Όταν γίνεται ένα έγκλημα οι δρόμοι συνήθως είναι δυο. Είτε αυτό θα εξιχνιαστεί, είτε δε θα εξιχνιαστεί. Υπάρχει, ωστόσο, και ένας τρίτος δρόμος. Να αποδειχθεί πως οι Αρχές προσπάθησαν να «φορτώσουν» το έγκλημα σε κάποιον άσχετο. Αυτό, με τη σειρά του, γίνεται για δυο λόγους. Είτε επειδή οι αστυνομικές αρχές είναι ανίκανες να δώσουν απαντήσεις είτε επειδή στόχος είναι να καλυφθούν οι πραγματικοί ένοχοι και κυρίως να παραμείνουν στο «σκοτάδι» τα κίνητρά τους. Κάτι τέτοιο φαίνεται πως έγινε με την άγρια δολοφονία της δημοσιογράφου Αν Ντόροθι Τσάπμαν πριν από 52 χρόνια, εν μέσω δικτατορίας, στο Καβούρι. Μια δολοφονία που ακόμα και σήμερα παραμένει ανεξιχνίαστη.
Μια «σκοτεινή» δολοφονία, σε μια «σκοτεινή» περίοδο
Η Αν Ντόροθι Τσάπμαν γεννήθηκε το 1946 στο Λονδίνο. Σπούδασε στο Μάντσεστερ και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ως, όπως θα λέγαμε σήμερα, freelance ρεπόρτερ. Συνεργαζόταν κυρίως με το ραδιοφωνικό σταθμό Radio London τον τοπικό σταθμό του BBC. Λέγεται πως της άρεσε το «τουριστικό ρεπορτάζ».
Κάποια στιγμή αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα για ρεπορτάζ. Κανονίζει το ταξίδι μέσω του ταξιδιωτικού οργανισμού Olympic Holidays του Έλληνα Βασίλη Μάντζου που εκείνη την εποχή ήταν ο βασικός οργανισμός που έφερνε στην Ελλάδα Βρετανούς τουρίστες. Η Τσάπμαν έφτασε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κέρκυρα στις 11 Οκτωβρίου 1971 μαζί με ένα γκρουπ τουριστών. Αργότερα όλοι θα πουν πως η συμπεριφορά της κάθε άλλο παρά τουρίστα θύμιζε. Συμμετείχε ελάχιστα στις δραστηριότητες των υπολοίπων και έδειχνε διαρκώς προβληματισμένη και απόμακρη. Στις 14 Οκτωβρίου το γκρουπ φτάνει στην Αθήνα και καταλύει στο ξενοδοχείο Pine Hill στο Καβούρι.. Η Τσάπμαν εξακολουθεί και δεν ακολουθεί τις δραστηριότητες του υπόλοιπου γκρουπ. Κάνει το «δικό της» πρόγραμμα. Νοικιάζει ένα αυτοκίνητο και διανύει καθημερινά μεγάλες αποστάσεις χωρίς να εξηγεί σε κανέναν πού πηγαίνει.
Ενδεικτικό είναι πως την 15η Οκτωβρίου το γκρουπ θα ήταν στο κέντρο της Αθήνας για την κλασική τουριστική βόλτα. Ακρόπολη, Μοναστηράκι, Θησείο... Η Τσάπμαν αντίθετα πήγε και συναντήθηκε με τον πρόεδρο του ΕΟΤ στα γραφεία του οργανισμού στην οδό Αμερικής και στη συνέχεια για αρκετές ώρες εξαφανίζεται. Βρίσκεται ξανά με το υπόλοιπο γκρουπ αργά το απόγευμα για μια δεξίωση. Όταν αργότερα επέστρεψαν στο ξενοδοχείο η Τσάπμαν πηγαίνει αμέσως στη reception και ζητάει να μάθει πότε είναι το επόμενο λεωφορείο για... Αθήνα. Εκείνο το βράδυ ήταν και το τελευταίο που κάποιος τα μέλη του γκρουπ είδαν ζωντανή την Αν Ντόροθι Τσάπμαν.
