«Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια. Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου ε;». Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα, ίσως, του πιο γνωστού ποιήματος της Κατερίνας Γώγου. Λίγοι, όμως, γνωρίζουν πως οι στίχοι αυτοί είναι ένα δημόσιο μήνυμα προς τον Νίκο Κοεμτζή, τον άνθρωπο που μια ημέρα σαν σήμερα προκάλεσε με τη φαλτσέτα του, ένα αδιανόητο μακελειό. Για μια παραγγελιά. Σε ένα άλλο ποίημα της η Γώγου («Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο») έκανε μια ακόμα αναφορά σε εκείνο το δραματικό γεγονός: «θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά... βεργούλες και με δείρανε... Και θα κρατάς στις χούφτες σου μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου, είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει. Κι όταν έρθουνε να σου πουν εδώ δεν είναι τόπος και χρόνος για τέτοια πράγματα τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε. Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες».
«Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε…»
Ξημέρωνε η δεύτερη Κυριακή της αποκριάς του 1973. Ο Νίκος Κοεμτζής είχε βγει μερικές ημέρες νωρίτερα από φυλακή της Θεσσαλονίκης όπου είχε εκτίσει την ποινή του για μικροκλοπές. Ήθελε να διασκεδάσει και έτσι είπε στον μικρότερο αδερφό του, τον Δήμο, και την υπόλοιπη παρέα του να βγουν έξω. Η παρέα πήγε σε διάφορα μαγαζιά. Πήγαν και σε μια ντισκοτέκ. Κατέληξαν στη «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη. Το κλίμα ήταν βαρύ. Ο Νίκος είχε τσακωθεί άσχημα με τη φίλη του, Σοφία Χαράτζη. Η παρέα είναι τρεις άνδρες (ο Νίκος, ο Δημοσθένης και ένας κοινός τους φίλος ο Θωμάς Καραμάνης) και τρεις γυναίκες (ανάμεσά τους και η Σοφία).
Λίγο μετά τις 4 το πρωί ο Νίκος ζητάει από τον αδερφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για «πάρτη» του. Ο μικρός πάει στην ορχήστρα και ζητάει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Καρουσάκης που τραγουδούσε εκείνη την ώρα αρνείται ευγενικά λέγοντας πως αφενός δε γνωρίζει το τραγούδι και αφετέρου επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο δε θα δεχόταν παραγγελιές. Ο Δήμος κατεβαίνει από την πίστα απειλώντας πως «θα τα σπάσουν όλα». Στη συνέχεια το μικρόφωνο παίρνει ο Τάκης Αθανασιάδης στον οποίο πάει ο Δήμος και του ζητάει τις «βεργούλες» ή ένα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι: «την ζούλα μ’ ανεκάλυψαν». Τότε και προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού Δημήτρης Σχίζας δίνει εντολή να εκτελεστεί η παραγγελιά και καλεί τον κόσμο να κατέβει από την πίστα.
Μια παρέα αστυνομικών, ωστόσο, αρνείται και συνεχίζει να χορεύει. Κανείς δεν πάει κόντρα σε αστυνομικούς εκείνη την εποχή. Όταν ο Δήμος αρχίζει να χορεύει οι αστυνομικοί τον εμποδίζουν και του λένε διάφορα. Κάποια στιγμή τον σπρώχνουν, εκείνος πέφτει και κόβει τα χέρια του στα σπασμένα πιάτα. Το μυαλό του Νίκου Κοεμτζή θολώνει. Σηκώνεται, ανοίγει τη φαλτσέτα του, φωνάζει με όση δύναμη έχει «παραγγελιά ρε» και τρέχει στην πίστα «θερίζοντας» όποιον βρίσκει μπροστά του. Από εκείνο το μακελειό έχασαν τη ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας, 31 ετών, (αμφότεροι υπηρετούσαν στο Α/Τ Άνω Λιοσίων και ήταν εκτός υπηρεσίας) αλλά και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, που επίσης διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών. Παράλληλα, υπάρχουν και επτά τραυματίες μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Κοεμτζή Θωμάς Καραμάνης.
Λίγα 24ωρά μετά το μακελειό ο Νίκος Κοεμτζής συλλαμβάνεται στη Δάφνη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Ο άνθρωπος που υποτίθεται πως θα τον φυγάδευε, ωστόσο, ήταν αυτός που τον «κάρφωσε» στην αστυνομία η οποία έστησε στον Κοεμτζή ενέδρα. Ο δράστης του μακελειού δεν παραδόθηκε, έβγαλε το μαχαίρι του και απειλούσε τους αστυνομικούς πως αν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει αυτός. Τελικά, ένας από τους ένστολους, ο αστυνομικός Κίμων Σωτηρόπουλος, τον πυροβολεί στο πόδι και λίγες στιγμές αργότερα ο Κοεμτζής συλλαμβάνεται. Οδηγείται στον ανακριτή Σταύρο Κουτελιδάκη, όπου λέει: «Ζητάω συγγνώμη. Ξέρω ότι δεν αλλάζει κάτι αλλά ζητάω συγγνώμη. Επισπεύστε τις διαδικασίες για να εκτελεστώ».
