Μενού
giannakopoulou
Κάτια Γιαννακοπούλου | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Ίσως είναι τα πρόσωπα. Ίσως είναι η ιδιότητα του θύματος. Ίσως, πάλι, πολλοί ταυτίστηκαν και υποστήριξαν τον θύτη. Σε κάθε περίπτωση η δολοφονία του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ελευθεριάδη από την ερωμένη του Κάτια Γιαννακοπούλου, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα, 26 χρόνια από τη διάπραξή της, να προκαλεί τα ίδια έντονα συναισθήματα με εκείνα της 22ας Ιουλίου που μια ερωτική σχέση «πνίγηκε» στο αίμα και έκλεισε τον κύκλο της υπό το κροτάλισμα ενός πιστολιού.

Η γνωριμία και μια έντονη ερωτική σχέση

Η Κάτια Γιαννακοπούλου ήταν, αυτό που θα λέγαμε, μια απόλυτα τυπική Ελληνίδα σύζυγος και μητέρα. Φρόντιζε το σπίτι της, μεγάλωνε το παιδί της, ζούσε με τον άντρα της και είχε και τη δουλειά της. Εργαζόταν ως πλασιέ ειδών δώρου. Η ζωή της κυλούσε, μάλλον, βαρετά. Χωρίς ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα. Η ίδια κάποια στιγμή ένιωθε να ασφυκτιά μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη. Προσπαθεί να βρει ένα διέξοδο. Τελικά, μετά από προτροπή μιας φίλης της, πηγαίνει στην εκκλησία της Παναγίτσας του Παλαιού Φαλήρου.

Όπως της είχε πει η φίλη της, εκεί λειτουργούσε ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος ο οποίος «είναι ένας φωτισμένος άνθρωπος» που ακούει τα προβλήματα των ανθρώπων και προσπαθεί να δίνει λύσεις. Η Γιαννακοπούλου πηγαίνει και συναντά τον ιερέα. Η μια εξομολόγηση θα φέρει την άλλη. Η γυναίκα φαίνεται να έχει βρει τη διέξοδο που έψαχνε. Μοιάζει «μαγεμένη» από τα λόγια και τη φιγούρα του Αρχιμανδρίτη.

Μεταξύ τους δεν είχε γίνει το παραμικρό, μέχρι τη στιγμή που ο Άνθιμος την καλεί στο διαμέρισμά του.«Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», θα πει η ίδια χρόνια αργότερα.

Και κάπου εδώ τα πράγματα αρχίζουν να μπερδεύονται. Η Γιαννακοπούλου πηγαίνει στην Παναγίτσα, βρίσκει τον Αρχιμανδρίτη του ζητά να την εξομολογήσει και εκείνος δέχεται. Η γυναίκα θα πει πως αν και παντρεμένη φίλησε έναν άλλο άνδρα! Ο ιερέας θα της πει πως οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες και θα τη συγχωρέσει. Όλο αυτό μπορεί να μοιάζει... τρελό, αλλά στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο τρόπος που είχαν βρει οι δυο τους για να «σβήνουν» τις όποιες τύψεις είχαν.

Όσο περνά ο καιρός η Γιαννακοπούλου ερωτεύεται τον Αρχιμανδρίτη όλο και πιο πολύ. Όλο και πιο έντονα. «Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο», θα πει αργότερα. Εκείνος φαίνεται να αντιλαμβάνεται το πόσο ερωτευμένη είναι η γυναίκα μαζί του και, όπως η ίδια είπε αργότερα στις Αρχές, φροντίζει να το εκμεταλλευτεί. Της ζητάει συνέχεια χρήματα για διάφορες... εργασίες και επενδύσεις που έχουν πάντα σχέση με την εκκλησία. Και εκείνη, «σηκώνει» κρυφά χρήματα από τον οικογενειακό λογαριασμό και του τα δίνει. Όπως είχε καταθέσει η ίδια η Γιαννακοπούλου, τα χρόνια που είχαν σχέση, του είχε δώσει πάνω από 27 εκατομμύρια δραχμές. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτό το ποσό του το είχε δώσει όταν της είχε πει πως είχε δει ένα όνειρο την Παναγία να του ζητάει να κάνει ένα μεγάλο έργο το οποίο ήταν ιδιαίτερα κοστοβόρο!

Εκείνος της είχε υπογράψει ένα χαρτί, που έμοιαζε αλλά δεν ήταν επίσημη διαθήκη, σύμφωνα με το οποίο, επιθυμούσε όταν πεθάνει να περάσει στην κατοχή της Γιαννακοπούλου το διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη που γίνονταν οι συναντήσεις τους.

Ένας «κόσμος που γκρεμίστηκε» και ένα άγριο φονικό

Όλα, ωστόσο, θα αρχίζουν να αλλάζουν και, μάλιστα, με τρόπο δραματικό, όταν το 1994 ο Αρχιμανδρίτης, για άγνωστο λόγο, θα απολυθεί από την εκκλησία του Παλαιού Φαλήρου. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, μετατέθηκε στο Λονδίνο! Αυτό, όμως, δεν ήταν εμπόδιο για την Γιαννακοπούλου η οποία πήγαινε στη βρετανική πρωτεύουσα με την πρώτη πρωινή πτήση και επέστρεφε στην Αθήνα με την τελευταία βραδινή! Έλεγε στον σύζυγό της πως είχε πολλή δουλειά για να καλύπτει τις ώρες που έλειπε.

