Μενού
aggelopoulos
Θόδωρος Αγγελόπουλος | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Κάποιος, κάποτε, είχε πει πως όλοι κοιτάζουν, λίγοι όμως είναι αυτοί που βλέπουν. Και αυτό ακριβώς έκανε με το έργο του ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Έμαθε στον κόσμο να βλέπει ένα έργο και όχι απλά να το κοιτάζει για να περάσει ευχάριστα η ώρα του.  Ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης μια ημέρα σαν σήμερα, στις 24 Μαΐου 1998, κατέκτησε εκείνη την κορυφή που δικαιωματικά του άξιζε και την οποία του είχαν αρνηθεί τρία χρόνια νωρίτερα: Κέρδισε τον «Χρυσό Φοίνικα» για την ταινία του «Μια Αιωνιότητα και μια Ημέρα».

Ένας σκηνοθέτης που είχε «το βλέμμα του Οδυσσέα»

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Πήγε στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων και είχε συμμαθητές, σπουδαίες μορφές της πνευματικής ζωής του τόπου όπως ο Χρήστος Γιανναράς, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Αλέκος Φασιανός. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο ξεκίνησε όταν, μαθητής ακόμα, παρακολούθησε την γκανγκστερική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ Κολασμένες Ψυχές (Angels With Dirty Faces). «Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σε έναν τοίχο και μια κραυγή», είχε πει ο ίδιος.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα γνώριζε και ο ίδιος ποιο είναι το πεπρωμένο του. Το 1953 μπαίνει στη Νομική αλλά εγκαταλείπει τις σπουδές του στο πτυχίο. Κάνει το στρατιωτικό και αμέσως μετά φεύγει για το Παρίσι. Τελικός προορισμός η Σορβόννη όπου θα σπουδάσει, μεταξύ άλλων, θα παρακολουθήσει μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, φιλμογραφίας με τον Ζορζ Σαντούλ. Προκειμένου να «βγάζει» τα έξοδα των σπουδών του δουλεύει στη ρεσεψιόν της φοιτητικής εστίας, όπου διαμένει. Στη συνέχεια, γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή Κινηματογράφου IDHEC, αλλά την εγκαταλείπει, όταν έρχεται σε ρήξη με ένα καθηγητή του. Παραμένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα σινεμά-ντιρέκτ δίπλα στον εθνολόγο - κινηματογραφιστή Ζαν Ρους.

Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1964 και δύο χρόνια αργότερα γυρίζει την πρώτη καθαρά προσωπική του ταινία είναι η μικρού μήκους Εκπομπή, που γυρίζει το 1966, με θέμα τον κόσμο των διαφημιστικών εκπομπών και των υποσχέσεων για δόξα και επιτυχία. Το 1970 γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την Αναπαράσταση, που βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Από εκεί και πέρα κάθε του ταινία τον φέρνει και πιο κοντά στην κορυφή. «Μέρες του ’36», «Ο Θίασος», «Οι Κυνηγοί», «Μεγαλέξαντρος», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην Ομίχλη», «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού».

Ο «Θίασος» είναι πιθανότατα η κορυφαία ταινία του ελληνικού κινηματογράφου και μια από τις καλύτερες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Γι' αυτό το λόγο άλλωστε κέρδισε και υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας αλλά η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τη θεώρησε εξαιρετικά... αριστερή για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα.

Το 1995 και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για τον διεθνή κινηματογράφο. Το μόνο που λείπει από τη «συλλογή» του είναι το στέμμα! Εκείνη τη χρονιά γυρίζει την ταινία «Το Βλέμμα του Οδυσσέα», με ήρωα έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (τον υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο οποίος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Όλοι, ακόμα και ο ίδιος ο Αγγελόπουλος έχουν σχεδόν σίγουρο πως ο σπουδαίος σκηνοθέτης θα κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα.

Ο «Χρυσός Φοίνικας» και ο ξαφνικός θάνατος

Τελικά, η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών. Ο Αγγελόπουλος, απογοητεύτηκε, οργίστηκε και ξέσπασε καθώς θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ (ο Χρυσός Φοίνικας). Όταν λοιπόν ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο, είπε «Αν αυτό έχετε να μου δώσετε, τότε δεν έχω να πω τίποτα», αφήνοντας άφωνο και αμήχανο τον παρουσιαστή και προκαλώντας ένα μικρό σκάνδαλο αφού η δήλωση αυτή έγινε αυτό που σήμερα θα λέγαμε... viral!

Ο Αγγελόπουλος, ωστόσο, παρά την απογοήτευση, τον θυμό και τη στεναχώρια του δεν παρέδωσε τα «όπλα». Το 1998 επέστρεψε πιο δυνατός και οι Κάννες διόρθωσαν το «λάθος» τους! Του απένειμαν τον «Χρυσό Φοίνικα» για την ταινία του «Μια Αιωνιότητα και μία Μέρα».

