Μενού
bithikotsis
Γρηγόρης Μπιθικώτσης | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

«Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους» λέει ο θυμόσοφος λαός ακριβώς για να δείξει πως... ουδείς αναντικατάστατος. Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 7 Απριλίου του 2005, ωστόσο, έφυγε από τη ζωή ένας άνθρωπος που πραγματικά ήταν αναντικατάστατος. Ένας άνθρωπος που με τη φωνή του άλλαξε τη μοίρα του ελληνικού τραγουδιού. Κανείς δεν μπόρεσε (και πιθανότατα κανείς δε θα μπορέσει) να πάρει ποτέ τη θέση του στο θρόνο του ελληνικού τραγουδιού. Ήταν ο λαϊκός τραγουδιστής που έκανε τους Έλληνες ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό της επικράτειας να κλαίνε όταν άκουγαν μελοποιημένη την ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και του Λειβαδίτη.

Ο υδραυλικός που έγινε ο σερ του ελληνικού τραγουδιού

Στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι γεννήθηκε το έκτο και τελευταίο παιδί μίας φτωχής οικογένειας που με δυσκολία κατάφερνε να βγάζει τα προς το ζην. Η περίοδος του μεσοπολέμου, άλλωστε, ήταν σκληρή και η φτώχεια χτυπούσε δίχως έλεος την εργατική τάξη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αναγκάστηκε να μεγαλώσει πιο γρήγορα απ' ότι έπρεπε. Όταν τα αδέρφια του έφυγαν για το μέτωπο στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, εκείνος αναγκάστηκε να δουλεύει ως υδραυλικός προκειμένου να βοηθάει στα οικονομικά της οικογένειας.

Παράλληλα, ωστόσο, φρόντιζε να είναι όσο πιο συχνά μπορούσε μαζί με τον μεγάλο του έρωτα. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια νεαρή κοπέλα. Πρόκειται για την αγαπημένη του κιθάρα τα μυστικά της οποίας προσπαθούσε να τα μάθει μόνος του. Ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του ήδη από τον χειμώνα του 1937. Τότε, μια κρύα νύχτα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε βρεθεί σε ένα κουτούκι και είχε ακούσει να παίζουν μουσική ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Η συνάντησή του με τον «Πατριάρχη» του ρεμπέτικου τον σημάδεψε. «Υπεράνω όλων ο Βαμβακάρης» έλεγε.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τη λάτρευε τη μουσική και προσπαθούσε να γίνεται κάθε μέρα και καλύτερος προκειμένου να καταφέρει κάποια στιγμή να ζήσει το όνειρο που είχε: Να τραγουδήσει. Τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι τα έκανε σε ένα ταβερνάκι εκεί στο Περιστέρι όπου πήγαινε, μετά τη δουλειά, και έλεγε μερικά τραγούδια για να συμπληρώνει το εισόδημά του.

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος καθυστερεί αλλά δεν καταστρέφει τα όνειρα του Γρηγόρη Μπιθικώτση για μια καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Την περίοδο του εμφυλίου ο Μπιθικώτσης υπηρετεί τη θητεία του ως απλός φαντάρος στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν και το να διασκεδάζει τα βράδια τους αξιωματικούς με την ορχήστρα που είχε δημιουργηθεί εκεί.

Στη Μακρόνησο θα γράψει και τα πρώτα του τραγούδια. Τη χρονιά που τελείωσε ο εμφύλιος, το 1949, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θα κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και, μάλιστα, με τρόπο εντυπωσιακό. Ηχογραφεί το πρώτο τραγούδι ως συνθέτης. Είναι το τραγούδι «Το Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Και αυτό δεν είναι ένα απλό τραγούδι. Είναι ένα κομβικό σημείο για την καριέρα του. Μπροστά από το μικρόφωνο στέκεται ο ίδιος και δίπλα του στέκεται το ίνδαλμά του: Ο Μάρκος Βαμβακάρης!

Ακολουθεί η εκτόξευση στην κορυφή. Τα χρόνια που ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν αυτά που άλλαξαν το ελληνικό τραγούδι και καθιέρωσαν τον Μπιθικώτση ως τον σπουδαιότερο ερμηνευτή. Από το 1960 και τον «Επιτάφιο» μέχρι και το 1981 και τα «Παράπονα της πλώρης», μέσα δηλαδή σε 21 χρόνια και ενώ ο ίδιος διανύει μόλις το 59ο έτος της ζωής του, ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί το 90% των τραγουδιών που ερμήνευσε στο σύνολο της σπουδαίας καριέρας του και γνωρίζει την απόλυτη αποθέωση. Ήταν, πλέον ο σερ του ελληνικού τραγουδιού και κανείς δεν μπόρεσε ποτέ, όχι απλά να του πάρει τον συγκεκριμένο τίτλο, αλλά έστω να αμφισβητήσει την κυριαρχία του.

Εκτός από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, συνεργάστηκε με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιώργο Μητσάκη, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου. Ανακάλυψε και προώθησε μουσικά ταλέντα (εκείνη την εποχή) που τελικά έγραψαν τη δική τους ιστορία όπως η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.

Τιμήθηκε από τους συναδέλφους του αλλά και από την πολιτεία. Τον Ιανουάριο του 2003, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 7 Απριλίου 2005, σε ηλικία 82 ετών, ύστερα από πολύμηνη νοσηλεία.

