Τον Δεκέμβριο του 1944, ο ανθυπολοχαγός του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού, Χίρο Ονόντα, παίρνει εντολή από τον διοικητή του, ταγματάρχη Γιοσίμι Τανιγκούτσι, να μεταβεί στο νησάκι των Φιλιππίνων Λουμπάγκ. Ο Ονόντα έφτασε εκεί με την ομάδα του έχοντας δυο μόνο εντολές. Η πρώτη ήταν να προκαλεί δολιοφθορές, με σαμποτάζ, ενέδρες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις στους Αμερικανούς. Η δεύτερη να μην παραδοθεί ή αφαιρέσει την ίδια τη ζωή του για κανέναν λόγο και να αντισταθεί μέχρι να φτάσουν ενισχύσεις.
Ενισχύσεις δεν έφτασαν ποτέ. Έτσι αυτός ο αφοσιωμένος σαμουράι δεν έμαθε ποτέ ότι ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε! Και συνέχισε να πολεμάει προκαλώντας σάλο στις Φιλιππίνες και βέβαια την Ιαπωνία. Κάποια στιγμή τον εντόπισε, κρυμμένο μέσα στο δάσος, ένα φοιτητής ο οποίος τον ενημέρωσε πως ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ο Ονόντα είπε πως θα παραδινόταν μόνο αν του έδινε εντολή ο διοικητής του. Ο εν αποστρατεία, πλέον, στρατηγός Γιοσίμι Τανιγκούτσι, έδωσε εντολή και ο Ονόντα έπαψε να πολεμάει... 29 χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτή είναι μια εκπληκτική ιστορία. Εκπληκτική αλλά όχι και μοναδική. Μια ανάλογη ιστορία, με πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές, έγινε στην Κρήτη! Εκεί, στη Μεγαλόνησο, υπήρξαν δυο αντάρτες για τους οποίους ο εμφύλιος πόλεμος δεν τελείωσε στις 29 Αυγούστου του 1949 αλλά, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 23 Φεβρουαρίου... 1975, με τη γενική αμνηστία! Μόνο τότε κατέβηκαν από το βουνό. Για τους δυο Κρήτες αντάρτες ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε 26 χρόνια παραπάνω!
«Τση Κρήτης τα ψηλά βουνά αντάρτες τα πορπατούνε...»
Όταν οι ναζιστικές ορδές, με βαριές απώλειες και τσακισμένο το ηθικό, επικράτησαν στη Μάχη της Κρήτης και πάτησαν το πόδι τους στο νησί, χιλιάδες κρητικοί βγήκαν στα βουνά και έκαναν τους Γερμανούς να πληρώσουν ακριβά την εισβολή στην Μεγαλόνησο. Ανάμεσα σε αυτούς τους χιλιάδες αγωνιστές ήταν και οι νεαροί τότε Γιώργος Τζομπανάκης και Σπύρος Μπλαζάκης. Και αυτοί όπως και οι υπόλοιποι πολέμησαν με αυταπάρνηση και όταν η Μάχη της Κρήτης χάθηκε, «βγήκαν» στο βουνό και ξεκίνησαν το αντάρτικο κατά των κατακτητών. Όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε ήταν η σειρά του εμφυλίου να αιματοκυλίσει τον τόπο. Ο Γιώργος Τζομπανάκης και Σπύρος Μπλαζάκης τάχθηκαν στο στρατόπεδο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Παρέμειναν στο βουνό παλεύοντας για τις ιδέες τους.
Στη Δυτική Κρήτη, την άνοιξη του '48, είχαν απομείνει όλοι και όλοι περίπου 300 αντάρτες ανάμεσα στους οποίους και 13 γυναίκες. Όλοι τους ήταν συγκεντρωμένοι στον Ομαλό. Το μέλλον τους κρίθηκε στη μάχη της Σαμαριάς, τον Ιούνιο του '48. Από εκείνη τη σκληρή μάχη γλύτωσαν μόλις 100 αντάρτες, ενώ ένα χρόνο αργότερα είχαν απομείνει περίπου 40 άτομα. Ταλαιπωρημένοι και με τον στοιχειώδη οπλισμό δεν έδιναν καν μάχη… χαρακωμάτων. Απλά προσπαθούσαν να επιβιώσουν και την επόμενη ημέρα. Πολλοί δεν τα κατάφεραν. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1958, στα βουνά της Κρήτης έχουν απομείνει 8 αντάρτες. Οι έξι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν στην Ιταλία. Από εκεί με τη βοήθεια Ιταλών Κομμουνιστών πέρασαν στη Βουδαπέστη και στη συνέχεια κατέληξαν στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ. Στις Μαδάρες έμειναν μόνοι, πλέον, ο Γιώργος Τζομπανάκης και ο Σπύρος Μπλαζάκης που δεν καταφέρνουν να διαφύγουν.
