Το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του 1987 ήταν σαν όλα τα άλλα για την πάντα πολύβουη Αθήνα. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το ανησυχητικό. Ένας κύριος κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού στην Καλογρέζα και πίνει τον πρωινό καφέ του. Εκεί, μέσα στην ησυχία, διακρίνει πως τρία άτομα έχουν πλησιάσει ένα σταθμευμένο περιπολικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Κάτι κοιτάνε, κάτι λένε μεταξύ τους και ένας από αυτούς κάτι παίρνει από το εσωτερικό του οχήματος εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι οι αστυνομικοί λείπουν. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο κύριος παίρνει τηλέφωνο στην Άμεση Δράση. Λίγα λεπτά μετά η Καλογρέζα έχει γεμίσει αστυνομικούς και περιπολικά. Τα όσα ακολούθησαν οι Αθηναίοι τα είχαν δει μόνο σε χολιγουντιανές ταινίες δράσης.
Ο μικροκακοποιός που «συνάντησε» την Αναρχία
Πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Μιχάλης Πρέκας. Γεννήθηκε στη Σαντορίνη το 1955. Σε μικρή ηλικία ήρθε στην Αθήνα. Ο Μιχάλης Πρέκας ήταν από τους πιτσιρικάδες που βλέπουν το σχολείο σαν φυλακή και έτσι δεν άργησε να βγάλει αντίδραση και να κάνει τη δική του… επανάσταση.
Άρχισε να κάνει, αυτό που λέμε, «κακές παρέες» και σύντομα βρέθηκε σε έναν… ημιπαράνομο χώρο που του έδειξε το πώς θα βγάζει εύκολο χρήμα χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει. Λίγο καιρό αργότερα ο Πρέκας άρχισε να κάνει τις πρώτες του μικροκλοπές.
Κάπως έτσι δεν άργησε να έχει και τις πρώτες του επαφές με τις διωκτικές αρχές. Ο πιτσιρικάς Πρέκας άρχισε να αποκτά φήμη. Στις γειτονιές του Μπραχαμίου του φτωχόπαιδο από τη Σαντορίνη έγινε γνωστό με το ψευδώνυμο «Καπρόλας».Κάποια στιγμή, ωστόσο, και ύστερα από αρκετές καταδιώξεις από αστυνομικούς που τη γλίτωσε στο τσακ ο Πρέκας πέφτει στα χέρια αστυνομικών. Συνελήφθη και ξυλοκοπήθηκε άγρια στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Ανέπτυξε αισθήματα μίσους για τους «μπάτσους» και αυτό ήταν που θα καθορίσει τη μετέπειτα πορεία του.
Σε μια από τις φυλακίσεις του ο Πρέκας έρχεται σε επαφή με άτομα του αναρχικού χώρου. Αυτό σε συνδυασμό με το μισός που έτρεφε για τους αστυνομικούς δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο θα πυροδοτηθεί σχεδόν αμέσως. Ο Πρέκας σταδιακά αλλάζει πορεία και αρχίζει και έχει όλο και περισσότερες επαφές με τον αναρχικό χώρο.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, για τον Πρέκα, ούτε αυτό ήταν αρκετό και «ψαχνόταν» για κάτι περισσότερο. Πάντα σύμφωνα με τα όσα διέρρεε η αστυνομία εκείνη την εποχή, ο Πρέκας άφησε τις μικροκλοπές, βγήκε στην παρανομία και εντάχθηκε στην Αντικρατική Πάλη του Χρήστου Τσουτσουβή!
Μια ημέρα σαν σήμερα, τη 1η Οκτωβρίου του 1987 και ενώ ο Μιχάλης Πρέκας είναι φυγόδικος και καταζητείται από τις διωκτικές αρχές, βρίσκεται στην Καλογρέζα με τους, επίσης αναρχικούς, Χριστόφορο Μαρίνο και Κλέαρχο Σμυρναίο.
Η «Μάχη της Καλογρέζας»
Οι τρεις αναρχικοί είναι αυτοί που θα εντοπίσουν το περιπολικό μέσα στο οποίο δεν υπήρχε ο αστυνομικός και αποφασίσουν να δράσουν άμεσα και ν’ αφαιρέσουν από το εσωτερικό του, τη μοτορόλα, τον ασύρματο, δηλαδή μέσω του οποίου επικοινωνούσαν οι περιπολούντες αστυνομικοί με το κέντρο της Άμεσης Δράσης, προκειμένου ο Πρέκας ν’ ακούει τις κινήσεις τους.
Ο ένας πλησιάζει το περιπολικό και οι άλλοι δυο «φυλάνε τσίλιες». Είναι όλοι τους οπλισμένοι και έτοιμοι για όλα. Αυτό που δεν υπολόγιζαν, ωστόσο, είναι πως ο γείτονας που έπινε τον πρωινό καφέ στο μπαλκόνι του, θα τους δει και θα ειδοποιήσει την αστυνομία. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά η περιοχή έχει γεμίσει με αστυνομικούς. Οι τρεις αναρχικοί ήταν προετοιμασμένοι για μάχη με λίγους ένστολους και ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα πληρώματα τουλάχιστον πέντε περιπολικών που έφτασαν εκεί.
