Η γεμάτη αντιφάσεις και ανατροπές ζωή του Μπενίτο Μουσολίνι τελείωσε μια ημέρα σαν σήμερα μπροστά στα όπλα των Ιταλών ανταρτών. Και να φανταστεί κανείς πως ο δικτάτορας της Ιταλίας είχε ξεκινήσει σαν... σύντροφος αυτών των ανθρώπων.
Ο Μουσολίνι κατέκτησε την εξουσία βασιζόμενος στο δόγμα «ότι είναι πιο εύκολο να πείθεις ένα πλήθος παρά έναν μεμονωμένο άνθρωπο». Έφτασε να ονειρεύεται πως μαζί με τον Αδόλφο Χίτλερ θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον πλανήτη και να επιβάλουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Κατέληξε νεκρός, με μια πινακίδα κρεμασμένη στο στήθος: «Απενεμήθη δικαιοσύνη».
Η πολυτάραχη πορεία μέχρι την κατάληψη της εξουσίας
Ο Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1883 στο Πρεντάπιο, ένα χωριό της επαρχίας Εμίλια - Ρομάνια, ένα από τα προπύργια διαχρονικά της Ιταλικής Αριστεράς.
Ο πατέρας του ήταν ένας ενεργός κοινωνικά, γνωστός αναρχοσυνδικαλιστής της επαρχίας με πλούσια πολιτική δράση.
Ακόμα και το όνομα που έδωσε στον γιο του έχει… επαναστατικές ρίζες! Το πλήρες όνομά του ήταν Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι. Το Μπενίτο προς τιμήν του Μεξικάνου επαναστάτη Μπενίτο Χουάρες. Το Αμίλκαρε προς τιμήν του γαριβαλδινού κομμουνάρου Αμίλκαρε Τσιπριάνι. Το Αντρέα προς τιμήν του σοσιαλιστή ηγέτη Αντρέα Κόστα, εκ των ιδρυτών του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος!
Ήδη από τα 17 του χρόνια ο Μπενίτο Μουσολίνι έχει αρχίσει και έχει ενεργό συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα του τόπου του. Αποκτά σχέσεις με αριστερές και αναρχικές ομάδες και αρχίζει να σχεδιάζει ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική για να γνωρίσει από κοντά όλα τα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώνονται εκεί.
Στη συνέχεια τον συναντάμε στην Ελβετία προκειμένου να αποφύγει τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί, όμως, συλλαμβάνεται για «αλητεία και αναρχική δράση» και απελαύνεται. Επιστρέφει στην Ιταλία και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία.
Μετά το τέλος της θητείας του συνεχίζει ακάθεκτος και ιδρύει εφημερίδες με επαναστατικό περιεχόμενο και συμμετέχει σε κοινωνικούς αγώνες. Τα μπλεξίματα με τις Αρχές συνεχίζονται και αναγκάζεται να ξαναφύγει από την Ιταλία και να πάει στην Αυστρία.
Το 1911 εν μέσω του πολέμου της Ιταλίας με την Τουρκία, ο Μουσολίνι βρίσκεται φυλακισμένος για αντιπολεμική δράση. Στο ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το σοσιαλιστικό κόμμα της Ιταλίας παίρνει ξεκάθαρη θέση κατά κάθε επεκτατικής κίνησης. Με τη θέση αυτή συμφωνεί απόλυτα ο Μπενίτο Μουσολίνι.
Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Κυριολεκτικά μέσα σε λίγες εβδομάδες, έρχονται τα πάνω κάτω.
Ξαφνικά ο Μουσολίνι εγκαταλείπει τις ιδέες και τις θέσεις του, εγκαταλείπει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, παρατάει όλους τους συντρόφους του, αποκηρύσσει το παρελθόν του και, πλέον, βλέπει τον εαυτό του ως τον απόλυτο αρχηγό του έθνους και τον πόλεμο ως το καλύτερο εργαλείο το οποίο θα επιφέρει σύντομα την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και εν τέλει θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την άνοδό του στην εξουσία!
Καμία σχέση, δηλαδή, με αυτό που ήταν μέχρι και πριν λίγες ημέρες.
Τον Μάρτιο του 1919 ιδρύει το κόμμα «Fasci Italiani di Combattimento» («Ιταλικοί Πυρήνες της Μάχης»). Στις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής αφού οι φασίστες κερδίζουν διαρκώς έδαφος.