Όλοι αρχίζουν να ανησυχούν. Την ψάχνουν τόσο συγγενείς και φίλοι από την Αγγλία όσο και το γκρουπ της εδώ στην Ελλάδα. Κανείς δεν μπορεί να δώσει την παραμικρή απάντηση για του που βρίσκεται η νεαρή δημοσιογράφος.
Τελικά, μια ημέρα σαν σήμερα το άψυχο σώμα της Τσάπμαν, φρικτά κακοποιημένο, εντοπίζεται, από ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που είχε πάει να μαζέψει σαλιγκάρια, σε μια θαμνώδη περιοχή πολύ κοντά στη στάση του ΚΤΕΛ. Και από εδώ και πέρα ξεκινούν τα περίεργα. Όταν η αστυνομία έψαχνε την Τσάπμαν τουλάχιστον ένας από τους ανθρώπους που την είδαν να φεύγει ζωντανή από το ξενοδοχείο είχε καταθέσει πως την είχε δει να φεύγει φορώντας μια μίνι φούστα. Όταν οι αστυνομικοί βρήκαν το πτώμα της Τσάπμαν φορούσε παντελόνι! Τα χέρια και τα πόδια δεμένα με σύρμα, το πρόσωπό της είχε μώλωπες από ξυλοδαρμό και στον λαιμό της υπήρχαν σημάδια στραγγαλισμού από δεξιόχειρα.
Ο ιατροδικαστής προσδιόρισε την ώρα θανάτου της Τσάπμαν περίπου τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 15 Οκτωβρίου και είχε εκτιμήσει πως το σημείο της δολοφονίας ήταν διαφορετικό από το σημείο που εντοπίστηκε το πτώμα και πως εκεί την είχαν μεταφέρει τουλάχιστον δυο άτομα! Η σορός της άτυχης νεαρής δημοσιογράφου μεταφέρθηκε στο Λονδίνο όπου και αποτεφρώθηκε πριν τη δουν οι γονείς της…
Κατασκοπευτικό θρίλερ πάνω από το πτώμα της Τσάπμαν
Στις 26 Αυγούστου 1972 συλλαμβάνεται και ομολογεί το έγκλημα του ο 37χρονος Νίκος Μουντής. Ο Μουντής ήταν γνωστός στις αρχές ηδονοβλεψίας με περιοχή «δράσης» το Καβούρι. Είπε πως αρχικά η κοπέλα έψαχνε για σεξ, μετά δεν ήθελε και τελικά όταν αυτή αντιστάθηκε εκείνος τη χτύπησε και στη συνέχεια όταν αυτή προσπάθησε να φύγει εκείνος τη στραγγάλισε επειδή αν πήγαινε στην αστυνομία και έδινε την περιγραφή του οι αστυνομικοί θα έφταναν γρήγορα στα ίχνη του αφού ήταν σεσημασμένος.
Ο Μουντής, μάλιστα, οδηγήθηκε στον τόπο του εγκλήματος για να γίνει αναπαράσταση και οι φωτογράφοι να μπορέσουν να απαθανατίσουν τον «φονιά». Αυτό που από την αρχή έκανε εντύπωση στους πάντες ήταν πως ο Μουντής ήταν αριστερόχειρας και δυσκολευόταν να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι. Τελικά, πριν καν περάσουν 10 ημέρες, ο Μουντής ανακαλεί την ομολογία του και δηλώνει πως οι αστυνομικοί τον βασάνισαν και πως είπε όσα του είπαν να πει επειδή τον απειλούσαν πως θα τον πετάξουν από το παράθυρο.
Στη δίκη που ακολούθησε παρά της αδιανόητες παραλείψεις και τα πολλά κενά, το δικαστήριο δεν έλαβε καν υπόψιν του την ανάκληση της ομολογίας και καταδίκασε, με συνοπτικές διαδικασίες, τον Μουντή σε ισόβια κάθειρξη.
