Παλιά, στη γειτονιά μας, αν δε νύχτωνε ή αν δε φώναζε η μάνα, πίσω δε γυρνάγαμε. Θα παίζαμε μέχρι τελικής πτώσης. Τίποτα δεν μπορούσε να διακόψει το παιχνίδι με την μπάλα. Ή σχεδόν τίποτα. Αν κάτι σου τραβούσε την προσοχή, ας πούμε, εννοείται πως το σταματούσες και έτρεχες να δεις τι συμβαίνει. Παιδική περιέργεια. Όπως εκείνο το μεσημέρι που είχα δει από το βάθος του δρόμου τον παππού μου να έρχεται προς το σπίτι. Τον είδα «κάπως». Σχεδόν να χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει. Πέταξα την μπάλα μακριά και έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Μπήκα μέσα στο σπίτι και τον είδα να κρατάει στα χέρια του μια φωτογραφία. Ψέμματα. Δεν ήταν φωτογραφία. Καρτ ποστάλ ήταν. Το σκληρό χαρτί ήταν σχεδόν κιτρινισμένο. Ξεφτισμένο στις άκρες αλλά φαινόταν καθαρά μια πόλη... ή ένα χωριό. Δεν μπορούσα να καταλάβω.
Προσπαθούσα να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου για να δω και εγώ. «Μα τι κοιτάνε»; Η παιδική περιέργεια γινόταν όλο και πιο έντονη μέχρι που ο παππούς μου γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Έλα, Νικολή, έλα να δεις το χωριό μου. Αυτό είναι το χωριό μου». Παραξενεύτηκα. Γιατί να θέλει να μου δείξει το χωριό μας; Άλλο πάλι και τούτο. Λες και δεν έχω ξαναπάει. Όταν είδα τη φωτογραφία, πράγματι συνειδητοποίησα, πως δεν είχα ξαναπάει. Αυτό δεν ήταν το χωριό μας. Ο παππούς κοίταζε τη φωτογραφία και ήταν σα να περπατά στα σοκάκια του χωριού. Σα να «τραβάει» όλες εκείνες τις μυρωδιές από τα λουλούδια, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα φαγητά. Και όσο πιο πολύ «ταξίδευε», τόσο πιο πολύ γέμιζαν τα μάτια του με δάκρυα.
Μου είπαν πως, ναι, το χωριό μας είναι στην Κρήτη αλλά ο παππούς έφτασε εκεί επειδή τον έδιωξαν από το «κανονικό» χωριό του. Το οποίο δεν ήταν στην Κρήτη αλλά στη Μικρά Ασία. Και πού ήταν αυτή η Μικρά Ασία; Ποιος τον έδιωξε από εκεί; Γιατί τον έδιωξε; Πολλές οι ερωτήσεις. Πολλές οι πληροφορίες. Πολλά όσα θα ήθελα να τον ρωτήσω αλλά δεν πρόλαβα γιατί όταν εγώ, πλέον, μεγάλωσα και με ενδιέφεραν όλα αυτά, εκείνος είχε «φύγει».
Η αλήθεια είναι πως απ' ότι διαβάσατε παραπάνω το μόνο σίγουρο είναι πως όντως κάποια στιγμή ο παππούς μου, είχε έρθει στην Αθήνα για να μας επισκεφθεί και σε μια βόλτα του στην Ομόνοια είχε βρει αυτή την καρτ ποστάλ. Δεν ξέρω αν όλα τα άλλα τα δημιούργησα μέσα στο μυαλό μου για να «ντύσω» μια κατάσταση «άβολη» που δεν μπορούσα να αντιληφθώ. Δεν ξέρω αν τα θυμάμαι όλα αυτά επειδή τα έχω ακούσει δεκάδες φορές σε κυριακάτικα, οικογενειακά τραπέζια κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν ξέρω. Μπορεί και να το έζησα έτσι ακριβώς. Μπορεί και όχι. Το μόνο που ξέρω είναι πως πια όσες φορές και να με βάλει κάποιος να του πω αυτή την ιστορία, έτσι ακριβώς θα του την πω.