Κάπως έτσι ο Μπλαζοσπύρος και ο Τσοπανογιώργης βρέθηκαν ολομόναχοι, κυνηγημένοι σαν αγρίμια. Ζούσαν από σπηλιά σε σπηλιά και οι φορές που ερχόντουσαν σε επαφή με άλλους ανθρώπους ήταν ελάχιστες. «Όταν βρίσκαμε φαγητό τρώγαμε. Αν δε βρίσκαμε πεινάγαμε. Όταν βρίσκαμε νερό, πίναμε. Αν δε βρίσκαμε διψούσαμε. Μας βοήθησαν οι βοσκοί. Κάποιοι έσφαζαν ζώα και μας τα έδιναν» είχαν πει οι δυο αντάρτες σε παλαιότερη συνέντευξή τους στον Φρέντυ Γερμανό!
Το μοναδικό όπλο που είχαν μαζί τους ήταν ένα παλιό γερμανικό πιστόλι το οποίο είχε πάρει ο Γιώργος Τζομπανάκης από έναν ναζί κατά τη διάρκεια της μάχης της Κρήτης. Δεν μπορούσαν όμως να το χρησιμοποιούν συνέχεια. Ήταν επικίνδυνο καθώς θα μπορούσε κάποιος να τους ακούσει. Με αυτό είχε σκοτώσει δυο φώκιες προκειμένου να τραφούν.
«Τρώγαμε τα συκώτια από τις φώκιες. Όχι το δέρμα τους. Η μία από τις δύο φώκιες ήταν τεράστια. Πάνω από 200 κιλά» διηγείται ο Τσοπανογιώργης και προσθέτει: «Πουλήσαμε το ξύγκι της σε έναν βοσκό και βγάλαμε κάποια χρήματα τα οποία τα χρησιμοποιήσαμε για να αγοράσουμε λάδι, παξιμάδι και άλλα προϊόντα». Αυτά όμως τις καλές ημέρες. Δεν ήταν πάντα έτσι. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα δεν ήταν έτσι. Πολλές φορές είχαν αναγκαστεί να φάνε σαύρες ή και σκορπιούς. Ένα από τα φαγητά που έφτιαχναν οι ίδιοι ήταν η «φτωχόσουπα». Φαγητό διαδεδομένο στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου.
Αλύγιστοι αντάρτες που δεν υπέγραψαν δήλωση μετάνοιας
«Μια φορά μας κυνηγούσαν και κρυφτήκαμε σε μια σπηλιά. Μπήκαμε βαθιά μέσα. Την είσοδο μπορούσαν να την εντοπίσουν αλλά μέσα ήταν σαν λαβύρινθός και δεν μπήκαν. Όταν προσπαθήσαμε να βγούμε καταλάβαμε πως ήμασταν αποκλεισμένοι από μια φορτούνα. Τέλη Ιουλίου ήταν. Δυνατό μελτέμι. Το φαγητό που είχαμε μαζί ήταν για μια μέρα. Την τέταρτη μέρα πια αποφασίσαμε να κάνουμε μια φτωχόσουπα. Νερό, αλάτι, λάδι, και παξιμάδι. Όλα ανακατεμένα. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Ήταν κάτι όμως». Μια από τις χειρότερες στιγμές εκείνης της περιόδου ήταν όταν το 1963 ο πατέρας του Τσοπανογιώργη διαισθανόμενος πως ήρθε το τέλος του, ζήτησε να δει τον γιο του. Το μήνυμα έφτασε στο αντάρτη αλλά έφτασε και στους διώκτες του οι οποίοι περικύκλωσαν το σπίτι μέχρι που ο ηλικιωμένος πέθανε χωρίς να αποχαιρετίσει τον γιο του.
Οι χωρικοί βοήθησαν όπως μπορούσαν τους δυο αντάρτες. Δεν τους πρόδωσαν ακόμα και όταν ήταν επικηρυγμένοι για το (τεράστιο για την εποχή) ποσό των 150.000 δραχμών. «Είχαμε για σύνθημα ένα βήξιμο. Έμπαιναν στο σπίτι μου βράδυ, για να πάρουν τρόφιμα. Αυτό βάστηξε 20 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που το 1972, αρρώστησα και δεν μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά», είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους ένας συγχωριανός τους.
Το 1950 ο Μπλαζοσπύρος και του Τσοπανογιώργης θα μπορούσαν να έχουν κατέβει από τα βουνά αρκεί να είχαν υπογράψει τη δήλωση. Δεν το έκαναν όμως. Δε δέχθηκαν ποτέ να προδώσουν τις ιδέες τους. Την πείνα και την κακουχία την αντιμετώπιζαν υπήρχαν και κάποια πράγματα, ωστόσο, που δεν μπορούσαν να νικήσουν. Όπως ο έρωτας…
«Όλες μας τις ανάγκες μπορούσαμε να τις ικανοποιήσουμε εκτός από τον έρωτα. Πρέπει να έχεις μεγάλη δύναμη για να καταφέρεις να αντέξεις κάτι τέτοιο. Βλέπαμε τις γυναίκες από μακριά και προσπαθούσαμε έστω να ικανοποιήσουμε τα μάτια μας» είχαν εκμυστηρευτεί σε εκείνη τη συνέντευξη με τον Φρέντυ Γερμανό τονίζοντας πως αν και θα μπορούσαν να έχουν σχέση με γυναίκες έκριναν πως αυτό θα ήταν επικίνδυνο καθώς θα μπορούσε να μαθευτεί που είναι το λημέρι τους. Το ίδιο γινόταν και με την διασκέδαση. Ζούσαν σαν αγρίμια αλλά ήταν άνθρωποι και ο άνθρωπος έχει ανάγκη από διασκέδαση.
