«Δεν τα μπορώ αυτά τα παπούτσια. Θα τρέξω ξυπόλητος». Και έτρεξε. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Και άφησε τον κόσμο ολόκληρο άφωνο όταν κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Και το ξαναέκανε τέσσερα χρόνια αργότερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο. Εκείνη τη φορά, φορούσε παπούτσια. Ο Αμπέμπε Μπικίλα, ο «σκελετωμένος Αιθίοπας», όπως τον έλεγαν υποτιμητικά, απέδειξε πως μπροστά σε μια ατσάλινη ψυχή, τα καλό ζευγάρι αθλητικά παπούτσια είναι το λιγότερο που μετράει.
Η εποποιία της Ρώμης
Ο Αμπέμπε Μπικίλα, μέσα από ένα περίεργο «παιχνίδι» της μοίρας γεννήθηκε στο Γιάτο της Αιθιοπίας ανήμερα του μαραθώνιου αγώνα στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, στις 7 Αυγούστου του 1932. Ήταν γιος ενός φτωχού βοσκού και μεγάλωσε σε μια πλίνθινη καλύβα σε ένα ορεινό χωριό, περίπου 30 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας Αντίς Αμπέμπα. Ζούσε σε μεγάλο υψόμετρο, μαθαίνοντας από μικρός να διανύει μαζί με το κοπάδι του μεγάλες αποστάσεις και να διαχειρίζεται τη σχετική έλλειψη οξυγόνου. Η έλλειψη οξυγόνου κουράζει πιο γρήγορα τον οργανισμό, ο οποίος μαθαίνει να εξοικονομεί οξυγόνο. Όταν ο Μπικίλα έτρεχε 20 χιλιόμετρα σε υψόμετρο 2 χιλιομέτρων, ήταν σαν να έτρεχε τη διπλάσια απόσταση οπουδήποτε αλλού.
Σε νεαρή ηλικία αποφάσισε πως αν υπήρχε ένα τρόπος να ξεφύγει από τη φτώχεια, αυτός ήταν να καταταγεί στον στρατό. Θα είχε λεφτά τόσο για τον ίδιο όσο και για να συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του. Ξεκίνησε με τα πόδια για την πρωτεύουσα Αντίς Άμπαμπα και επιλέχθηκε για την Αυτοκρατορική Φρουρά του Χαϊλέ Σελασιέ, όπου υπηρέτησε ως στρατιώτης.
Όλα άλλαξαν, στη ζωή του Μπικίλα, όταν ο δρόμος τους συναντήθηκε με εκείνον του Όνι Νισκάνεν. Ο Σουηδός προπονητής, είχε προσληφθεί από την Κυβέρνηση της Αιθιοπίας, προκειμένου να γυμνάσει τη φρουρά και να διαπιστώσει το αν μέσα σε αυτήν, υπήρχαν αξιόλογοι αθλητές έτσι ώστε να τους προπονήσει με την ελπίδα να εκπροσωπήσουν τη χώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960.
Ο Σουηδός είπε στον Μπικίλα να αρχίσει να προπονείται πιο εντατικά και πιο μεθοδικά. Τελικά, τα κατάφερε και μπήκε στην Ολυμπιακή ομάδα της χώρας του αλλά από τύχη. Ή μάλλον από την... ατυχία του Γουόμι Μπιράτου ο οποίος αν και το μεγάλο αστέρι της ομάδας αποφάσισε πως την παραμονή του μεγάλου ταξιδιού προς την Αιώνια Πόλη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πάει να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έσπασε τον αστράγαλό του και κάπως έτσι ο 28χρονος Μπικίλα κλήθηκε εσπευσμένα να μπει στο αεροπλάνο της αποστολής. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν είχε καν παπούτσια για να τρέξει.
Όταν έφτασαν στη Ρώμη διαπιστώθηκε πως τα παπούτσια που υπήρχαν διαθέσιμα είτε δεν του έκαναν είτε τον ενοχλούσα οπότε και εκείνος αποφάσισε να τρέξει όπως είχε μάθει να τρέχει στο χωριό του. Ξυπόλητος!
Οι τελευταίες οδηγίες που του έδωσε ο προπονητής του ήταν να προσέχει τον ρυθμό που θα δίνει στην κούρσα ο κυριότερος εκ των αντιπάλων του, ο Μαροκινός Ραντί Μπεν Αμπντεσελάμ. Ο Μπικίλα δεν τον είχε δει ποτέ και έτσι ο Νίσκανσεν του είπε να προσέχει το νούμερο 26. Ο αγώνας ξεκίνησε λίγο μετά τις 5 το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου. Ο Μπικίλα στην αρχή ήταν... χαλαρός. Όσο περνούσε η ώρα, ωστόσο, άρχισε να ανεβάζει την ένταση και στόχος του, πλέον, ήταν να εντοπίσει το νούμερο 26. Μετά το 20ο χιλιόμετρο, ωστόσο, ο Αιθίοπας διαπίστωσε πως μόνο αυτός και ένας ακόμα αθλητής είχαν μείνει για να διεκδικούν το χρυσό μετάλλιο καθώς είχαν δημιουργήσει μια απόσταση ασφαλείας από τους υπόλοιπους αθλητές.