Όπως και την άλλη. Εκείνη με την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Δεν τον είχα ακούσει να τη λέει. Την έλεγαν οι άλλοι. Εκείνη η εικόνα ήταν από τα λίγα πράγματα που είχε φέρει μαζί του από τη Σμύρνη. Όταν έφυγαν από το χωριό, κυνηγημένοι από τους Τσέτες, και πήγαν σε εκείνη την προβλήτα που από παράδεισος είχε μετατραπεί σε πύρινη κόλαση, με σκοπό να περάσουν απέναντι, μέσα σε λάσπες, στάχτες, χαλάσματα και νεκρούς κάποια στιγμή πάτησε κάτι που έμοιαζε με ξύλο. Έσκυψε για να δει τι ήταν. Έβγαλε την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Την καθάρισε όπως – όπως, την έβαλε μέσα στα λιγοστά υπάρχοντά του και την έφερε μαζί του στην Ελλάδα. Δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Μέχρι το τέλος.
Το λεβέντικο χωριό της Σμύρνης
Τον αγαπούσε πολύ τον τόπο του. Ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο, απ' όλους τους ανθρώπους που ξεριζώνονται και πρέπει να ζήσουν σε έναν άλλο τόπο. Όσο και αν αγαπήσεις εκείνον τον καινούργιο τόπο, ο παλιός είναι ο παράδεισος που έχασες. Αυτό αλλά και το ότι έχασα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του και να τον ρωτήσω χιλιάδες πράγματα, ήταν η κινητήριος δύναμη για να ψάξω λίγο παραπάνω να μάθω για εκείνον τον παράδεισο που τελικά, στις ύστατες ώρες, «έκρυβε» μια ιστορία ηρωισμού.
Σεβδίκιο τον έλεγαν ή αλλιώς Σεβντικιόι. Ετυμολογικά η λέξη είναι σύνθετη. Το πρώτο συνθετικό είναι το σεβντί. Ο σεβντάς. Ο έρωτας. Το δεύτερο συνθετικό είναι η λέξη κιόι. Το χωριό. Το Σεβδίκιο ήταν το χωριό του έρωτα. Υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία που θέλει να είναι μια εξελληνισμένη λέξη που προέρχεται από το τουρκικό Σεγίντ που σημαίνει ο ηγεμόνας, ο τιμώμενος από τον λαό. Σε αυτό «κόλλησε» και το κιόι που σημαίνει χωριό και κάπως έτσι το Σεγιντκιόι έγινε Σεβδικιόι. Παραλλαγή της συγκεκριμένης εκδοχής είναι πως το χωριό πήρε το όνομά του από έναν Σελτζούκο ιεροκήρυκα, ονόματι Σεϊντί Μουκερέμ Εντίν. Σεϊντίκιοϊ, δηλαδή χωριό του Σεϊντί. Υπάρχουν ιστορικοί που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη εκδοχή. Εγώ ιστορικός δεν είμαι αλλά συνειδητά επιλέγω την πρώτη και αρνούμαι να συζητήσω έστω τη δεύτερη ή την τρίτη.
Το Σεβδίκιο βρισκόταν περίπου 12 χιλιόμετρα νότιο – νοτιοδυτικά της Σμύρνης. Χτισμένο ανάμεσα σε εύφορους λόφους, δάση και γόνιμες κοιλάδες. Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε πάνω από 8.000 κατοίκους. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν Έλληνες έποικοι από Σάμο, Άνδρο αλλά και την ηπειρωτική Ελλάδα, από ανθρώπους που είχαν φτάσει εκεί κυρίως από τη Ρούμελη και τον Μοριά από τον 18ο αιώνα και έπειτα. Υπήρχαν και κάμποσες δεκάδες Αρμένιοι και λιγοστοί Τούρκοι. Είχε τέσσερις μαχαλάδες. Τον Απάνου, τον Κάτου, το Τσάι και τον Σταθμό. Κεντρικό σημείο ήταν το Κεφαλάρι, η κεντρική πλατεία. Η καρδιά του χωριού χτυπούσε εκεί.
