Μενού
theodorakis_oropos
Η είσοδος των φυλακών στον Ωρωπό, όπως είναι σήμερα | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Λένε πως οι τοίχοι των φυλακών «έχουν να πουν» τις συγκλονιστικότερες ιστορίες. Πόσο, μάλλον, αν μιλάμε για τη φυλακή που μια δικτατορία είχε φυλακίσει πολιτικούς κρατούμενους. Όλο αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο αν αναλογιστούμε πως μιλάμε για την Απριλιανή χούντα που στις φυλακές του Ωρωπού είχε φυλακίσει τον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη. Σε αυτή την περίπτωση οι τοίχοι έχουν να «διηγηθούν» ιστορίες που σημάδεψαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Ιστορίες που «γέννησαν» τραγούδια που τραγουδήθηκαν και ακόμα τραγουδιούνται.

«Και συ Λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό»

Με την επιβολή της χούντας τον Απρίλιο του 1967 ο Μίκης Θεοδωράκης δε σώπασε. Βγήκε μπροστά, εκμεταλλευόμενος την παγκόσμια αναγνώριση που είχε εξαιτίας της μουσικής του. Πέρασε στην παρανομία και απηύθυνε δημόσια έκκληση για αντίσταση κατά του στρατιωτικού καθεστώτος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μαζί με διάφορους συναγωνιστές του, ιδρύει την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση, το ΠΑΜ και αναλαμβάνει την προεδρία του.

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται από όργανα της χούντας και αρχικά φυλακίζεται στο κτίριο της Ασφάλειας στην περίφημη «Μπουμπουλίνας». Οι χουντικοί έχοντας αντιληφθεί πόσο μεγάλη ζημιά τους έχει κάνει τον βάζουν στην απομόνωση. Στη συνέχεια τον μεταφέρουν στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί ο Θεοδωράκης γράφει την «Κατάσταση Πολιορκίας». Ο ίδιος περιγράφει στο ημερολόγιο του:

«Η Μαρίνα έμεινε στο διάδρομο μπροστά στο κελί αρ. 1 . Μαζί με μιαν άλλη κοπέλα που φορούσε παντελόνια. Όταν με ξαναπήγαν πλάι στο παλιό κελί, η Μαρίνα είχε μεταφερθεί στο κελί των γυναικών. Όταν έκανα τη μεγάλη απεργία πείνας, άκουγα τη φωνή της Μαρίνας που φώναζε τον φρουρό να με προσέχει… Η Μαρίνα έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, εικόνα, νόημα, μπήγονταν στη σάρκα μου. Με πονούσαν. Με ανακούφιζαν. Με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας. Ήταν τα ίδια μου τα λόγια - οι ελπίδες - που έγιναν ''σαπισμένα σταφύλια''. Ήταν η οργή. Η πίκρα. Κι όμως ήταν η δύναμή μας.Έλαβα αρχικά το πρώτο μέρος. Συνέθεσα δίχως ανάσα τη μουσική. Αργότερα στο Βραχάτι μου ΄στειλαν το δεύτερο και το τρίτο μέρος. Σαν μουσική φόρμα είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω το δρόμο που άνοιξα με τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ-ΑΒΕΡΩΦ. Ήταν ένα καινούριο ''τραγούδι-ποταμός'' σε τρία μέρη. Στην αρχή ο τίτλος ήταν ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΒΕΡΩΦ, γιατί εκεί γράφτηκε, μετά την καταδίκη της Μαρίνας από το στρατοδικείο. Η Μαρίνα έγραφε και έσκιζε ευθύς τα ποιήματά της. Σώθηκαν τα δικά μας χάρη σε μια συγκρατούμενη φίλη της, τη Σύλβα Ακρίτα, που φρόντισε  να τα αντιγράψει. Αργότερα μπήκε ο οριστικός τίτλος: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ».