Η σχέση πάθους με τον Μίκη Θεοδωράκη

Προφανώς και η αναφορά στη σχέση του Γρηγόρη Μπίθικώτση με τον Μίκη Θεοδωράκη έγινε τόσο επιγραμματικά προκειμένου να αναλυθεί εκ των υστέρων. Μια τέτοια σχέση, άλλωστε, δεν μπορούσε να γραφτεί ως μια απλή αναφορά. Για αυτή τη σχέση θα μπορούσε να γραφτεί και ολόκληρο βιβλίο καθώς πέρα από το προφανές (άλλαξε την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού) είναι και μια σχέση πάθους που πέρασε από πολλά στάδια. Ακόμα και από αυτό της εχθρότητας!

Μπιθικώτσης και Θεοδωράκης συναντήθηκαν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Στη Μακρόνησο. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν στρατιώτης. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πολιτικός κρατούμενος!

Την πρώτη συνάντηση τη μετέφερε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στην αυτοβιογραφία του. Εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη επιτυχία το τραγούδι «το φανταράκι» του Γιώργου Μητσάκη και ο Μπιθικώτσης είχε φτιάξει τη λαϊκή ορχήστρα Μακρονήσου.

«Μια ημέρα που το κάναμε πρόβα με την ορχήστρα μου το τραγούδι αυτό και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα ''εδώ φα''. Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο με ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: το ''φα πάει καλύτερα''. Και τον ρωτάω ''τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε, με τι ασχολείσαι;''. Και μου απαντά ''σπουδάζω μουσική''. Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση και επαφή στη Μακρόνησο. Πού να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγμή, τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου, στη μουσική της Ελλάδας, αλλά και στην παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό το παλικάρι, που το είδα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, ξαπλωμένο να διαβάζει» έγραψε ο Μπιθικώτσης.

Οι δυο τους «δέθηκαν» μετά από ένα συγκινητικό περιστατικό που έγινε το 1948 στην Κερατέα. Εκεί σταμάτησε ένα καμιόνι, που μετέφερε πολιτικούς κρατουμένους από το Λαύριο σε νοσοκομείο της Αθήνας για να κάνουν ιατρικές εξετάσεις. Στο σημείο που σταμάτησε το καμιόνι υπήρχε μια βρύση και ο Μπιθικώτσης γέμισε το παγούρι του Θεοδωράκη με δροσερό νερό και του το έδωσε για να πιει.

Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή «Επιτάφιος», «Πολιτεία», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Επιφάνια», το αξεπέραστο «Άξιον Εστί», η «Ρωμιοσύνη». Ο Θεοδωράκης σχεδόν επέβαλε τον Μπιθικώτση όταν όλοι οι άλλοι του έκαναν να διαλέξει έναν άλλο τραγουδιστή. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής τότε της Columbia, προτείνει για τραγουδιστή στα «Επιφάνια» τον Καζαντζίδη ή τον Γαβαλά. Ο Μίκης, ωστόσο, επιμένει.

«Δε θεώρησα ποτέ ότι ο Μπιθικώτσης ήταν καλύτερος από τον Καζαντζίδη και τους άλλους αστέρες της εποχής. Δεχόμουν απλώς μια ανηλεή επίθεση από την πνευματική ελίτ εκείνο τον καιρό. Κάποιοι με κατηγορούσαν ότι είχα συμμαχήσει με το μπουζούκι και τον κόσμο των καταγωγίων, ότι επιδείκνυα ασέβεια προς τους μεγάλους ποιητές. Όμως ακόμα και η μεγάλη ποίηση έχει τη ρίζα της στο λαό, το είχα ακούσει να το λέει αυτό ο "αριστοκράτης" Σεφέρης. Γιατί να μην μπορεί λοιπόν ο βαρκάρης, ο σοφέρ και ο εμποράκος να βάλει στα χείλη του τους στίχους των ποιητών; Η φωνή του Γρηγόρη ήταν για μένα η συνισταμένη των απλών ανθρώπων. Ξύλινη, δωρική, φαινομενικά άτεχνη αλλά με τη μαστοριά του αιώνα και της παράδοσης. Η φωνή του Μπιθικώτση ήταν η φωνή της Ρωμιοσύνης», έλεγε ο Θεοδωράκης.

Η σχέση τους, ωστόσο, θα περάσει μια τεράστια κρίση την περίοδο της χούντας. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ξανά κυνηγημένος, ενώ ο Μπιθικώτσης δεν μπορεί να τραγουδήσει τα τραγούδια του Μίκη που τον έκαναν σπουδαίο και τρανό αφού είναι απαγορευμένα. Το στρατιωτικό καθεστώς ζητά από τον Μπιθικώτση να ερμηνεύσει τον «Ύμνο της Επαναστάσεως» μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού, κι εκείνος δέχεται.

Ο Θεοδωράκης το μαθαίνει και προσπαθεί να τον αποτρέψει. «Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα ''Δειλινά'' τον ''Υμνο της Επαναστάσεως''.

Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος, για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις… Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις, με μια κλωτσιά, αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια.

Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα.

Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν' αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει.

Γιατί αν εσύ, ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας, τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις, ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης, που γέννησε ο Λαός μας.

Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά», του έγραψε.

Ο Μπιθικώτσης, όμως, το έκανε και έτσι η σχέση τους σχεδόν καταστράφηκε. Του απάντησε πως δε θα άντεχε να βρεθεί στην εξορία σε μια περίοδο που η ζωή του είχε στρώσει, μετά από δεκαετίες γεμάτες βάσανα. «Μη μου βαστάς κακία Μίκη μου. Τι ξέρω εγώ από αυτά; Όταν μου ζήτησαν να πάω να τραγουδήσω, σκέφτηκα ότι εγώ παπάς είμαι και όπου μου πουν να ψάλλω… ψέλνω» του είπε χρόνια αργότερα και ο Μίκης γελώντας του συγχώρεσε εκείνο το σφάλμα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.