Οι ιστορικοί λένε πως πρόκειται για έναν μεταβυζαντινό οικισμό. Στα πρώτα χρόνια την ύπαρξής του υπήρχε ένας μικρός πληθυσμός Τούρκων που τον κατοικούσε. Αγροτικός πληθυσμός. Φτωχός. Ένα καφενείο και ένα τζαμί υπήρχαν μόνο. Η Ελληνική παρουσία εκεί αρχίζει να καταγράφεται από το 1765 και μετά οπότε και ο τόπος αρχίζει να αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς. Σε αυτό, βέβαια, οφειλόταν και το γεγονός πως μέσα από το χωριό περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στη Σμύρνη.
Η κεντρική εκκλησία ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Έλληνες και Τούρκοι έλεγαν πως τα θαύματα που είχαν γίνει ήταν πολλά. Στο μεγάλο πανηγύρι, κάθε 8 Μάη, γιόρταζαν όλοι μονιασμένοι και πάντα με την παρουσία του εκάστοτε Μητροπολίτη Σμύρνης, να προσδίδει αίγλη στους εορτασμούς. Για τους νέους τα δυο μαρμάρινα συντριβάνια της εκκλησίας ήταν σημείο συνάντησης. Δίπλα στην εκκλησία, στεγάζονταν και τα σχολεία. Ένα αρρένων, ένα θηλέων και το νηπιαγωγείο. Κατά μέσο όρο φοιτούσαν σε αυτά κάθε χρόνο περίπου 750 μαθητές και μαθήτριες και δίδασκαν περίπου 15 δάσκαλοι.
Κατά βάση ο πληθυσμός ήταν αγροτικός. Κύρια δραστηριότητα ήταν η ελαιοπαραγωγή αλλά υπήρχαν και αρκετά τυροκομεία (το ζωικό κεφάλαιο εκτιμάται στα 30.000 ζώα) και οινοποιία απ' όπου έβγαινε το φημισμένο σεβντικαλιό μαύρο κρασί. Ενδεικτικά, στις αρχές του 20ου αιώνα, το χωριό, αφού πρώτα ικανοποιούσε τις ανάγκες των χιλιάδων κατοίκων του, εξήγαγε 4.000 τόνους δημητριακών, 2.320 τόνους λάδι, 1.000 τόνους καπνά, 600 τόνους κρασί, καθώς και άφθονα φρούτα και λαχανικά. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης ορυχεία μολύβδου και λιγνίτη που εφοδίαζαν τα εργοστάσια της Σμύρνης.
Όταν ο παράδεισος μετατράπηκε σε κόλαση
Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1908 όταν άτακτοι Τούρκοι έκαναν καταδρομικές επιδρομές, λεηλατούσαν περιουσίες, λήστευαν, κατέστρεφαν και σκότωναν. Όταν ο Ελληνικός Στρατός, τον Μάη του 1919, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη οι ρόλοι άλλαξαν. Ορισμένοι Έλληνες ξέσπασαν τη μανία τους πάνω στα σπίτια και τις περιουσίες των Τούρκων συγχωριανών τους. Έπαιρναν εκδίκηση για τα όσα είχαν συμβεί μερικά χρόνια νωρίτερα.
