Τραγουδίστρια. Και μόνο τραγουδίστρια. Αυτό ήθελε να γίνει η Ρόζα Εσκενάζυ και αυτό, τελικά, έγινε. Ήθελε να γράψει τη δική της ιστορία και, τελικά, άλλαξε την ιστορία της ρεμπέτικης μουσικής.
Δύσκολο πλάσμα. Έκανε πάντα αυτό που ήθελε. Δε σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Άλλαξε το ονοματεπώνυμό της. Ήταν Εβραία αλλά στην κατοχή είχε ερωτική σχέση με έναν Ναζί αξιωματικό και έσωσε εκατοντάδες ανθρώπους. «Αέρας» ήταν η Ρόζα Εσκενάζυ.
Μόνη της πατρίδα ήταν το τραγούδι. Και ας στάθηκε ένα από αυτά η αιτία για να επιβάλει ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς λογοκρισία.
Η Σάρα που έγινε Ρόζα
Όταν τη ρωτούσαν πότε γεννήθηκε αυτή απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά «το 1910». Πάντα έκρυβε την πραγματική της ηλικίας. Έκοβε καμιά δεκαετία. Κάπως έτσι φτάσαμε να μην ξέρουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε. Κάπου μεταξύ 1895 και 1897. Ίσως. Κανείς δεν ξέρει. Και μεταξύ μας, τώρα, δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Μπορεί να μην ξέρουμε πότε γεννήθηκε, ξέρουμε, όμως, που γεννήθηκε. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σάρα Σκενάζι. Ο πατέρας της, ο Αβραάμ ήταν παλιατζής. Η μητέρα της, η Φλώρα, έμενε πίσω στο σπίτι για να αναλάβει το μεγάλωμα των τεσσάρων παιδιών της σεφαραδίτικης (Εβραίοι με καταγωγή από την Ιβηρική χερσόνησο) οικογένειας.
Στο άλλαγμα του αιώνα (σε εποχή που η Σάρα δεν είχε... γεννηθεί ακόμα, υποτίθεται), η οικογένεια άφησε πίσω της την Πόλη και έφτασε στη Θεσσαλονίκη με την ελπίδα να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες ζωής. Ο πατέρας βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και έκανε και διάφορες άλλες δουλειές του ποδαριού για να τα καταφέρει. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, ωστόσο.
Προφανώς τα οικονομικά δεν πήγαιναν όπως τα είχαν υπολογίσει και έτσι κάποια στιγμή η μητέρα, η Σάρα και ο ένας αδερφός της, βρέθηκαν στην Κομοτηνή. Εκεί, η μητέρα, είχε βρει δουλειά σε ένα σπίτι πλουσίων. Η Σάρα έφηβη κοπέλα πια πήγαινε και βοηθούσε τη μητέρα της. Ήταν η εποχή που είχε αποφασίσει, πλέον, πως θα γίνει τραγουδίστρια. Είχε ανακαλύψει πως η φωνή της ήταν ιδιαίτερη και σε αντίθεση με την ηλικία της, αυτό... δεν το έκρυβε. Όπου και να πήγαινε τραγουδούσε. Ότι και να έκανε τραγουδούσε.
Μια ημέρα, ενώ βρισκόταν με τη μητέρα της στο σπίτι των πλουσίων και έκαναν δουλειές, η Σάρα έπιασε το τραγούδι. «Κελαηδούσε» όπως έλεγαν όσοι την είχαν ακούσει. Μια ημέρα, έξω από το σπίτι περνούσε ο Τούρκος ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας. Την άκουσε και χωρίς να χάσει χρόνο πήγε και χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού. Ρώτησε ποια ήταν η κοπέλα που τραγουδάει και αμέσως της έκανε πρόταση για να πάει στην ταβέρνα να το κάνει επαγγελματικά. Η Σάρα δέχθηκε αλλά η μητέρα της πέταξε τον Τούρκο με τις κλωτσιές έξω από το σπίτι. Μπορεί εκείνη η συνεργασία να μην έγινε ποτέ, ο «σπόρος», ωστόσο, είχε πέσει. Και είχε «πιάσει».
