Μενού
nikiforos
Καπετάν Νικηφόρος | Τύπος της εποχής
  • Α-
  • Α+

Αν στην Επανάσταση του 1821 ήταν ο στρατηγός Μακρυγιάννης που κατέγραψε όλα τα σημαντικά κεφάλαια (και όχι μόνο) ενός ανεπανάληπτου και σκληρού απελευθερωτικού αγώνα, ο καπετάν Νικηφόρος έκανε κάτι αντίστοιχο στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Δημιούργησε ένα τρίτομο έργο μέσα στο οποίο διατρέχει όλη εκείνη η ματωμένη γραμμή που ενώνει τις μάχες στο Αλβανικό μέτωπο, την αντίσταση στους Ναζί, τον εμφύλιο και το τέλος μιας σκληρής και αιματοβαμμένης περιόδου.

Ο καπετάν Νικηφόρος του ΕΛΑΣ δεν ήταν ένας απλός αντάρτης. Ήταν σαν η μοίρα να τον «έστελνε» πάντα εκεί που γραφόταν η ιστορία. Στον Γοργοπόταμο, στην απελευθέρωση της Λαμίας, στην άγρια δολοφονία του συνταγματάρχη Ψαρρού, έξω από την Αθήνα στη μάχη των Δεκεμβριανών, στη φυλακή. Πάντα κάπου κοντά στο θάνατο.

Ο εύελπις Δημήτρης Δημητρίου

Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 14 Ιουνίου του 1921, στην Άνω Αγόριανη Παρνασσίδας, γεννήθηκε ο Δημήτρης Δημητρίου. Ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά που απέκτησε η οικογένεια. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, ωστόσο, ο μικρός Δημήτρης είχε την τύχη να έχει δάσκαλο πατέρα. Ο μπάρμπα Νίκος (φανατικός οπαδός του βασιλιά) προτιμούσε να στέλνει το παιδί του σχολείο να μάθει γράμματα παρά να τον στέλνει στα χωράφια. Και ας περνούσε η οικογένεια δύσκολα.

Ο Δημήτρης Δημητρίου εκμεταλλεύτηκε αυτό το «δώρο» (εκείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου δεδομένο πως ένα παιδί θα πήγαινε στο σχολείο. Ίσα ίσα ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε) και αφού τελείωσε με τις εγκύκλιες σπουδές του, αποφάσισε να ακολουθήσει το μεγάλο του όνειρο: Να γίνει αξιωματικός του στρατού! Το 1938 μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Ήταν στο δεύτερο έτος όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος άπλωσε βαριά τη σκιά του πάνω (και) από την Ελλάδα. Παλικαράκι 19 ετών ήταν όταν ορκίστηκε ανθυπίλαρχος και στάλθηκε στο αλβανικό μέτωπο να πολεμήσει τους Ιταλούς εισβολείς.

Όταν οι Ναζί επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας ο Δημητρίου ήταν διοικητής διμοιρίας βαρέων πολυβόλων που άνηκε στο 193ο Μηχανοκίνητο Σύνταγμα και έδωσε σκληρές μάχες στο μέτωπο των βουλγαρικών συνόρων. Όταν το μέτωπο έσπασε και η Ελλάδα συνθηκολόγησε, ο Δημητρίου αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό του. Επέστρεψε σαν ήρωας αφού η φήμη του και ο ηρωισμός του είχαν μεταδοθεί από στόμα σε στόμα.

Έχοντας τιμηθεί από τον ελληνικό στρατό ο Δημητρίου έπρεπε να κάτσει... ήσυχος στο χωριό του. Εκείνον, όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Περίμενε εκείνη τη σπίθα που θα άναβε τη φωτιά. Και εκείνη η σπίθα ήρθε εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Μια ημέρα, στο καφενείο του χωριού. Τη σκηνή την περιγράφει ο ίδιος το τρίτομο βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης» (ιδιωτική έκδοση).

Ο Δημητρίου περιγράφει πως μια ημέρα πήγε στο πήγε στο καφενείο του χωριού, έκατσε σε ένα τραπέζι, παρήγγειλε ένα τσίπουρο και οι συγχωριανοί του, τον ρωτούσαν να μάθουν νέα και εκτιμήσεις από τα πολεμικά μέτωπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Δημητρίου τους εξήγησε πως οι Γερμανοί ήταν ανίκητοι και πως σύντομα θα πετύχουν και τον επόμενο στόχο τους: να κατακτήσουν και τη Ρωσία. Να μπουν νικητές στη Μόσχα.

«''Η Μόσχα, Μήτσο, δεν πρόκειται να πέσει. Βγάλτε το απ’ το νου σας! Θά ναι ο τάφος τους!'' Ήταν σα να μού δωσαν μια βιτσιά στα μούτρα. Γύρισα και είδα τον Κομνά Κοφίνη, με κάτι πάλευε μπροστά του και ενώ κρατιόταν ήρεμος το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο.

