμικήν περίοδον και ν’ αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής ανασυντάξεως. Εάν, καταπαύοντες τον εμφύλιον σπαραγμόν και επαναφέροντες την κανονικήν λειτουργείαν του Πολιτεύματος, κατορθώσωμεν δι’ ελευθέρων εκλογών την συγκρότησιν Εθνικής αντιπροσωπείας δυναμένης να δώση εις την χώραν Κυβέρνησιν ανάλογον των περιστάσεων, πιστεύω ότι δυνάμεθα να αποβλέπωμεν μετ’ εμπιστοσύνης εις το μέλλον».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας ο Βενιζέλος «υπέγραψε χλωμός, αλλά πολύ ψύχραιμος. Εις τα χείλη του δε εσημειώθη το αχώριστόν του μειδίαμα. Άπαντες οι αντιπρόσωποι είχον στρέψη επ’ αυτού τα βλέμματά των μετ’ άκρας σιγής. Ο κ. Βενιζέλος έθεσε δεκαεπτά υπογραφάς εις τα ισάριθμα κείμενα συμβάσεων και πρωτοκόλλων, χωρίς να προφέρη ουδεμίαν λέξιν. Μετά την υπογραφήν εστράφη αμέσως και επανήλθε ταχέως ίνα καθίση μεταξύ των Ελλήνων αντιπροσώπων. Οι Τούρκοι παρετήρουν τον κ. Βενιζέλον σοβαροί και σιωπηλοί».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.