Σμυρναίος και Μαρίνος προσπαθούν να κρυφτούν αλλά εντοπίζονται από τους αστυνομικούς και συλλαμβάνονται. Όταν οι αστυνομικοί συνειδητοποιούν ποιους έχουν στα χέρια τους η απλή υπόθεση σύλληψης τριών κλεφτών, μετατρέπεται σε ύψιστης σημασίας επιχείρηση. Ο Πρέκας βρίσκει καταφύγιο μέσα σε μια διώροφη κατοικία. Οι δυνάμεις της αστυνομίας υπερδιπλασιάζονται και ανάμεσά τους είναι πλέον και μέλη των ΕΚΑΜ που είναι οπλισμένα με αυτόματα.
Ο Πρέκας πηγαίνει στην ταράτσα της διώροφης κατοικίας και βλέπει πως είναι περικυκλωμένος. Αρνείται να παραδοθεί και κατεβαίνει στο διαμέρισμα της οικογένειας τα μέλη της οποία ήταν στο εσωτερικό. Τους εξηγεί πως δεν πρόκειται να τους κάνει κακό και τους ζητάει να πάνε στην πίσω πλευρά για να μην τραυματιστούν κατά λάθος. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ο Πρέκας βγαίνει στο μπαλκόνι και πυροβολεί προς τους αστυνομικούς οι οποίοι ανταποδίδουν. Κάποιες άλλες φορές φαίνεται να διαπραγματεύεται μαζί τους και στη συνέχεια ξαναμπαίνει μέσα στο σπίτι. Αυτό θα συνεχιστεί για πολλές ώρες ακόμα μέχρι που κάποια στιγμή, σε μια από τις εξόδους του Μιχάλη Πρέκα στο μπαλκόνι ακολουθεί καταιγισμός πυρών.
Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Νίκων Αρκουδέας ο οποίος είχε δώσει ρητή εντολή να συλληφθεί ο Πρέκας ζωντανός. Από εκείνον τον καταιγισμό πυρών, ωστόσο, ο Πρέκας τραυματίστηκε σοβαρά. Λίγες στιγμές αργότερα, αστυνομικοί εισβάλουν στο διαμέρισμα, τον βγάζουν από αυτό και αιμόφυρτο τον πηγαίνουν σε ένα περιπολικό για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Στη διαδρομή ο Πρέκας αφήνει την τελευταία του πνοή, γράφοντας τον αιματηρό επίλογο της πολύωρης μάχης.
Τις επόμενες ημέρες συλλογικότητες αναρχικών, σύντροφοι του νεκρού ακόμα και η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» με προκήρυξή της αφήνουν να εννοηθεί ή σε κάποιες περιπτώσεις καταγγέλλουν ανοιχτά πως ο Πρέκας εκτελέστηκε μέσα στο περιπολικό.
Από την πλευρά της η Ελληνική Αστυνομία διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς τονίζοντας πως ο Πρέκας κατέληξε συνέπεια των τραυμάτων του. Κάνει λόγο για επιβεβαίωση της θεωρίας των «συγκοινωνούντων δοχείων» όπου ποινικοί και αναρχικοί ενώνουν δυνάμεις, τοποθετεί τον νεκρό αναρχικό ανάμεσα στα κορυφαία στελέχη της «Αντικρατικής Πάλης» που είχε ιδρύσει ο Χρήστος Τσουτσουβής (ο οποίος είχε πέσει νεκρός δυο χρόνια νωρίτερα σε άλλη συμπλοκή με αστυνομικούς, αυτή τη φορά στο Γκύζη), ενώ ανακοινώνει πως τα όπλα που κρατούσε στα χέρια του κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ήταν από εκείνα που είχαν κλαπεί από το λιμεναρχείο της Ραφήνας τον Αύγουστο του 1987.
Η σύντροφος του Πρέκα, που ήταν έγκυος στο παιδί τους εκείνη την εποχή, συλλαμβάνεται για συνέργεια και οδηγείται στη φυλακή όπου θα παραμείνει για περίπου ενάμιση χρόνο, μεγαλώνοντας εκεί το μωρό της. Όταν αποφυλακίζεται ξεκινάει έναν δικαστικό αγώνα για ν’ αποδείξει πως ο σύντροφός της δολοφονήθηκε από τους αστυνομικούς οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να τον τραυματίσουν ή να τον αφοπλίσουν αλλά πυροβόλησαν σε βάρος του με ανθρωποκτόνο πρόθεση. Κάνει μήνυση σε τρεις αστυνομικούς των ΕΚΑΜ οι οποίοι το 1992 απαλλάσσονται με απόφαση δικαστηρίου το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ένστολοι δρούσαν σε κατάσταση νόμιμης άμυνας. Ένας από τους άνδρες των ΕΚΑΜ (ο οποίος στο παρελθόν είχε διατελέσει στην προσωπική φρουρά του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) είχε συλληφθεί αρχικά για εμπόριο όπλων, στη συνέχεια για συμμετοχή σε ομάδα που πουλούσε προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά και τελικά αφού δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αποτάχθηκε από το Σώμα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.