Στις φυλακές Αβέρωφ ο Μίκης ξεκινάει μεγάλη απεργία πείνας η οποία επιβαρύνει την υγεία του. Αποφυλακίζεται και του επιβάλλεται κατ' οίκον περιορισμός. Στη συνέχεια εκτοπίζεται με την οικογένεια του στη Ζάτουνα Αρκαδίας. Τελικά, μια ημέρα σαν σήμερα πριν από 54 χρόνια, περνάει το κατώφλι των φυλακών του στρατόπεδο στον Ωρωπό. Εκεί η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται ξανά. Ο ίδιος, ωστόσο, δε σταμάτησε να γράφει ποτέ.

Ταυτόχρονα υπερασπίζεται τα δικαιώματα τα δικά του αλλά και των συγκρατουμένων του. Στις 19 Δεκέμβρη του 1969, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει επιστολή προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό εκ μέρους των πολιτικών κρατουμένων του στρατοπέδου εκτοπισμένων Ωρωπού.

«Έχομεν την τιμή να σας αποστείλομε συνημμένως είκοσι οκτώ (28) αιτήσεις πολιτικών κρατουμένων του Στρατοπέδου Eκτοπισμένων Ωρωπού και σας παρακαλούμε θερμά να μεριμνήσετε διά την ικανοποίηση των αιτημάτων μας. Eπίσης επισυνάπτομε πλήρη κατάλογο ημών των ιδίων, ώς και τα ονόματα και τας διευθύνσεις των πλησιέστερων συγγενών μας για την περίπτωση που θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να τους βοηθήσετε καθοιονδήποτε τρόπο. Mετά βαθύτατης τιμής δια τους πολιτικούς κρατουμένους του Στρατοπέδου Eκτοπισμένων Ωρωπού: Mίκης Θεοδωράκης».

Φυσικά αυτή η επιστολή δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της. «Σταμάτησε» στη διοίκηση του στρατοπέδου η οποία αφού διάβασε την επιστολή, την επέστρεψε στον θεοδωράκη γράφοντας πάνω στο φάκελο: «Eπιστρέφεται. Δεν υποβάλλονται διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις, όπως ατομικός έκαστος υποβάλει το αιτήματά του, και ουχί ομαδικώς».

Το χουντικής εμπνεύσεως «διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» ο Θεοδωράκης το πήρε και το έκανε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του. «Εμήνυσα στο διοικητή ότι έχει και πνευματικά δικαιώματα, γιατί ο πρώτος στίχος είναι δικός του», είχε πει αργότερα σε συνέντευξη του, ο αξέχαστος μουσικοσυνθέτης! Πληθωρικός και ασταμάτητος λίγες ημέρες αργόγτερα θα γράψει το «Και συ Λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό», ένα τραγούδι που, πραγματικά, έγραψε ιστορία.

Το Ροδόσταμο και η «καντάδα» του Μανώλη Χιώτη

Μανώλης Χιώτης και Μίκης Θεοδωράκης συναντήθηκαν για πρώτη φορά, προδικτατορικά, το 1960. Για τα επόμενα δυο χρόνια η συνεργασία τους ήταν κάτι παραπάνω από στενή. «Πού πέταξε τ' αγόρι μου», «Χείλι μου μοσκομύριστο», «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες», «Βασίλεψες αστέρι μου», «Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός», «Στο παραθύρι στεκόσουν», «Να 'χα τ' αθάνατο νερό», «Γλυκέ μου συ δεν χάθηκες» και βέβαια ο αξεπέραστος «Επιτάφιος» με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λίντα.

Συνεργάζονται ξανά στους «Λιποτάκτες» σε στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη, του αδερφού του Μίκη. «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας», «Χάθηκα» με τον Μανώλη Χιώτη να δίνει πραγματικό ρεσιτάλ στο μπουζούκι. Στη συνέχεια συνεργάστηκαν για την «Πολιτεία» με τραγούδια – σταθμούς όπως «Δραπετσώνα», «Βράχο βράχο τον καϋμό μου», «Παράπονο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Στον κύκλο του «Αρχιπελάγους» χαρίζουν «διαμάντια» όπως «Μαργαρίτα-Μαργαρώ», «Το παλληκάρι», «Είχα φυτέψει μια καρδιά» και βέβαια το «Σε πότισα ροδόσταμο» το οποίο ερμήνευσε η Μαίρη Λίντα. Είναι ξεκάθαρα η εποχή που Θεοδωράκης – Χιώτης και η μοναδική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση γράφουν ιστορία στο ελληνικό τραγούδι.