Η υπόθεση της ταινίας έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Αλέξανδρο, ένα μεσόκοπο συγγραφέα, ο οποίος ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού «Ελεύθεροι πολιορκημένοι». Οι δυνάμεις του ποιητή έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μόνο μία κίνηση υπάρχει ακόμα: μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του, ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει. 

Ο Ντέιβιντ Τζεκινς, κριτικός του κινηματογραφικού περιοδικού Sight of Sound, στην κριτική του για την ταινία είχε καταγράψει την άποψη ενός ανώνυμου θεατή του Φεστιβάλ: «Το ξέρεις όταν βλέπεις μια ταινία του Αγγελόπουλου επειδή όταν ξεκινά κοιτάς το ρολόι σου και λέει έξι. Και τρεις ώρες μετά, κοιτάς το ρολόι σου ξανά και λέει έξι και πέντε».

Σε μια συνέντευξή του, όταν ρωτήθηκε για το μήνυμα που ήθελε να στείλει με την «Αιωνιότητα» ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε πει: «Για να χρησιμοποιήσω μιαν απάντηση που έδωσε κάποτε κάποιος, μηνύματα δίνουν μόνο οι ταχυδρόμοι. Καμία ταινία δεν δίνει μηνύματα. Οι ταινίες που σέβονται το θεατή, είναι γεμάτες ερωτήματα τις περισσότερες φορές, αναπάντητα. Η πραγματική λειτουργία μιας ταινίας είναι η συνάντηση δύο βλεμμάτων: του βλέμματος του σκηνοθέτη με το βλέμμα τού θεατή. Χωρίς τη συνάντηση αυτή των βλεμμάτων, η ταινία δεν υπάρχει, είναι απλώς σελιλόιντ».

Ακόμα και όταν έφτασε στην κορυφή, ωστόσο, ο Αγγελόπουλος δε σταμάτησε να δημιουργεί και να δημιουργεί σπουδαία έργα. Στην αυγή της νέας χιλιετίας αποφασίζει να χαρίσει στο κινηματογραφικό κοινό μια ακόμα τριλογία. Η αρχή γίνεται το 2004 με «Το Λιβάδι που Δακρύζει». Η συνέχεια δίνεται το 2008 με τη «Σκόνη του Χρόνου».

Για το τρίτο έργο της τριλογίας (Η Άλλη Θάλασσα) ξεκίνησαν τα γυρίσματα το 2011. Αυτή, ωστόσο, ήταν μια ταινία που δε θα ολοκληρωνόταν ποτέ. Ήταν μια τριλογία που θα έμενε ανολοκλήρωτη. Το απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου 2012, ο Αγγελόπουλος βρισκόταν με το συνεργείο του στη Δραπετσώνα για γύρισμα. Εκεί, ωστόσο, σε μια άτυχη όσο και τραγική στιγμή, τον χτύπησε μια διερχόμενη μοτοσυκλέτα. Ο διάσημος σκηνοθέτης μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μετά από λίγες ώρες, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, άφησε την τελευταία του πνοή. Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ένας ειδικός φρουρός της Ελληνικής Αστυνομίας, που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, τραυματίστηκε αλλά δεν κινδύνεψε η ζωή του.

«Να μιλήσω στην επόμενη ταινία μου πιο απλά. Αλλά η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Ο Σεφέρης έλεγε ''Θα ‘θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη''. Όσοι συνεχίζουμε να κάνουμε κινηματογράφο είναι, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δεν είναι πια επάγγελμα αλλά τρόπος αναπνοής…», έλεγε ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης.

Το καλοκαίρι του 2013 ο σπουδαίος Αμερικανός ηθοποιός Γουίλεμ Νταφόε, που είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία, του Αγγελόπουλου «Σκόνη του χρόνου», είχε δώσει συνέντευξη στην εφημερίδα «Καθημερινή». Εκεί, μεταξύ άλλων, είχε μιλήσει και για τον Έλληνα σκηνοθέτη: «Επικοινωνούσαμε με τον Θόδωρο ως εξής: εγώ χωρίς να μιλάω ελληνικά ή γαλλικά. Εκείνος με πολύ λίγα ιταλικά και αγγλικά! Μου έδειχνε αυτό που ήθελε να κάνω κι εγώ τον αντέγραφα. Το μόνο που πρόφερε στην εντέλεια ήταν: “And then, you cry”! Θυμάμαι αυτό το κρυφό, πονηρό χαμόγελο που είχε. Έλεγε κάτι πολύ σοβαρό και ξαφνικά εμφανιζόταν στο πρόσωπό του αυτό το αινιγματικό χαμόγελο».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.