«Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια - δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς - έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου». Αυτή είναι η πρώτη παράγραφος ενός διαμαντιού της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Μόμπι Ντικ «γεννήθηκε» μια ημέρα σαν σήμερα όταν το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ κυκλοφόρησε, με αυτόν τον τίτλο, στις ΗΠΑ.
Παρά το γεγονός πως ο Μέλβιλ έγραψε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας πέθανε μόνος και πάμφτωχος καθώς τότε οι περισσότεροι, στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφόρησαν. Το θέμα, ωστόσο, είναι πως ο Μόμπι Ντικ η φάλαινα φυσητήρας που «πρωταγωνιστεί» στο βιβλίο του Μέλβιλ, υπήρξε στην πραγματικότητα και 31 χρόνια πριν την κυκλοφορία του βιβλίου, είχε «πρωταγωνιστήσει» σε μια φρικτή ιστορία.
Η «γέννηση» του Μόμπι Ντικ
Στο αριστούργημά του, ο Μέλβιλ (όπως ο ίδιος είχε πει, χρειάστηκε περίπου ενάμιση χρόνο να το γράψει) παίζει με τους συμβολισμούς και τις μεταφορές. Αφηγητής είναι ο ναύτης Ισμαήλ ο οποίος βρίσκεται υπό τις διαταγές του Αχαάβ, του καπετάνιου του φαλαινοθηρικού «Ακούσνετ», ο οποίος, για να το θέσουμε ευγενικά, δεν... στέκει και πολύ καλά στα μυαλά του. Ο καπετάνιος αυτός, λοιπόν, είχε αποκτήσει μια εμμονή. Ήθελε να βρει μια θηριώδη λευκή φάλαινα φυσητήρα και να τη σκοτώσει. Ουσιαστικά ήταν μια βεντέτα ανάμεσα στον καπετάνιο και το κήτος. Όπως όλες οι βεντέτες έτσι και αυτή, όμως, οδηγούσε τους πρωταγωνιστές (στην περίπτωσή μας ιδιαίτερα τον καπετάνιο Αχαάβ) σε λάθος κινήσεις. Ο καπετάνιος, ωστόσο, ήθελε να πάρει εκδίκηση για την προηγούμενη «συνάντησή» τους όπου είχε χάσει το πόδι του και τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να το καταφέρει. Δε φοβάται ούτε θεό, ούτε άνθρωπο, ούτε βέβαια το κήτος.
Σήμερα οι κριτικοί κατατάσσουν τον Μόμπι Ντικ ανάμεσα στα αξεπέραστα διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το τοποθετούν ανάμεσα στα Ομηρικά έπη ή τα έργα του Σάιξπηρ. Μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια που παράλληλα με αυτό που υπάρχει στη «βιτρίνα», πίσω από αυτή, έχει πολλά φιλοσοφικά στοιχεία (η μάχη του καλό με το κακό, η μάχη του ανθρώπου με τη μοίρα του ή/και με τη φύση κλπ), πολλές πληροφορίες για τη ζωή στη θάλασσα και κυρίως για τη φαλαινοθηρία.
«Φάνηκε ξεκάθαρα ότι η δική μου ατομικότητα συγχωνεύθηκε τώρα σε μια συμμετοχική εταιρεία των δύο· ότι η ελεύθερη βούλησή μου δέχτηκε ένα θανάσιμο τραύμα, και ότι το λάθος ή η κακοτυχία ενός άλλου μπορεί να βυθίσει, εμένα τον αθώο, σε άδικη καταστροφή και θάνατο… Είδα ότι η δική μου κατάστασή ήταν η ακριβής κατάσταση κάθε άλλου θνητού που αναπνέει, μόνο που, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχει τούτη τη δίδυμη σύνδεση με πληθώρα άλλων θνητών. […] Αλλά χειριζόμαστε σχολαστικά το σχοινί του Queequeg, όπως εγώ, μερικές φορές το έσφιγγα έτσι, που έφτασα πολύ κοντά στο να γλιστρήσω. Ούτε θα μπορούσα βεβαίως να ξεχάσω πως ό,τι και αν κάνεις, έχεις στα χέρια σου μόνο το ένα άκρο του σχοινιού», αναφέρει ο «αφηγητής» Ισμαήλ, σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου.
Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, πως ένα τέτοιο βιβλίο θα απέφερε στον συγγραφέα του φήμη, δόξα και πολλά χρήματα. Στην περίπτωση του Μέλβιλ δεν έγινε τίποτα από τα παραπάνω. Για την ακρίβεια έγιναν όλα... αντίθετα. Ο συγγραφέας του Μόμπι Ντικ απαξιώθηκε, από τους κριτικούς και τους αναγνώστες της εποχής, ως ένας που λίγο – πολύ δεν ξέρει να γράφει. Το βιβλίο δεν πούλησε παρά ελάχιστα αντίτυπα, η αποτυχία ήταν τεράστια ενώ ο ίδιος ο Μέλβιλ πέθανε ολομόναχος, πάμφτωχος και με έχοντας ως δεδομένο πως απέτυχε σε αυτό που ήθελε να κάνει. Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 σε ηλικία 72 χρονών, στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή.