Η υπόθεση μπήκε γρήγορα – γρήγορα στο αρχείο και ο δικτατορικό καθεστώς διαφήμιζε ως μεγάλη επιτυχία την εξιχνίαση. Ο πατέρας της Τσάπμαν, ωστόσο, ουδέποτε πείστηκε πως ο Μουντής ήταν ο φονιάς. Ένα από τα στοιχεία που στήριζε τη θεωρία αυτή ήταν πως ο Μουντής (που ούτως ή άλλως είχε ανακαλέσει την ομολογία) είχε πει πως παρατηρούσε επί ώρες την Τσάπμαν. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατόν να συμβεί καθώς η Τσάπμαν πριν φύγει για τη στάση είχε πάει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να φάει. Ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε πως η Τσάπμαν είχε φάει το πολύ μια ώρα πριν δολοφονηθεί.
Ο Έντουαρντ Τσάπμαν έλεγε πως η κόρη του είχε γνωριστεί με Έλληνες αντιστασιακούς στο Λονδίνο και είχε έρθει στην Αθήνα για να κάνει ουσιαστικά αντικαθεστωτικό ρεπορτάζ. Η Αν, είχε πει στους γονείς της, ότι στην Ελλάδα θα συναντούσε την Αμαλία Φλέμινγκ, που μόλις είχε καταδικαστεί από τη χούντα, σε φυλάκιση 16 μηνών για συνωμοσία.«Μου έχουν εμπιστευθεί μια σημαντική έκθεση που θα με τοποθετήσει ανάμεσα στους καλύτερους δημοσιογράφους του κόσμου», έλεγε χαρακτηριστικά.
Στις 20 Οκτωβρίου 1971, ο Έντουαρντ Τσάπμαν έλαβε μία επιστολή από την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο που έγραφε: «Από την Κυριακή (σσ: 17 Οκτωβρίου 1971), παρακολουθούμε τα νέα αυτού του κατακριτέου εγκλήματος, με ενδιαφέρον και ανησυχία». Όμως, το άψυχο σώμα της Αν, βρέθηκε τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου. Πώς γνώριζε η ελληνική πρεσβεία για το έγκλημα από την προηγούμενη ημέρα; Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή οι μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας τη θεώρησαν πράκτορα ξένων υπηρεσιών, η αστυνομία την απήγαγε, την ανέκρινε με τον τρόπο που γίνονταν οι «ανακρίσεις» εκείνη την εποχή και όταν η Τσάπμαν από τα βασανιστήρια άφησε την τελευταία της πνοή τη μετέφεραν ξανά στο Καβούρι και έστησαν το σκηνικό ενός σεξουαλικού εγκλήματος.
Όσο και αν ο πατέρας της άτυχης δημοσιογράφου προσπάθησε να πετύχει αναψηλάφηση της υπόθεσης δεν τα κατάφερε, ενώ ο Μουντής που είχε καταδικαστεί σε ισόβια τελικά αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβριο του 1983 μετά από αίτηση χάριτος, η οποία έγινε δεκτή, από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας! Έκατσε στη φυλακή μόλις 11 χρόνια.
Από τότε μέχρι και σήμερα η υπόθεση της άγριας δολοφονία της Τσάπμαν παραμένει ανεξιχνίαστη. Πολλοί είναι εκείνοι που κατά καιρούς έχουν ερευνήσει τη σκοτεινή αυτή υπόθεση. Ένας από αυτούς έδωσε μια διάσταση – θρίλερ. Ο διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών, Χρήστος Ιακώβου, είχε γράψει πως η Τσάπμαν από την εποχή που ήταν ακόμα φοιτήτρια είχε στρατολογηθεί από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, την περίφημη MI6 και είχε έρθει στην Ελλάδα με συγκεκριμένη αποστολή: Να συναντηθεί με έναν Σοβιετικό κατάσκοπο ο οποίος θα της έδινε πληροφορίες για το Κυπριακό. Σε αυτό το σημείο στο «παιχνίδι» μπαίνει και η CIA η οποία, σε συνεργασία με τις χουντικές αρχές αφενός προσπάθησαν να εμποδίσουν το ραντεβού και αφετέρου να αποκόψουν τους Βρετανούς από το δίκτυο πληροφοριών.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.