Όταν κατέρρευσε το μέτωπο όλοι άρχισαν να φεύγουν προς τη Σμύρνη με την ελπίδα πως θα βρουν μια θέση σε ένα καράβι ή σε μια βάρκα για να περάσουν απέναντι. Κάποιοι πρόλαβαν. Για άλλους ήταν αργά. Τα δυσάρεστα νέα τα μετέφερε στους Σεβδικιανούς ο συνταγματάρχης Σεγκίνης (ο οποίος αργότερα αιχμαλωτίστηκε και πέρασε 7 φρικτούς μήνες στα χέρια των Τούρκων). Τους είπε πως οι Τσέτες είχαν περικυκλώσει το χωριό και ήταν έτοιμοι να εισβάλλουν. Τους είπε, επίσης, πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, τους εξήγησε πως ο στρατός συντεταγμένα θα υποχωρήσει προς τη Σμύρνη και πως καλό θα ήταν να κάνουν και οι ίδιοι κάτι ανάλογο.
Οι Σεβδικιανοί, όμως, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να αφήσουν τον παράδεισο τους. Όταν ο στρατός άρχισε να υποχωρεί οι άνδρες βγήκαν στο δρόμο και τους φώναζαν να μείνουν και να πολεμήσουν. Οι στρατιώτες, όμως, είχαν διαταγές και έφευγαν. Τότε πολλοί ήταν εκείνοι που χίμηξαν πάνω στους φαντάρους και τους έπαιρναν τον οπλισμό. Ακολούθησαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Οι ντόπιοι να χτυπάνε τους φαντάρους για να τους πάρουν τα όπλα. Εικόνα πλήρους διάλυσης. Εικόνες ντροπής.
Από το χωριό έφυγαν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Έφτασαν μέσα από φρικτές περιπέτειες στη Σμύρνη και από εκεί πέρασαν στην Ελλάδα. Διασκορπίστηκαν στην Κρήτη, την Αθήνα, την Πελοπόννησο και αλλού όπου οι ντόπιοι τους υποδέχονταν ως «εισβολείς» και ως «τουρκόσπορους». Ο δικός μου ο παππούς, μικρό παιδί τότε, κατέληξε στην Κρήτη. Σε ένα από τα τρία προσφυγοχώρια που βρίσκονται στα ορεινά του Ηρακλείου. Τον Στείρωνα, τις Αμουργέλες και το Πανόραμα. Γι' αυτό και δύσκολα, ακόμα και σήμερα συναντάς σε αυτά τα χωριά επίθετο με την κατάληξη -άκης. Εκεί έχτισαν τις νέες τους ζωές. «Γαντζωμένα» όλα τους πάνω στα βράχια αλλά με μια θέα που σου κόβει την ανάσα. Πριν έμεναν εκεί Τούρκοι. Μετά ήρθαν οι πρόσφυγες. Το κράτος τους έδινε, με κλήρο, χωράφια.
Όλοι οι υπόλοιποι, μερικές εκατοντάδες άνδρες, έμειναν για να πολεμήσουν. Κατάφεραν και κράτησαν το χωριό για ένα 24ωρο περίπου. Μετά λύγισαν και εκείνοι. Οι Τσέτες μπήκαν στο Σεβδίκιο μανιασμένοι. Δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα. Δυστυχώς, για εκείνη τη μάχη πολλές λεπτομέρειες δεν υπάρχουν. Δεν έμεινε ζωντανός κανείς Έλληνας για να διηγηθεί τα όσα έγιναν. Σκοτώθηκαν όλοι ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πέθαναν αργότερα μέσα στα μπουντρούμια ή τα καταναγκαστικά έργα.
Η εφημερίδα «Τα Νέα» πριν μερικά χρόνια είχε αναδημοσιεύσει την μαρτυρία της Κλειώς Νικολήνταγια. Ένα απόσπασμα, ίσως το πιο συγκινητικό, ανέφερε: «Έφυγε η αστυνομία και μας αφήσανε στου Θεού το έλεος. Είχε φύγει το μισό χωριό. Άλλοι με τα γαϊδουράκια, άλλοι με τα πόδια και με τα παιδιά στον ώμο, άλλοι με τη σούστα. Τραίνο πια δεν ερχούντανε απάνω. Εγώ έπλενα. Ήρθε μιά θεία μου και μου λέει:
- Μωρή, τι κάθεσαι, αφού έφυγε η αστυνομία; Δε βλέπεις; Θα 'ρθουν οι Τούρκοι και θα σε πετσοκόψουνε.