Δεν ξανάχα έρθει ποτέ σε προστριβή με τον Κομνά (φοιτητής της νομικής, λίγο μεγαλύτερός μου) και δεν ήθελα να έρθω προπαντός εκείνη τη στιγμή, αλλά είχα πειραχτεί.

Του είπα λοιπόν ότι η γνώμη του είναι αστήρικτη, όλοι οι ειδικοί προβλέπουν αυτό που υποστήριζα εγώ.

- ''Εδώ είμαστε και θα το δούμε'' αποκρίθηκε ερεθισμένος κι ο Κομνάς. ''Είναι πιο ειδικοί εκείνοι που έβαλαν καθήκον να μην πέσει η Μόσχα και να συντριβούν οι Γερμανοί''. Αυτό είναι μια ωραία επιθυμία - ξαναείπα εγώ - μπορεί να πιστεύει κανείς σε κάτι αλλά όχι και να τυφλώνεται, να μη βλέπει τα γεγονότα.

- ''Άλλα πράγματα περίμενε ν’ ακούσει ο κόσμος από τους Έλληνες αξιωματικούς'', μου πετάει ο Κομνάς. Τότε κι εγώ προσβλήθηκα και τούπα απότομα: Οι Έλληνες αξιωματικοί κάμανε με το παραπάνω το καθήκον τους και να τ’ αφήσουμε στην άκρη αυτό το τροπάρι.

- ''Το καθήκον δεν τελειώνει ποτέ'', μου ρίχτηκε ξανά ο Κομνάς. ''Το ξέρεις κι εσύ! Τώρα η πατρίδα είναι σε πιο δεινή θέση, ποιος ρωτάει τι και πόσα κάματε πριν; Σε ποιον θα το πεις για να σου επιτρέψει να ησυχάσεις;''

Δηλαδή – φώναξα εγώ στον Κομνά νομίζοντας ότι βρήκα τρόπο να βγω από τη δύσκολη θέση – γιατί μόνο για τους αξιωματικούς αυτός ο έλεγχος; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με το αν θα πέσει η Μόσχα ή όχι;

- ''Έχουν και παραέχουν! Κάθονται οι Έλληνες αξιωματικοί στα καφενεία και χαίρονται να προφητεύουν τη νίκη της Γερμανίας! Αυτό είναι το καθήκον τους; Σε ρωτάω;''

Αυτό ήταν καινούριο χτύπημα και μ’ αιφνιδίασε. Κάτι αλλιώτικο υποψιάστηκα μέσα μου. Τι ήθελε να πει ο Κομνάς; Με πρόλαβε μια φωνή από το πόκερ (σσ: εννοεί από το δίπλα τραπέζι που έπαιζαν χαρτιά): ''Μωρέ, εμείς από την Αγόριανη θα λύσουμε τα ζητήματα της Οικουμένης; Δεν τηράτε που θα τα τεζώσουμε κι εμείς και τα παιδιά μας;''

Τότε ο Κομνάς [...] γύρισε αυτοστιγμή στο χωριανό πούχε φωνάξει και τούπε σαρκαστικά:

- ''Κι εκείνοι στη Ρωσία, Δήμο, γιατί νομίζεις ότι πολεμούν; Για τα παιδιά τους πολεμούν! Για να μην πεθάνουν! Και οι δικοί μας παππούδες το 21, γιατί νομίζεις ότι πήρανε τα όπλα; Να, κι εκείνοι, το ψωμί τούς άρπαζαν οι Τούρκοι, πέθαιναν τα παιδιά τους, μαύριζε-μαύριζε το μάτι τους, γι’ αυτό άρπαξαν τα καρυοφίλια και πήραν τα βουνά. Σαν κι εμάς, σαν κι εσάς ακριβώς ήσαν οι Κολοκοτρωναίοι, και οι Καραϊσκάκηδες, και οι Αντρουτσαίοι [...] Να! Εδώ παρακάτω είναι ο σταθμός του Μπράλλου, είκοσι-είκοσι πέντε ιταλοί. Δέκα-δεκαπέντε τουφέκια να μαζευτούμε, τους αρπάζουμε στα χέρια σε μια νύχτα. Φορτώνουμε και τα τρόφιμά τους που έχουν μπόλικα και πιάνουμε κατόπιν τα καραούλια μας ν’ αντιλαλάει ο τόπος καινούρια καρυοφίλια. Να φκιάσουμε κι εμείς το δικό μας 21''!

Τότε αντήχησε ολάξαφνα μια άγρια κραυγή. Εμπρός! Να ξεκινήσουμε! Και τραντάχτηκαν τα μηνίγγια μας».

Ο αντάρτης καπετάν Νικηφόρος

Ο Δημήτρης Δημητρίου ήταν ο πρώτος μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού που βγήκε στο βουνό και έγινε αντάρτης. Πολέμησε μέσα από τις τάξεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Γρήγορα εντάχθηκε στις πρώτες ανταρτοομάδες που έφτιαξε στη Ρούμελη ο Άρης Βελουχιώτης. Απέκτησε και το απαραίτητο (για την προστασία των δικών του ανθρώπων) ψευδώνυμο: Νικηφόρος. Αυτός που θα φέρει τη νίκη.

