«Την Κυριακή, 14 Αυγούστου, κομάντος ανταρτών της οργάνωσής μας επιτέθηκε στο ΙΘ' Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα, το κατέλαβε και απαλλοτρίωσε τον οπλισμό του, όπως και ορισμένα άλλα αντικείμενα χρήσιμα στον επαναστατικό αγώνα». Με τον τρόπο αυτό ξεκινούσε η προκήρυξη με την οποία η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» αναλάμβανε την ευθύνη για το... μεγαλύτερο φιάσκο στην ιστορία της Ελληνικής Αστυνομίας. Ήταν μια ημέρα σαν σήμερα, πριν από 35 χρόνια, όταν το γόητρο της ΕΛΑΣ δεχόταν το πιο ηχηρό «χαστούκι».
Η ενέργεια που ρεζίλεψε την αστυνομία
Είναι γνωστό πως τον Αύγουστο και ιδιαίτερα, τέτοιες ημέρες, λίγο πριν – λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, το ελληνικό δημόσιο δεν λειτουργεί (για να το θέσουμε ευγενικά) σε φουλ ρυθμούς. Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς πως υπηρεσίες όπως η Ελληνική Αστυνομία θα βρίσκονταν σε έναν στοιχειώδη βαθμό επιφυλακής. Αν υποθέσουμε πως αυτό ισχύει σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη δεκαετία του 1980 που, είναι γνωστό, πως οι περισσότερες υπηρεσίες λειτουργούσαν στον... αυτόματο. Και αυτό αφορούσε και την αστυνομία.
Αυτό φρόντισαν να εκμεταλλευτούν τα μέλη της 17Ν που, αργά το μεσημέρι εκείνης της ημέρας, εισέβαλαν στο ΙΘ' Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα, έδεσαν, φίμωσαν και έκλεισαν στα κρατητήρια τους τέσσερις αστυνομικούς (τρεις άνδρες και μια γυναίκα) που εκείνη την ώρα είχαν υπηρεσία, αφαίρεσαν διάφορα έγγραφα, σφραγίδες, ασύρματους, στολές και οπλισμό και αποχώρησαν σαν κύριοι. Επιβιβάσθηκαν σε σταθμευμένο φορτηγό και κατευθύνθηκαν προς την οδό Δαμάρεως στο Παγκράτι.
Η εισβολή ξεκίνησε με ένα μέλος της 17Ν να παριστάνει τον αστυνομικό και ένα άλλο μέλος να κάνει τον κρατούμενο. Έτσι έφτασαν στην κεντρική είσοδο του Τμήματος. Στη δίκη της οργάνωσης, η μάρτυς Nίκη Bεργή, η οποία είναι αστυνομικός και υπηρετούσε την επίμαχη ημέρα στο αστυνομικό τμήμα Βύρωνα, αναγνώρισε με βεβαιότητα ως δύο από τους δράστες της εισβολής το Σάββα Ξηρό ως τον άνθρωπο που είχε εμφανιστεί ως αστυνομικός, αλλά και το Βασίλη Τζωρτζάτο ως εκείνον που παρίστανε τον κρατούμενο. Αστυνομικές πηγές ανέφεραν πως αυτός που ήταν ντυμένος αστυνομικός ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας και εκείνος που παρίστανε τον κρατούμενο ήταν ο Χριστόδουλος Ξηρός αλλά όλα αυτά μικρή σημασία έχουν μπροστά σε όσα ακολούθησαν στο εσωτερικό του Τμήματος. Οι έκπληκτοι, αιφνιδιασμένοι και τρομαγμένοι αστυνομικοί κλειδώθηκαν στο κρατητήριο και τα μέλη της 17Ν «όργωναν» το Τμήμα για να βρουν αυτά που ήθελαν να πάρουν. Φανταστείτε ανάλογο σκηνικό να είχε γίνει στις ημέρες μας...
«Στη συνέχεια τους δέσαμε και τους κλείσαμε στο βρωμερό, επίσης, κρατητήριο τους, όπου η αρχιφύλακας κάθισε στο μοναδικό στρώμα», περιέγραφε η 17Ν στην προκήρυξη με την οποία αναλάμβανε την ευθύνη για την εισβολή και την είχε στείλει στην εφημερίδα το «Έθνος» τρεις ημέρες αργότερα.
Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη φορά, τότε, που η οργάνωση είχε συνοδεύσει προκήρυξη με «φωτογραφικό υλικό»! Στη φωτογραφία εικονίζονται τα όπλα που απαλλοτριώθηκαν, με φόντο τις φωτογραφίες του Μαρξ και του Βελουχιώτη και μια σημαία της οργάνωσης. Ο συντάκτης της προκήρυξης, μάλιστα, συμπλήρωνε ότι «ο επαναστατικός αγώνας των λαϊκών δυνάμεων απαιτεί όλο και περισσότερο οπλισμό και υλικά» και, μάλιστα, συνέστησε στους αστυνομικούς να «υπακούουν» στις «οδηγίες» των μελών της οργάνωσης και να μην αντιστέκονται για να μην υποστούν αντίποινα!
Η όλη επιχείρηση κράτησε περίπου 20 λεπτά και φεύγοντας τα μέλη της 17Ν πήραν μαζί τους δύο μακρύκαννα, δύο αυτόματα, δύο περίστροφα, έξι φορητούς ασυρμάτους, τέσσερα πηλίκια αστυνομικών, τις σφραγίδες του Τμήματος Βύρωνα και του Παραρτήματος Ασφαλείας. Σχεδόν το σύνολο των όπλων που είχαν αφαιρεθεί βρέθηκε στις γιάφκες των οδών Δαμάρεως 73 και Πάτμου 84, το καλοκαίρι του 2002.
«Η πρώτη ένοπλη εισβολή σε ΑΤ από τα χρόνια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ»
Στο βιβλίο του με τίτλο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (εκδόσεις Λιβάνη, σελ: 307-310), ο Δημήτρης Κουφοντίνας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την εισβολή των μελών της οργάνωσης μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Ακολουθούν εκτεταμένα αποσπάσματα, αυτής της περιγραφής:
«Χρειαζόμασταν οπλισμό, στολές και πηλίκια, σφραγίδες και προπαντός άγραφα δελτία ταυτότητας. Από καιρό ψάχναμε να βρούμε το κατάλληλο Τμήμα. Στην τελική επιλογή βάρυναν η κατάλληλη θέση του, ότι ξέραμε καλά την περιοχή και ότι είχαμε ήδη ένα παράνομο σπίτι κοντά. Ίσως αυτό που βάρυνε, στο βάθος, να ήταν ότι το ίδιο Τμήμα το είχε χτυπήσει ο ΕΛΑΣ. Ότι ήταν μια γειτονιά πλούσια σε αγωνιστική ιστορία, σε επαναστατική παράδοση.
Αρχίσαμε συστηματικές παρατηρήσεις: Να μάθουμε τη δύναμη του τμήματος, την κίνησή του, τις συνήθειες του προσωπικού του, την κίνηση των περιπολικών. Το εστιατόριο δίπλα του απέκτησε σταθερή πελατεία. Οικοδόμοι από κάποιο απροσδιόριστο κοντινό γιαπί, υπάλληλοι, φοιτητές και άλλοι ανακάλυψαν όλοι το νόστιμο φαγητό του. Και συνήθιζαν να κάθονται όλοι στο ίδιο τραπέζι, με τη μοναδική θέα. [...].
Θα ήταν δύσκολη και περίπλοκη ενέργεια. Απέναντί μας ήταν άνθρωποι οπλισμένοι και εμείς θα μπαίναμε στο σπίτι τους. Επιπλέον, οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να ερχόταν κάποιο περιπολικό. Υπολογίζαμε ότι θα μέναμε μέσα αρκετή ώρα. Παρακολουθούσαμε συνεχώς της ασύρματες επικοινωνίες της αστυνομίας και της Ασφάλειας. Ξέραμε καλά τους κώδικες, τα συνθηματικά. [...].