Ο Μουσολίνι δημιουργεί τις «ομάδες επαγρύπνησης» που ουσιαστικά ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε «τάγματα εφόδου». Οι φασίστες σπέρνουν τον τρόμο και με διαταγές που δίνει ο ίδιος ο Μουσολίνι επιτίθενται με αγριότητα στους πρώην συντρόφους του.
Μπροστάρηδες σε όλο αυτό οι «σκουαντρίστι» (γνωστότεροι σε μας ως «μελανοχίτωνες»), που τρομοκρατούσαν τους εργάτες στον βιομηχανικό Βορρά, συχνά με την ανοχή των αφεντικών. Κάθε ομοιότητα με τα όσα έχουμε ζήσει στο πρόσφατο παρελθόν στη χώρα μας, μόνο συμπτωματική δεν είναι.
Το 1921 συμμετέχει στις εκλογές, κερδίζει 37 βουλευτικές έδρες και μετονομάζει το κόμμα του σε Partito Nazionale Fascista PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα). Τον Μάιο του 1922, 20.000 φασίστες καταλαμβάνουν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο.
Αλλά όλα αυτά δεν του αρκούν. Στις 24 Οκτωβρίου ενώπιον 60.000 φασιστών στη Νάπολη διακήρυξε: «Θέλουμε να γίνουμε το κράτος!».
Λίγα 24ωρα αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι και οι «μελανοχιτώνες» του ξεκινούν τη μεγάλη «Πορεία προς τη Ρώμη», η οποία ουσιαστικά είναι η προσπάθεια του Μουσολίνι να καταλάβει το κέντρο της εξουσίας με πραξικόπημα.
Ο πρωθυπουργός Λουίτζι Φάκτα διατάζει την κήρυξη της αιώνιας πόλης σε κατάσταση πολιορκίας. Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ', ωστόσο, όχι μόνο δεν υπόγραψε το σχετικό διάταγμα, αλλά στις 29 Οκτωβρίου όρκισε πρωθυπουργό τον απρόβλεπτο, αδίστακτο και επικίνδυνο Μπενίτο Μουσολίνι.
Το (ταιριαστό) τέλος ενός δικτάτορα
Ο Μουσολίνι έμεινε στην εξουσία μέχρι και τις 10 Ιουλίου του 1943 που οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία. Για εκείνον αυτό ήταν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγες ημέρες αργότερα το Gran Consiglio del Fascismo (Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο) τον απομονώνει και μεταβιβάζει την εξουσία στο Βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε ΙΙΙ.
Απελπιστικά μόνος, πλέον, ο Μουσολίνι προσπαθεί να βρει στήριγμα στον Χίτλερ αλλά το παιχνίδι είναι χαμένο. Είναι ενδεικτικό πως η αυτοβιογραφία του, την οποία έγραψε, ενώ ήταν κυνηγημένος φέρει τον τίτλο: «Η άνοδος και η πτώση μου»!
Στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Μουσολίνι, θα απελευθερωθεί από Ναζί κομάντος και με τις «πλάτες» του Χίτλερ θα ιδρύσει ένα βραχύβιο κρατικό μόρφωμα στη βόρεια Ιταλία, την «Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία» ή «Δημοκρατία του Σαλό».
Στις 27 Απριλίου 1945, οι Σύμμαχοι έχουν ξεκινήσει την πορεία τους προς τη Ρώμη και ο Μουσολίνι αποφασίζει πως είτε θα φύγει εκείνη τη στιγμή από την Ιταλία, είτε θα καταλήξει νεκρός.
Αποφασίζει να επιχειρήσει τη μεγάλη έξοδο προς την Ελβετία με τελικό προορισμό την Αυστρία. Ζητάει και πάλι τη βοήθεια των Ναζί, οι οποίοι τον κρύβουν μαζί με την ερωμένη του μέσα σε ένα στρατιωτικό κομβόι.
Κοντά στο χωριό Ντόγκο στην όχθη της λίμνης Κόμο, κομμουνιστές αντάρτες σταματούν το κομβόι και λένε στους Ναζί στρατιώτες πως θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν την οπισθοχώρησή τους αρκεί να τους παραδώσουν τον Μουσολίνι.
Οι Ναζί αντιλαμβάνονται πως οι αντάρτες γνωρίζουν και παραδίδουν τον φασίστα δικτάτορα.