Το 1964 ο Χιώτης με τη Λίντα πηγαίνουν στις ΗΠΑ και επιστρέφουν το 1968 σε μια... άλλη Ελλάδα. Η χώρα, πλέον, βρίσκεται «εις τον γύψον» και ο Θεοδωράκης μεταφέρεται από φυλακή σε φυλακή. Όταν η χούντα τον φυλάκισε στον Ωρωπό, ο Χιώτης, που έμενε στην περιοχή, θεώρησε πως έπρεπε να πάει να δει τον φίλο και συνεργάτη του. Τα όσα ακολούθησαν τα περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό ο ίδιος ο Μίκης στον α' τόμο της αυτοβιογραφίας του.

«Η άνοιξη είναι αναποφάσιστη. Μια βρέχει, μια φυσά, μια κάνει λιακάδα. Σήμερα η μέρα είναι γιορτινή. Ο ήλιος λάμπει, η θάλασσα αστράφτει, τα πράσινα φύλλα ανατριχιάζουν. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ξεχυθήκαμε στον περίπατο πλάι στο σύρμα. Τα φέρι μπόουτ, κάτασπρα, έρχονται κατά πάνω μας λες και χορεύουν. Στα διακόσια μέτρα στρίβουν απότομα δεξιά και κρύβονται πίσω από το μόλο. Σήμερα δεν είχαμε ''επισκέψεις''. Μόνο μερικές παρέες στη μακρινή παραλία μάς κρυφοκοιτάζουν. Σιγά σιγά ο περίπατος αραιώνει. Όλοι μας νιώθουμε την ανάγκη να πλαγιάσουμε, να παραδοθούμε στη θαλπωρή αυτής τής ανοιξιάτικης μέρας. Δεν θα 'χα κοιμηθεί μισή ώρα όταν με ξύπνησαν. ''Στο μόλο μια παρέα τραγουδά τραγούδια σου και κοιτάζει κατά δώθε, θα 'ναι τίποτα φίλοι σου''.

''Και οι φρουροί''; ''Φαίνεται πως τους αρέσει. Χαζεύουν''. Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το ''Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι...''. Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα. Ο φρουρός σκύβει και μου λέει: ''Δικό σας είναι το τραγούδι, κύριε Μίκη;''. ''Σαν ποιοι να 'ναι;'', με ρωτά ένας συγκρατούμενος. ''Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης''. Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη.Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους .Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: ''Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι...''. Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στο μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους.

Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου, στα 1960. Και τώρα ο Χιώτης ξανάρθε να με δει. Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί. Κι αυτός ήρθε απ' όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι. Ο ενωμοτάρχης τους πλησιάζει. Όμως, φαίνεται, όταν έμαθε την ταυτότητα του Χιώτη αρκέστηκε σε μια απλή σύσταση. Έτσι η παρέα φεύγει αργά, επίσημα, ιερατικά. Πριν την κρύψει το μικρό άσπρο ψαράδικο δίχτυ της παραλίας, σηκώνουν τα χέρια και μας χαιρετούν. Αφήνουμε το σύρμα κι η καρδιά μας είναι βαριά σαν σίδερο. Λες και το κορμί μας άδειασε από ψυχή κι έμειναν μόνο το αίμα και τα κόκαλα. Δε μιλάμε. Πονάμε. Δεν κοιτάζουμε ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα. Μόνο τη γη. Την άλλη μέρα διαβάσαμε στον Τύπο τον αιφνίδιο θάνατο του Μανώλη Χιώτη. ''Χθες επεσκέφθη τον Ωρωπό και ευθύς μετά τον περίπατο είχε την πρώτη καρδιακή προσβολή''». Λίγες ημέρες μετά από εκείνη την ανατριχιαστική «καντάδα» ο Μανώλης Χιώτης πέθανε.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.