Στην ενέργεια πήραμε μέρος πολλοί. Καλοντυμένοι, με κοστούμια ή καλό σπορ ντύσιμο. Από κάτω, οι περισσότεροι φορούσαν βερμούδες και καλοκαιρινά φανελάκια. Στα αυτοκίνητα διαφυγής είχαν προβλεφθεί τσάντες από τις οποίες εξείχαν ψάθες παραλίας, πετσέτες, αναπνευστήρες, που θα τους μετέτρεπαν σε λουόμενους οι οποίοι περιμένουν το λεωφορείο για την πλαζ. Νοικιάσαμε και ένα σπίτι εκεί κοντά. ''Μιας χρήσης'', προσωρινός σταθμός για τα ογκώδη τουφέκια G3 που θα παίρναμε. Ένα μαγαζάκι. Αρχίσαμε να το βάφουμε, να το σουλουπώνουμε, καλύψαμε με εφημερίδες την τζαμαρία. Αργότερα το αφήσαμε: ''Η κρίση, ξέρετε...''. Ήξερε».
Στη συνέχεια ο Δημήτρης Κουφοντίνας περιγράφει την αντίδραση του φρουρού στο εξωτερικό φυλάκιο του Τμήματος. «Ο φρουρός από τη ζέστη, είχε αφήσει το εξωτερικό φυλάκιο, στεκόταν μέσα, στον προθάλαμο. Όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του εικονικού αστυνομικού, γκρίνιαξε: ''Άσε τις μαλακίες, συνάδελφε. Όρεξη έχεις μεσημεριάτικα''; Χρειάστηκε να προστεθεί στο περίστροφο και το αυτόματο του ''κρατούμενου''. Ούτε αυτό το επιχείρημα τον έπεισε. Ούτε τα όπλα των επόμενων δυο δικών μας. Το μυαλό του δεν μπορούσε να το δεχτεί. Δεν έδινε με τίποτα το όπλο του. Καθυστερούσαμε. Του το πήραμε με το ζόρι και ακόμα μας κοίταζε σαν χαμένος. Χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.
Εκείνος που δεν μπορούσε να το πιστέψει με τίποτα ήταν ο ασφαλίτης. Μέσα στο βασίλειο του, στο άντρο του, όπου έμπαιναν πολίτες περιδεείς, τώρα έπρεπε να υπακούει σε κοφτές διαταγές, να γίνει κρατούμενος. Τα μάτια του έβγαζαν τόσο δολοφονικό μίσος που δεν είχα ξαναδεί. ''Ταπεινώθηκε το Τμήμα'', θα πει αργότερα. Οι υπόλοιποι ήταν σοκαρισμένοι αλλά συνεργάσιμοι».
Τέλος, ο Κουφοντίνας αναφέρει: «Όταν φεύγαμε, ακούγονταν ήδη οι πρώτες φωνές τους. ''Βοήθεια'', ''Τρεχάτε γειτόνοι'', φώναζαν. Ύστερα κατάλαβαν ότι γίνονται ρεζίλι και σταμάτησαν. Έπειτα από μισή ώρα ήρθε ένα περιπολικό. Τους έψαχναν. Ήταν κλειδωμένοι στο κρατητήριο με λουκέτο. Δεν μπορούσαν να τους ανοίξουν. ''Βρες μια πέτρα να το σπάσεις'', τους φώναζαν οι έγκλειστοι.
Αργότερα στείλαμε μια φωτογραφία με όσα πήραμε. Τα λάφυρα πολέμου, όπλα στολές, χαρτιά, σφραγίδες κλπ. κατω από το κόκκινο αστέρι και το βλέμμα του Μαρξ, του Τσε και του Άρη. Ήταν η πρώτη ένοπλη εισβολή σε αστυνομικό τμήμα από τα χρόνια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ [..] Τα όπλα από το Τμήμα ενίσχυσαν το οπλοστάσιο της 17Ν. Ιδιαίτερα τα G3. Από τότε τα ελικόπτερα της αστυνομίας πήραν ύψος, πετούσαν ψηλότερα, έξω από το βεληνεκές των μακρύκαννων τουφεκίων. Οι σφραγίδες και τα άγραφα δελτία αστυνομικής ταυτότητας έδωσαν ώθηση στη δουλειά που γινόταν στο εργαστήρι πλαστογραφίας».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.