Η δίκη του Κοεμτζή ολοκληρώθηκε τρεις ημέρες πριν το ξέσπασμα της μεγάλης εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια. Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Αύγουστο του ’72 είχε εκτελεστεί ο Βασίλης Λυμπέρης, ο οποίος είχε καταδικαστεί τέσσερις φορές σε θάνατο. Είχε βάλει φωτιά, στο σπιτικό της γυναίκας του στο Χαλάνδρι, καίγοντας την εν διαστάσει 24χρονη σύζυγο, τη 54χρονη πεθερά και τα δυο του παιδιά, ηλικίας 2,5 και ενός έτους. Επί σχεδόν τρία χρόνια, ο Κοεμτζής ζούσε με το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του. Γλύτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, όταν η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε, υπό όρους, στις 31 Μαρτίου 1996 και ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας.
«Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα… Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα… Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς έφτασα σε τόσο μεγάλο κακό, να αφαιρέσω ανθρώπινες ζωές εν ώρα χαράς και ευθυμίας. Βασάνιζα το μυαλό μου συνέχεια, επειδή το κακό ήταν ανεπανόρθωτο. Χαθήκανε τρία παλικάρια και ξέρω με πόσους κόπους και αγώνες μεγαλώνει ένα παιδί, για να το φέρει ο γονιός του σε αυτή την ηλικία», έγραφε μέσα στο βιβλίο του.
Ο Νίκος Κοετζής πέθανε το μεσημέρι της 23ης Σεπτεμβρίου 2011. Έπαθε έμφραγμα την ώρα που καθόταν στο τραπεζάκι που πουλούσε τα βιβλία του στο Μοναστηράκι. Μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στην Πολυκλινική Αθηνών. Οι γιατροί επί 45 λεπτά προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν. Ήταν, όμως, ήδη αργά.
«Περνάει ο Νίκος και του παίρνει το κεφάλι»
Τη σκηνή του φονικού είχε περιγράψει πριν από μερικά χρόνια σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», ο ίδιος ο Δημοσθένης Κοεμτζής.
«Βγαίνει ο Καρουσάκης και λέω στον Αθανασιάδη να πει τις ''Βεργούλες''. Όταν ήμουν στην πίστα σηκώθηκαν και χόρευαν κι αυτοί. Και σταματώ εγώ και λέω: ''ποιανού είναι αυτό το τραγούδι ρε Αθάνα;'' Και μου λέει: ''τους το είπα, Δημοσθένη, πες τους το κι εσύ''. Εγώ παίρνω το μικρόφωνο και λέω: ''παραγγελιά, δεν ακούτε;''. Εκείνη την ώρα νιώθω να με πιάνει ο Πέγιας και να με σηκώνει στον αέρα. Το ζιβάγκο με έπνιγε στο λαιμό. Πέφτω κάτω, βάζω τα χέρια μου να στηριχτώ και τα γυαλιά μου μπαίνουν στα χέρια. Πάω πάλι να σηκωθώ και με πατάνε εφτά άτομα, βγάζει πιστόλι ο Πέγιας και μου λέει: ''Εδώ θα πεθάνεις, Κοεμτζή''. Εκεί ακριβώς περνάει ο Νίκος και του παίρνει το κεφάλι. Ένα ακέφαλο κορμί να είναι πάνω μου και να πέφτει το αίμα πάνω στο κεφάλι μου. Σαλτάρισα αμέσως, τα έχασα».
Ο τραγουδιστής Κώστας Καρουσάκης είχε περιγράψει (με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Έθνος») και αυτός τα όσα τραγικά έγιναν τη νύχτα της 25ης Φεβρουαρίου.
«Αυτή η νύχτα δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Σάββατο βράδυ, στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα. Τελείωνα το πρώτο μέρος του προγράμματός μου, όταν κατέφθασε μια παρέα έξι ατόμων. Τρεις άνδρες, τρεις γυναίκες. Έκατσαν μπροστά αλλά γωνία, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα καμαρίνια. Κάποια στιγμή ο αδελφός του Κοεμτζή μού ζητάει να τραγουδήσω τις Βεργούλες του Βαμβακάρη. Εγώ αρχικά έκανα το κορόιδο. Στο μεταξύ, βλέπω τις γυναίκες της παρέας να φεύγουν και να μένουν μόνο οι άντρες.
Ο Κοεμτζής επέμενε: ''Παίξε τις Βεργούλες να χορέψει ο αδελφός μου''. ''Δεν το ξέρω το τραγούδι'', τού απαντώ εγώ για να τον αποφύγω. Επειδή, όμως είδα την επιμονή του, παρακάλεσα τον Τάκη Αθανασιάδη, που δουλεύαμε μαζί, να το πει. Φυσικά, δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατεβάσουμε τόσο κόσμο από την πίστα. Ανέβηκε να χορέψει ο αδελφός του Κοεμτζή και μαζί χόρευαν κι άλλοι.