Όταν επανενώθηκε η οικογένεια στη Θεσσαλονίκη, έμεναν σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στο Grand Hotel Theatre και η Σάρα έβλεπε καθημερινά αυτό που ήθελε να γίνει. Καλλιτέχνης. Έκανε ότι μπορούσε για να βρίσκεται κοντά στην είσοδο του θεάτρου ή μέσα σε αυτό προκειμένου να αρπάξει την ευκαιρία όταν αυτή της δοθεί. Μέχρι και τα κοστούμια των χορευτών κουβαλούσε. Και τελικά τα κατάφερε. Μπήκε και αυτή στην ομάδα των χορευτών.
Τότε, όμως, της χτύπησε ο έρωτας την πόρτα. Ερωτεύτηκε με τον Γιάννη Ζαρδινίδη, γόνο μιας εκ των πιο πλούσιων οικογενειών της Καππαδοκίας. Σαν από σενάριο παλιάς ελληνικής ταινίας, οι γονείς του Ζαρδινίδη, θεωρούν τη Σάρα «γυναίκα χαλαρών ηθών» και την απορρίπτουν. Οι δυο νέοι «κλέβονται», η Σάρα αλλάζει το ονοματεπώνυμο της σε Ρόζα Εσκενάζυ, και για περίπου μια πενταετία ζουν τον απόλυτο έρωτα, ενώ αποκτούν και ένα μικρό αγοράκι.
Το 1917, ωστόσο, ο Ζαρδινίδης πεθαίνει και η Ρόζα νιώθει πως ο κόσμος της γκρεμίζεται. Έρχεται σε επαφή με την οικογένεια του άνδρα της, τους ενημερώνει πως έχει αφήσει τον μικρό Παράσχο σε ένα οικοτροφείο, τους ζητάει να αναλάβουν το μεγάλωμα του παιδιού και φεύγει για την Αθήνα, ώστε να κυνηγήσει το μεγάλο της όνειρο. Με τον Παράσχο ξαναβρέθηκε μετά από πολλά χρόνια στην πρωτεύουσα. «Φτασμένη» ρεμπέτισσα, πλέον, αυτή και υψηλόβαθμος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας εκείνος.
«Πρέζα όταν πιεις, βρε θα ευφρανθείς»
Στην Αθήνα η Ρόζα αρχικά δούλεψε σε καμπαρέ ως χορεύτρια και τραγουδίστρια. Η ιδιαίτερη φωνή της, ωστόσο, αποδείχθηκε το καλύτερο «διαβατήριο», ώστε γρήγορα να αναγνωριστεί το ταλέντο της και να ξεκινήσει η πορεία προς την κορυφή. Σε ένα από τα καμπαρέ που εργαζόταν την ανακάλυψε ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας ο οποίος πήγε αμέσως τη Ρόζα στον Βασίλη Τουμπακάρη της δισκογραφικής εταιρείας Columbia. Το 1928 η Ρόζα Εσκενάζυ κάνει τις πρώτες της ηχογραφήσεις. Μέσα στα επόμενα δυο χρόνια ήταν ήδη αστέρι του ρεμπέτικου.
Το συμβόλαιο που υπέγραψε με την Columbia προέβλεπε πως θα ηχογραφούσε 40 τραγούδια το χρόνο και θα έπαιρνε το 5% από κάθε δίσκο που θα πουλιόταν. Παράλληλα κέρδιζε 200 δραχμές τη βραδιά από τις εμφανίσεις της στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Προπολεμικά η Ρόζα «καθάριζε» μόνο από τις εμφανίσεις της, ενάμιση χιλιάρικο την εβδομάδα. Η κόρη του παλιατζή είχε «πιάσει την καλή». Θα είχε κάνει περιουσία αλλά, όπως έλεγε η ίδια, προτίμησε να φάει τα λεφτά της σε ακριβά ρούχα και πανάκριβα κοσμήματα που ήταν η αδυναμία της.