Ο καπετάν Νικηφόρος γρήγορα έδειξε τις ηγετικές ικανότητες που είχε. Όταν τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ της Ρούμελης χωρίστηκαν σε Επαρχιακά Αρχηγεία, ανέλαβε στρατιωτικός αρχηγός των Αρχηγείων Παρνασσίδος- Λοκρίδας- Δωρίδας και κατόπιν του 5ου Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδος που αναπτύχθηκε στο 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. 

Ασυγκράτητος πολεμιστής και στοργικός καπετάνιος. Πρώτος αυτός έπεφτε στη φωτιά της μάχης και από πίσω ακολουθούσαν οι στρατιώτες οι οποίοι τον υπεραγαπούσαν. Οι ίδιοι, μάλιστα, αυτοαποκαλούνταν υπερήφανα «Νικηφοραίοι» για να τιμήσουν τον αρχηγό τους.

Αν και ήταν καπετάνιος στον ΕΛΑΣ (τον στρατιωτικό βραχίωνα του ΕΑΜ) ο καπετάν Νικηφόρος δεν έγινε ποτέ μέλος του ΚΚΕ. Επέλεξε συνειδητά να μείνει μακριά από κόμματα. Το μόνο που τον ενδιέφερε, άλλωστε, ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας και η καταστροφή των Ναζί κατακτητών.

Ο καπετάν Νικηφόρος ήταν μπροστάρης σε δεκάδες μάχες στη Ρούμελη. Κάποια στιγμή ο Βελουχιώτης τον φώναξε και του ζήτησε να σχεδιάσει μια παράτολμη επιχείρηση. Θα έπρεπε με την ομάδα του να κατέβει από τον Παρνασσό, να πάει στην κατεχόμενη Λιβαδειά και να ανοίξει τις φυλακές όπου κρατούνταν δεκάδες πατριώτες. Και ο Νικηφόρος το κατάφερε. Απελευθέρωσε πάνω από 80 κρατούμενους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο πατέρας του.

Ο καπετάν Νικηφόρος ήταν ο διοικητής της «χρυσής εφεδρείας» στην ανατίναξη του Γοργοπόταμου και όταν χρειάστηκε καθήλωσε τους εχθρούς προκειμένου να ξεφύγουν οι Έλληνες και οι Βρετανοί σαμποτέρ. Ήταν αυτός που συνέλαβε τον συνταγματάρχη Ψαρρό του 5/42 Συντάγματος και του φέρθηκε με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Ο καπετάν Νικηφόρος ήταν αυτός που με το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Λαμία τον Οκτώβρη του 1944.

Όταν ξέσπασαν τα αιματηρά Δεκεμβριανά ο καπετάν Νικηφόρος διατάχθηκε να κινηθεί προς την Αθήνα. Το 2ο Σύνταγμα ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένο και τόσο άρτια εξοπλισμένο που θα μπορούσε να καταλάβει την πρωτεύουσα. Μπήκε στην Αθήνα από τα βόρεια και μέσω της λεωφόρου Κηφισιάς έφτασε στο Ψυχικό όπου στρατοπέδευσε. Στη διάρκεια της νύχτας οι Βρετανοί πήγαν εκεί και (μετά από μπόλικο παρασκήνιο) μέχρι το πρωί ίσως η πιο δυνατή μονάδα του ΕΛΑΣ είχε αφοπλιστεί χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα.

Ο καπετάν Νικηφόρος κατηγορήθηκε για προδοσία και διατάχθηκε η σύλληψη του και η παραπομπή του σε στρατοδικείο αλλά μέσα στην τρέλα και την παράνοια του εμφυλίου αυτό δεν έγινε ποτέ.

Μετά από διάφορες περιπέτειες ο καπετάν Νικηφόρος συνελήφθη από τον εθνικό στρατό, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή το 1942 είχε εκτελέσει τον δωσίλογο Παναγιώτη Δρίβα. Μετά από παρέμβαση των Βρετανών η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Τελικά, έμεινε στη φυλακή μέχρι το 1952 και στη συνέχεια ιδιώτευσε. Επέλεξε να γράψει διάφορα βιβλία με κορωνίδα το τρίτομο, αυτοβιογραφικό, έργο του για την Εθνική Αντίσταση. Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, αξιωματικός του εθνικού στρατού την περίοδο των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου, είχε αποκαλέσει τον Νικηφόρο «Εθνικό μας Εύελπι»!

Ο καπετάν Νικηφόρος πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 2000 στη Νέα Σμύρνη. Ο τάφος του βρίσκεται στο μέρος απ' όπου ξεκίνησαν όλα. Στην Άνω Αγόριανη Παρνασσίδας.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.