Στη συνέχεια οι Ναζί συνεχίζουν τον δρόμο τους και ο Μουσολίνι, η ερωμένη του και οι συνεργάτες του, αρχίζουν να μετρούν αντίστροφα. Επειδή στην ευρύτερη περιοχή του Ντόγκο ήταν σε εξέλιξη μάχες, οι αντάρτες φοβήθηκαν μη χάσουν μέσα από τα χέρια τους τον Μουσολίνι και τον έκρυψαν σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα.
Την επόμενη ημέρα, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 28 Απριλίου, ενώ ο Μουσολίνι και η ερωμένη του, Κλαρέτα Πετάτσι, έκαναν βόλτα στον κήπο, εμφανίστηκε μπροστά τους ένα απόσπασμα ανταρτών.
Για το τυπικό της υπόθεσης έγινε εκεί επί τόπου ένα μίνι – λαϊκό δικαστήριο (η απόφαση είχε παρθεί νωρίτερα από ανώτατα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος) όπου ανακοινώθηκε στον Μουσολίνι πως τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών.
Όταν άκουσε την ποινή του θανάτου, ο Μουσολίνι φώναξε: «Επιτρέψτε μου να σώσω τη ζωή μου και εγώ θα σας δώσω μια αυτοκρατορία!» Η Πετάτσι πέρασε τα χέρια της γύρω από τον Μουσολίνι και φώναξε, «Όχι, δεν πρέπει να πεθάνει».
Οι αντάρτες πρώτα εκτέλεσαν την Πετάτσι και έπειτα τον Μουσολίνι. Εκτελεστής του δικτάτορα ήταν ο κομμουνιστής αντάρτης Γουόλτερ Αουντίζιο.
Η σορός του Μουσολίνι, της ερωμένης του και 16 συνεργατών του ρίχτηκαν στην καρότσα ενός αγροτικού οχήματος και μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο.
Οι αντάρτες άφησαν τα πτώματα σε κοινή θέα, στην Πιάτσα Λορέτο του Μιλάνο. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Εκεί, τον Αύγουστο του 1944, είχε εκτελεστεί 15 παρτιζάνοι σε αντίποινα για τους Συμμαχικούς βομβαρδισμούς.
Οι αντάρτες ειδοποίησαν όσους πολίτες ήθελαν να πάνε εκεί και να δείξουν τη χλεύη τους στη σορό του Μουσολίνι. Λέγεται πως πάνω από 5.000 άνθρωποι πέρασαν από εκεί.
Όσοι κατάφερναν να φτάσουν κοντά στο σημείο που ήταν η σορός του δικτάτορα την έφτυναν, ουρούσαν πάνω της, της πετούσαν διάφορα αντικείμενα ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που τον πυροβολούσαν.
Υπάρχει, μάλιστα, και μια αναφορά πως κάποια στιγμή έφτασε εκεί μια μαυροφορεμένη γυναίκα η οποία έβγαλε ένα πιστόλι και τον πυροβόλησε πέντε φορές.
«Πέντε σφαίρες για τους πέντε γιους μου που τους έχασα» είπε η γυναίκα, έβαλε ξανά το πιστόλι στην τσάντα της και έφυγε.
Επειδή η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο, οι αντάρτες αποφάσισαν να κρεμάσουν τα πτώματα προκειμένου να τα βλέπουν όλοι από μακριά και να μην πλησιάζουν.
Όταν το πλήθος κατάλαβε τι ήθελαν να κάνουν οι «παρτιζάνοι», επιχείρησε με έφοδο να πάρει τις σορούς, ωστόσο, με πυροβολισμούς στον αέρα οι αντάρτες επέβαλαν την τάξη. Την επόμενη ημέρα οι αντάρτες κατέβασαν τα πτώματα από το αυτοσχέδιο ικρίωμα.
«Τα πτώματα των εκτελεσθέντων μετεφέρθησαν το απόγευμα του Σαββάτου εις το Μιλάνον και εξετέθησαν εις κοινήν θέαν εις την πλατείαν Λορέττο, οπόθεν από της στιγμής εκείνης διέρχεται συνεχώς το πλήθος διά να ίδη την δικαίαν τιμωρίαν του ετέρου των δύο μεγάλων υπευθύνων της πενταετούς ανθρωποσφαγής.
Εις το στήθος του πτώματος του Μουσσολίνι ετοποθετήθη πινακίς με τας λέξεις: ''Απενεμήθη δικαιοσύνη''» έγραφε η εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα στις 30 Απριλίου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.