- Δε φεύγω μωρέ, της είπα. Εδώ θα καθίσω. Ο Τούρκος θα 'ρθει με το γάντι.
Βάζαμε καπνά εκείνο το καιρό κι είχαμε νοικοκυριό μεγάλο. Που ν' αφήκω το σπίτι μου που ήταν γεμάτο από καρπό. Σαν έφυγε όμως όλος ο κόσμος, τι να κάνω; Έφυγα κι εγώ με την οικογένειά μου. Πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι, ένα μύγδαλα και μερικά μαγερέματα και τα 'ριξα στη σούστα. Βούλωσα την τρύπα του νεροχύτη κι έβαλα μέσα τα λουλούδια. Λέγαμε πως θα γυρίσουμε πάλι...».
«Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας»
Όλοι πίστευαν πως θα γυρίσουν. Θεωρώ πως πάντα το πίστευαν. Έφυγαν από τη ζωή και το πίστευαν. Είμαι σίγουρος. Και ας ήξεραν πως, όπως έγραφε η Διδώ Σωτηρίου στα «Ματωμένα Χώματα» ο κόσμος τους είχε γκρεμιστεί μια για πάντα.
«Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά. των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κ’ η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε»!
Μετά την καταστροφή, στο Σεβδίκιο εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, την Καβάλα, την Δράμα, καθώς και χιλιάδες Τούρκοι εσωτερικοί μετανάστες. Πλέον, λέγεται Γκαζιεμίρ (μετονομάστηκε σε Gaziemir το 1965) και εξακολουθεί να αποτελεί ένα ανεπτυγμένο προάστιο της Σμύρνης, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκεται και το αεροδρόμιο της Σμύρνης. Εύπορες πεδιάδες, πλέον, δεν υπάρχουν. Μόνο τσιμεντένιοι δρόμοι και πανύψηλα κτίρια. Αυτό που μέχρι και πριν από 101 χρόνια ήταν το λεβέντικο χωριό της Σμύρνης, το χωριό του Έρωτα, σήμερα είναι μια βιομηχανική μεγαλούπολη με περισσότερους από 137.000 κατοίκους.
Σήμερα ο κεντρικός δρόμος λέγεται «Λεωφόρος Φιλίας – Χάρις Αλεξίου». Ο παππούς της αγαπημένης τραγουδίστριας έμενε στον Μαλκατσά, έναν οικισμό του Σεβδίκιου. Όταν κλήθηκε από τις Αρχές της πόλης προκειμένου να την τιμήσουν η Χαρούλα Αλεξίου είχε αναρωτηθεί «αν η μοίρα τελικά χαράζει τους δρόμους των ταξιδιών μας» και στη συνέχεια, φανερά συγκινημένη, είχε πει, «λες και στις φλέβες μας κυλάει ακόμη το τραγούδι τους μερακλίδικα και ευτυχισμένα. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί όταν ακούω τον καρσιλαμά θέλω να σηκωθώ να τον χορέψω. Στον αμανέ γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα και βγαίνει ένα ''ούφου'' από το στήθος μου».
Πληροφορίες αντλήθηκαν από:
- «Σεβντικιόι, το λεβέντικο χωριό της Σμύρνη», Νίκος Καραράς, Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήνα 1964.
- «Χαμένες πατρίδες. Από την Απελευθέρωση στην Καταστροφή της Σμύρνης», Γιάννης Καψής, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2001.
- «Σεβντίκιοϊ, το λεβεντοχώρι τση Σμύρνης», άρθρο του φιλόλογου Θοδωρή Κοντάρα στην ιστοσελίδα mikrasiatis.gr.
- Οι φωτογραφίες προέρχονται από το group στο Facebook: «ΣΕΒΔΙΚΙΟΪ (SEVDIKIOI)- Το λεβέντικο χωριό της Σμύρνης»
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.