Ο έτερος αθλητής ήταν ο Ραντί ο οποίος δε φορούσε το 26 αλλά το 185! Ο Μπικίλα, ωστόσο, αυτό δεν το ήξερε και συνέχισε να επιταχύνει προκειμένου να «πιάσει» τον αθλητή με το νούμερο 26. Ο Μαροκινός επιτάχυνε και εκείνος, μέχρι που δεν άντεξε τον ρυθμό του Αιθίοπα ο οποίος όταν αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχε άλλος αθλητής μπροστά του, έβαλε... «φτερά» στα πόδια και τελικά τερμάτισε πρώτος με χρόνο 2:15:16 συνθλίβοντας το ολυμπιακό ρεκόρ και κάνοντας την καλύτερη επίδοση στην ιστορία.
Το τραγικό τέλος ενός υπεραθλητή
Ο Αμπέμπε Μπικίλα υπήρξε ο πρώτος αθλητής που κέρδισε τον Μαραθώνιο σε δύο συνεχόμενες Ολυμπιάδες (το ξαναέκανε το 1964 στο Τόκιο, αυτή τη φορά φορώντας αθλητικά παπούτσια, με το δεύτερο αθλητή να μπαίνει στο στάδιο τέσσερα λεπτά αργότερα) και ο πρώτος μαύρος Αφρικανός, που κέρδισε μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ τον παρασημοφόρησε και τον προήγαγε στον βαθμό του δεκανέα.
Το καμάρι της Αιθιοπίας, ωστόσο, παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν χωρίς τη θέλησή του πήρε μέρος σ' ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή του αυτοκράτορα. Καταδικάσθηκε σε θάνατο δι' απαγχονισμού, αλλά σώθηκε με τη χάρη που του απένειμε ο Χαϊλέ Σελασιέ, λόγω των εξαιρετικών του υπηρεσιών προς την πατρίδα.
Περίπου 40 μέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο ένοιωσε πόνους στην κοιλιακή χώρα και οι γιατροί διέγνωσαν οξεία σκωληκοειδίτιδα. Υπεβλήθη αμέσως σε εγχείριση και κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης άρχισε να κάνει ελαφρά προπόνηση... στην αυλή του νοσοκομείου. Αν και έκανε ελλειπή προετοιμασία, αν και ήταν πρόσφατα εγχειρισμένος, αν και κανείς δεν τον πίστευε ο Μπικίλα κέρδισε με άνεση και μετά το τέλος του μαραθωνίου, προς γενική κατάπληξη συνέχισε να τρέχει και έκανε άλλα 10 χιλιόμετρα. Έτσι... για χαλάρωμα!
Όταν ο Αμπέμπε Μπικίλα επέστρεψε ξανά θριαμβευτής στην πατρίδα του ο αυτοκράτορας τον προήγαγε στον βαθμό του υπολοχαγού, τον παρασημοφόρησε, και του έκανε δώρο ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο, ένα λευκό «σκαραβαίο» της Volkswagen. Πανάκριβο δώρο για τα δεδομένα της πάμφτωχης Αιθιοπίας.
Ο Μπικίλα, αν και είχε κερδίσει ήδη την αιώνια ευγνωμοσύνη της χώρας του και τον παγκόσμιο θαυμασμό για τα όσα πέτυχε, επιχείρησε να κάνει το αδιανόητο και να κερδίσει και τρίτο σερί χρυσό μετάλλιο, αυτή τη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό, το 1968. Ένας τραυματισμός στο γόνατο, ωστόσο, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον αγώνα στο 17ο χιλιόμετρο.
Το βράδυ της 22ας Μαρτίου του 1969 ο Μπικίλα οδηγούσε τον λευκό «σκαραβαίο» όταν έχασε τον έλεγχο και έπεσε σε ένα χαντάκι. Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με τι συνέβη. Κάποιοι λένε πως είχε πιει. Κάποιοι άλλοι πως προσπάθησε να αποφύγει ένα άλλο αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Σύμφωνα με κάποιους άλλους προσπάθησε να αποφύγει κάποιους διαδηλωτές. Σε κάθε περίπτωση αν και βγήκε ζωντανός μέσα από το αυτοκίνητο, έμεινε παράλυτος από τον λαιμό και κάτω! Δεν περπάτησε ποτέ ξανά.
Μεταφέρθηκε σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης στη Βρετανία (τον επισκέφθηκε, μάλιστα, και η βασίλισσα Ελισάβετ Β') και με δύναμη ψυχής και απίστευτη θέληση ζωής κατάφερε με τη βοήθεια των γιατρών να μετατρέψει την τετραπληγία σε παραπληγία και να μπορεί να χρησιμοποιεί και τα χέρια του. Άρχισε να κάνει σκοποβολή και συμμετείχε σε πολλούς διεθνείς αγώνες. Προσκλήθηκε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και αποθεώθηκε στη διάρκεια της τελετής έναρξης.
Στις 25 Οκτωβρίου 1973, ο Μπικίλα, σε ηλικία μόλις 41 ετών, πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία, μια επιπλοκή που σχετίστηκε με το τροχαίο ατύχημα που είχε υποστεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Την ημέρα της κηδείας του κηρύχθηκε εθνικό πένθος, ενώ κηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.