Η Ρόζα ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που τραγούδησε σε πάλκο. Που έκατσε ανάμεσα σε άνδρες ρεμπέτες. Παθιασμένη τραγουδίστρια. Λάτρεψε το ρεμπέτικο του τεκέ. Ένα δικό της τραγούδι, ωστόσο, ήταν η ταφόπλακα του συγκεκριμένου είδους. Το 1934 η Ρόζα τραγούδησε το «Πρέζα όταν πιεις» που θα έκανε τους σημερινούς... «γκάνγκστα» τράπερς να κοκκινίσουν από την ντροπή τους σε μια εποχή που οι γυναίκες με δυσκολία σήκωναν το βλέμμα να κοιτάξουν τον άνδρα τους.
Με προσωπική παρέμβαση του ίδιου του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά (που προφανώς ενοχλήθηκε από τους στίχους που μίλαγαν για «δικτάτορα» και «κατάντια της Ελλάς») επιβλήθηκε γενική λογοκρισία σε οτιδήποτε είχε σχέση με τα λεγόμενα «χασικλίδικα ρεμπέτικα», τους ανατολίτικους ρυθμούς ακόμα και τα σατυρικά τραγούδια. Οι ρεμπέτες μπήκαν στο περιθώριο και το είδος αναβίωσε ξανά αρκετά χρόνια μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το αναγέννησε το ταλέντο του αξεπέραστου Βασίλη Τσιτσάνη. Όσο για το ίδιο το τραγούδι, κυκλοφόρησε ξανά το 1977 από τη Χαρούλα Αλεξίου. Το «πρέζα όταν πιεις» είχε γίνει «ούζο όταν πιεις» και, πλέον, έκανε και διεθνή καριέρα.
«Δημητρούλα», «Τα κεριά τα σπαρματσέτα», «Ναυτάκι», «Χαρικλάκι», «Κάτω στα λεμονάδικα», «Μπαμπέσα», «Καναρίνι μου γλυκό», «Μπαμ και μπουμ», «Μη βιάζεσαι μικρή μου θα σ’ αρραβωνιαστώ», «Γύφτισσα», «Λιλή η σκανταλιάρα», «Σέρβικος πολίτικος», «Έλα φως μου», «Μού ‘χεις πάρει το μυαλό», «Αερόπλανο θα πάρω», «Πατρινιά» και «Μαρικάκι μου», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια της Ρόζας που έγραψαν τη δική τους ιστορία. Τη δεκαετία του 1930 ηχογράφησε πάνω από 500 τραγούδια.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ωστόσο, της έκοψε τη φορά. Ένας Γερμανός αξιωματικός την ερωτεύτηκε και εκείνη φρόντισε να το εκμεταλλευτεί. Όταν του εξήγησε πως είναι Εβραία, αυτός της έβγαλε ένα πλαστό διαβατήριο και εκείνη δεν έσωσε μόνο τον εαυτό της αλλά και εκατοντάδες ακόμα ανθρώπους. Άγγλους αντιστασιακούς, Έλληνες αντάρτες, Εβραίους... Έσωσε και την ίδια της την οικογένεια λίγο πριν τη μεταφέρουν στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Κάποια στιγμή, ωστόσο, οι Ναζί την κατάλαβαν και την έβαλαν στη φυλακή. Έμεινε εκεί για μερικούς μήνες. Αποφυλακίστηκε και μέχρι την απελευθέρωση έμεινε κρυμμένη υπό τον φόβο να συλληφθεί ξανά.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την καριέρα της, κάνοντας, μάλιστα, πολλές εμφανίσεις και σε διάφορες χώρες στο εξωτερικό (ειδικά στις ΗΠΑ). Η Ρόζα έμεινε στην «πρώτη γραμμή» μέχρι και λίγα χρόνια πριν το βιολογικό της τέλος αν και, πλέον, το ρεμπέτικο δεν ήταν το ίδιο που ήταν προπολεμικά.
Γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο, έναν αστυνομικό ο οποίος ήταν κατά 30 χρόνια μικρότερός της. Οι δυο τους έζησαν έναν μεγάλο έρωτα. Με τα λεφτά που είχε βγάλει η Ρόζα από τις περιοδείες της στις Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασαν και ένα σπίτι στην Κηπούπολη στο Περιστέρι. Εκεί, μία ημέρα σαν σήμερα, το 1980 η Ρόζα Εσκενάζυ (που την τελευταία τριετία της ζωής της έπασχε από αλτσχάιμερ) άφησε την τελευταία της πνοή.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.