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Μέλβιλ προκειμένου το «Μόμπι Ντικ» να πάρει τη θέση που του άξιζε ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν εύκολα. Έγινε όπερα, έγινε κινούμενα σχέδια, έγινε ταινίες, έγινε κόμικ. Αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους. Έπιασε κορυφή!
Η φρικτή αληθινή ιστορία που ενέπνευσε τον Χέρμαν Μέλβιλ
Και ενώ οι περισσότεροι θα περίμεναν πως όλα αυτά που διαβάζουμε στον Μόμπι Ντικ «γεννήθηκαν» στο κεφάλι του Μέλβιλ, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Στις 20 Νοεμβρίου 1820, δηλαδή 31 χρόνια πριν την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, μια λευκή φάλαινα φυσητήρας, που ζύγιζε περίπου 80 τόνους επιτίθεται κατά του 26,5 μέτρων πλοίου «Έσεξ», 2000 ναυτικά μίλια δυτικά των ακτών της Νοτίου Αμερικής!
Στην πραγματική ιστορία καπετάνιος του φαλαινοθηρικού είναι ο Τζορτζ Πόλαρντ, ένας θαλασσόλυκος από το Ναντάκετ της Μασαχουσέτης. Στην πραγματική ιστορία το τέλος δεν είναι ανάλογο του βιβλίου (δε θα κάνουμε spoiler). Στην πραγματική ιστορία το τέλος είναι σκληρό. Φρικτό. Αδιανόητο.
Τα προβλήματα για το πλοίο ξεκίνησαν δυο ημέρες αφότου είχαν σαλπάρει. Το πλοίο έπεσε σε καταιγίδα. Το ένα κατάρτι του έσπασε και λίγο έλειψε να βυθιστούν. Το ότι δε βυθίστηκαν το θεώρησαν καλό σημάδι και έτσι μετά από τις απαραίτητες επισκευές το ταξίδι συνεχίστηκε. Αρχικά στη θάλασσα της Νότιας Αμερικής και μετά στον Νότιο Ειρηνικό. Μετά από πολλές περιπέτειες οι βάρκες του «Έσεξ» καμάκωσαν φάλαινες οι οποίες, όμως, ήταν τόσο μεγάλες που τους τράβηξαν μακριά. Πάνω στη μάχη, πρώτος ο Πόλαρντ είδε μια τεράστια φάλαινα φυσητήρα, να ετοιμάζει την επίθεσή της. Όπως είχε πει ο καπετάνιος ήταν περίπου 26 μέτρα! Η φάλαινα χτύπησε το πλοίο με ταχύτητα σχεδόν 3 κόμβων. Πέρασε κάτω από το «Έσεξ» το χτύπησε με την ουρά της κάμποσες φορές και στη συνέχεια έφυγε, πήρε φόρα και το ξαναχτύπησε με το κεφάλι της.
Μετά την επίθεση της φάλαινας στο «Έσεξ» ο καπετάνιος και το πλήρωμά του κατάφεραν να επιβιώσουν επειδή μπήκαν σε δυο βάρκες τις οποίες έδεσαν για να μείνουν μαζί. Πρόλαβαν και πήραν κάποια τρόφιμα μαζί τους αλλά και αυτά τελείωσαν γρήγορα ή χάλασαν. Έζησαν τρεις μήνες μέχρι να τους βρουν και να τους διασώσουν. Επί τρεις μήνες. Μόνοι τους. Στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού. Χωρίς φαγητό. Ο θάνατος ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένος. Εκτός και αν... Ναι. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις της παγκόσμιας ιστορίας οι επιζήσαντες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην αποτρόπαια πράξη του κανιβαλισμού προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή. Οι ναύτες έτρωγαν κομμάτια από τις σάρκες των συντρόφων τους. Ο ίδιος ο Πόλαρντ έφαγε τον νεκρό ξάδερφό του!
Μόνο πέντε άτομα επέζησαν. Επέστρεψαν στη στεριά και έκαναν διάφορες δουλειές. Όλοι εκτός από τον Πόλαρντ ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θάλασσα παρά τα όσα έζησε. Έγινε, μάλιστα, καπετάνιος του (επίσης φαλαινοθηρικού) πλοίου «Δυο Αδέλφια». Η τύχη του, ωστόσο, δεν άλλαξε.
Σε ένα από τα πολλά ταξίδια που έκανε βυθίστηκε όταν έπεσε πάνω σε ύφαλο 600 ναυτικά μίλια Βορειοδυτικά της Χαβάης. Μετά και από αυτή την κακοτυχία ο Πόλαρντ απέκτησε τη φήμη του «καταραμένου καπετάνιου» και κανείς πλοιοκτήτης δεν του εμπιστεύθηκε ξανά το πλοίο του. Έτσι, σχεδόν υποχρεωτικά, βγήκε στη σύνταξη και επέστρεψε στο Ναντάκετ όπου έγινε ο νυχτοφύλακας του χωριού. Εκεί γνώρισε έναν πρώην φαλαινοθήρα και νυν τελωνειακό υπάλληλο ο οποίος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιπέτεια που είχε ζήσει με το «Έσεξ». Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Χέρμαν Μέλβιλ!
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.