«Όποτε ήμασταν σίγουροι πως δε μας άκουγαν τραγουδούσαμε, προσπαθούσαμε να περάσουμε καλά. Πλησιάζαμε στα γλέντια που γινόντουσαν στο βουνό και γλεντούσαμε και εμείς από απόσταση» είχε πει ο Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γιώργος Τζομπανάκης είχε διηγηθεί μια ιστορία από εκείνα τα δύσκολα χρόνια: «Πότε κατέβαινε ο ένας στα χωριά, πότε ο άλλος. Μπαίναμε σε ακατοίκητα σπίτια μήπως και βρίσκαμε τίποτα. Ένα τέτοιο βράδυ βρήκα μια λύρα χαλασμένη. Και την πήρα. Την έφτιαξα και έτσι διασκεδάζαμε και εμείς. Ήμουν λυράρης. Ερασιτεχνικά έπαιζα. Μέτριου επιπέδου. Αλλά για εμάς ακόμα και αυτό ήταν αρκετό».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 φάνηκε ένα φως πως η μακροχρόνια περιπέτεια των δυο ανταρτών θα έφτανε στο τέλος της. Ο «γέρος της Δημοκρατίας», Γεώργιος Παπανδρέου, είχε αποφασίσει να δώσει αμνηστία. Ήταν η πρώτη φορά που φάνηκε πως εκείνη η ατελείωτη νύχτα, επιτέλους θα ξημέρωνε… Και μετά τα πάντα σκοτείνιασαν και πάλι. Στην περίοδο της δικτατορίας η πιθανότητα να κατέβουν από το βουνό αποκλείστηκε. «Ακόμα και οι βοσκοί ή οι χωρικοί που βλέπαμε αραιά και πού, μας κοιτούσαν με οίκτο πλέον. Είχαν όλοι την αίσθηση πως δε θα κατέβουμε ποτέ από το βουνό».
Και μετά ήρθε η μεταπολίτευση και η αμνήστευση που δόθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στις 22 Φεβρουαρίου 1975 ο Γιάννης Θεοδωράκης, αδελφός του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ενημερώνει τον εισαγγελέα Εφετών για την αμνήστευση και εκείνος δίνει σήμα προς τη χωροφυλακή, με το οποίο γίνονταν γνωστό, ότι έπαυε η καταδίωξη και η επικήρυξη των δύο φυγόδικων 26 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου. Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 23 Φεβρουαρίου 1975, λίγο πριν τις 10:30 το πρωί, 15 χιλιόμετρα έξω από τα Χανιά, στον δρόμο που οδηγεί στον Θέρισσο, ο Γιώργος Τζομπανάκης και ο Σπύρος Μπλαζάκης, οι τελευταίοι αντάρτες που γνώρισε οι Ελλάδα, έπεφταν στις αγκαλιές, συγγενών, φίλων και συντρόφων, πλέον νόμιμοι και περήφανοι! Στη συνέχεια στήθηκε ένα τρικούβερτο κρητικό γλέντι όπου οι δυο αντάρτες χάρηκαν με την ψυχή τους όσα στερήθηκαν τόσα χρόνια.
Την επόμενη ημέρα βρέθηκαν στην Αθήνα όπου κατέθεσαν ένα ματσάκι φασκομηλιάς και λίγα αγριολούλουδα από τα Λευκά Όρη, στο μνημείο των Ηρώων του Πολυτεχνείου. Ο Σπύρος Μπλαζάκης παντρεύτηκε και έμεινε στη Νέα Σμύρνη. Ο Γιώργος Τζομπανάκης παντρεύτηκε και αυτός, αλλά δεν έφυγε από την Κρήτη. Τις γυναίκες τους τις γνώρισαν όντας ελεύθεροι. Και οι δυο άλλωστε έλεγαν πως από τη στιγμή που αποφάσισαν να βγουν στο βουνό, δεν έπρεπε να υπάρχει τίποτα που να τους κρατάει πίσω.
Ο Τζομπανάκης γνώρισε τη γυναίκα του, Μαρία, όταν εκείνη πήγε για διακοπές στην Κρήτη, συναντήθηκαν τυχαία, εκείνος της χάρισε το αυτοβιογραφικό του βιβλίο. Η ίδια είχε δηλώσει πως αποφάσισε να τον παντρευτεί όταν έμαθε για την ιστορία του. «Σκέφτηκα πως αυτός ο άνθρωπος που ξέρει να πολεμά, ξέρει και να αγαπά», είχε δηλώσει η ίδια. Στη συνέχεια οι δυο τους ελεύθεροι πλέον ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους, έμειναν, όμως, για πάντα δύο αγαπημένοι σύντροφοι και φίλοι. Και οι δύο πέθαναν το 1996, με ένα μήνα διαφορά.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.