Η απόσταση, ωστόσο, δημιούργησε «ρωγμές» στην ερωτική αυτή σχέση. Η Γιαννακοπούλου προσπαθούσε να την κρατήσει ζωντανή. Ο Άνθιμος, ωστόσο, δεν ένιωθε, πλέον, το ίδιο και της ζήτησε να απομακρυνθούν σιγά – σιγά. Εκείνη δεν το δέχεται. Της ζητά να χωρίσουν και εκείνη αρχίζει να τον απειλεί. Έφτασε στο σημείο ακόμα και να ηχογραφεί τις ερωτικές τους συνευρέσεις προκειμένου να τον εκβιάζει.

Η οριστική ρήξη ανάμεσα στο ζευγάρι θα επέλθει τον Σεπτέμβριο του 1996 όταν ο Άνθιμος θα επιστρέψει στην Αθήνα για να ψηφίσει και δε θα την πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Όταν η Γιαννακοπούλου το έμαθε, ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Θα τον πιέσει για μια τελευταία συνάντηση και του υπόσχεται πως δε θα τον ενοχλήσει ξανά. Εκείνος δέχεται. Η συνάντηση θα γίνει στο σπίτι του αρχιμανδρίτη στη Νέα Σμύρνη και δε θα εξελιχθεί καλά. Ο τσακωμός ανάμεσά τους ήταν άγριος και εκείνη θα τον τραυματίσει ελαφρά με μαχαίρι στο λαιμό.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα ο ιερέας θα σκληρύνει τη στάση του. Θα κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της. Ακόμα και όταν κατά λάθος σήκωνε το τηλέφωνο και ήταν η Γιαννακοπούλου έκανε πως δεν τη γνώριζε. Θολωμένη αποφασίζει πως θα τον σκοτώσει. Πηγαίνει στην Ομόνοια και αγοράζει ένα πιστόλι έναντι 480.000 ευρώ.

Όταν ο Άνθιμος επιστρέφει στην Αθήνα εκείνη αποφασίζει να δώσει μια τελευταία ευκαιρία. Πηγαίνει απρόσκλητη στο σπίτι του και του χτυπά την πόρτα. Ο αρχιμανδρίτης εξοργίζεται και της μιλά άσχημα. «Δεν ντρέπεσαι λίγο; Πήγαινε στον άντρα σου και το παιδί σου. Εξαφανίσου από εδώ αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία», της φωνάζει. Η Γιαννακοπούλου αισθάνεται ταπεινωμένη και, πλέον, η απόφασή της έχει «σφραγιστεί». Την επόμενη ημέρα το πρωί, στήνει ενέδρα στον Άνθιμο, έξω από το σπίτι του, στην οδό Φιλαδελφείας. Τον πλησιάζει, βγάζει τον πιστόλι από την τσάντα της και τον πυροβολεί οκτώ φορές. Τις δυο στο κεφάλι.

Μετά την άγρια δολοφονία η γυναίκα θα μπει στο αυτοκίνητο του κουνιάδου της και θα εξαφανιστεί. Αυτόπτες μάρτυρες, ωστόσο, συγκράτησαν τον αριθμό κυκλοφορίας και οι αστυνομικοί δεν άργησαν να συνδέσουν τα κομμάτια του παζλ. Στο μεταξύ η 42χρονη γυναίκα, εγκαταλείπει το αυτοκίνητο, πετάει το όπλο, περνάει τη νύχτα της σε μια οικοδομή στην Καλλιθέα, κυκλοφορεί με ένα ποδήλατο και πηγαίνει όπου τη βγάζει ο δρόμος. Κυκλοφορεί σαν χαμένη. Τελικά, τρεις ημέρες μετά το φονικό, πηγαίνει στο μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στη Μάνδρα. Εξομολογείται τα πάντα σε μια μοναχή η οποία λίγο αργότερα θα καλέσει την αστυνομία. «Τον αγαπούσα ακόμα και την ώρα που τον σκότωνα. Ακόμη τον αγαπώ. Έκανα ότι έκανα για την τιμή τη δική μου και της οικογένειάς μου, που την είχα καταρρακώσει. Μακάρι να μην περάσει καμιά γυναίκα αυτό που πέρασα εγώ. Να μη βρεθεί στο σημείο να αγαπήσει όπως εγώ, τόσο απόλυτα, τόσο ολοκληρωτικά, τόσο τρελά» θα πει στους αστυνομικούς της Ασφάλειας.

Το πόσο πολύ η Γιαννακοπούλου αγαπούσε τον Άνθιμο θα φανεί και από τα όσα είπε στον ανακριτή: «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει. Θα αισθάνομαι πάντα τύψεις. Το μόνο που ελπίζω είναι να με καταλάβει ο Θεός. Όσο και αν ζήσω, δεν είναι δυνατό να ξεχάσω ότι αφαίρεσα τη ζωή ενός παιδιού του Θεού. Ελπίζω να με συγχωρέσει. Δεν μπορώ όμως και να ξεχάσω τι μου πρόσφεραν ο άνδρας και το παιδί μου. Ό,τι και αν κάνω, θα είναι ελάχιστο μπροστά σε αυτό που μου έδωσαν εκείνοι».

Η Γιαννακοπούλου, έχοντας στο πλευρό της τον σύζυγο και τον γιό της, θα καταδικαστεί σε 20 χρόνια κάθειρξη αφού το δικαστήριο της αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος. Σε δεύτερο βαθμό τα ελαφρυντικά δεν έγιναν δεκτά και η Γιαννακοπούλου καταδικάστηκε σε ισόβια αφού θεωρήθηκε ότι έδρασε παρακινούμενη από τον εγωισμό της και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Στο άκουσμα της απόφασης κατέρρευσε και είπε : «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για τον γιο μας». Τελικά, μετά από 16 χρόνια στη φυλακή, η Κάτια Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2013 σε ηλικία 58 ετών.  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.