Άκουσα τις φωνές, κοίταξα να δω τι συμβαίνει και τον είδα να έχει βγάλει ένα μαχαίρι και να καρφώνει κόσμο. Στην πίστα το αίμα έτρεχε ποτάμι. Βγαίνοντας εγώ προς τα έξω, με σπρώχνει ένας φίλος μου στην άκρη, για να με προστατέψει επειδή ο Κοεμτζής φώναζε: ''Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω''».
«Η ζωή μας είναι σουγιαδιές...»
Ο Νίκος Κοεμτζής (ή Κουγιουμτζής) γεννήθηκε στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938. Ο Νίκος είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φτώχεια, ανέχεια, κακουχίες και δυσκολίες. Ακόμα και το να βρεθεί ένα πιάτο φαγητό για την οικογένεια ήταν μια αγωνία σε ημερήσια διάταξη όπως άλλωστε και σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας εκείνη την εποχή.
Ο πατέρας του είχε χαρακτηριστεί κομμουνιστής γιατί είχε βγει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ, ήταν γνωστός ως «καπετάν Κεραυνός». Το 1945 οι «χωροφύλακες» κυριολεκτικά «σπάζουν στο ξύλο» τον πατέρα του μικρού Νίκου μπροστά στα παιδιά του. Από τότε ο Νίκος Κοεμτζής σιχαινόταν όποιον φορά στολή, όπως ο ίδιος είχε πει. Ο πατέρας του μπαίνει φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά την αποφυλάκισή του η πολυμελής οικογένειά του μετακομίζει κυνηγημένη «από χωρίου εις χωρίον».
«Ο πατέρας μου έτυχε να είναι γνήσιος πατριώτης και φανατικός θερμόαιμος υποστηρικτής της λευτεριάς και της δημοκρατίας. Με το που πάτησαν τη χώρα μας οι Ιταλοφασίστες και οι κατακτητές Γερμανοί, βγήκε αντάρτης στα βουνά, στο λαϊκό στρατό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πολέμησε τον κατακτητή και τον ντόπιο συνεργάτη των Γερμανών. Τραυματίστηκε βαριά στο τέλος του πολέμου. Το 1946 με τον Εμφύλιο κυνηγήθηκε, ξυλοκοπήθηκε και φυλακίστηκε.
Αυτά που έζησα, έπαθα, άκουσα και είδα μου μείνανε στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, με εφιαλτικές εικόνες που μου θυμίζουν πολέμους, σκοτωμούς, διωγμούς και άγρια κυνηγητά, ξυλοδαρμούς, φωτιές, στολές, μπότες και φυλακές, εκτελέσεις, εγκλήματα, τρομοκρατίες, βιασμούς, βαναυσότητες, τις πιο απάνθρωπες βαρβαρότητες, ταπεινώσεις, περιφρονήσεις, και αδίστακτες εκμεταλλεύσεις. Έζησα και γνώρισα τι θα πει πείνα, παγωνιά, πίκρα, κλάμα, δυστυχία και απελπισία. Γνώρισα τη φτώχεια σε όλο της το μεγαλείο» έγραφε στο βιβλίο του.
Όλα αυτά σημαδεύουν τα παιδικά χρόνια του Κοεμτζή. Ο νεαρός Νίκος αποκτά τάσης φυγής και το λέει στον πατέρα του ο οποίος, όμως, τον αποθαρρύνει λέγοντάς του πως «όπου και να πας ο φάκελος θα σε ακολουθεί». Εκείνος όμως φεύγει. Μετά από πολλές περιπέτειες το 1958 φτάνει στην Αθήνα και πιάνει δουλειά. Ο εργοδότης του κάποια στιγμή παύει να τον πληρώνει και εκείνος του κάνει μήνυση. Το δικαστήριο παίρνει πολλές αναβολές και ο Κοεμτζής παίρνει τον νόμο στα χέρια του. Ξυλοκοπεί το αφεντικό του και τον κλέβει. Μετά από λίγο συλλαμβάνεται. Όταν φτάνει στην Ασφάλεια και διαπιστώνεται πως είναι γιος αντάρτη τον περιμένει ιδιαίτερη… «περιποίηση».
Αυτό ήταν η αρχή για να πάρει ο Νίκος τον στραβό δρόμο. Τίποτα πλέον δε θα είναι ίδιο. Όταν η δικτατορία ήταν πανίσχυρη ο Νίκος δέχθηκε μια πρόταση που έμελλε να τον σημαδέψει. Όπως ο ίδιος έχει πει, είχε γίνει πλέον για τους αστυνομικούς κάτι σαν «συνήθης ύποπτος». Για οτιδήποτε γινόταν, λίγο αργότερα ο Κοεμτζής βρισκόταν στο Τμήμα για να δώσει εξηγήσεις. «Η αστυνομία μού έκανε άγρια κυνηγητά. Και όποτε με τραβούσανε μέσα, παίζανε ποδόσφαιρο απάνω μου και με τρελαίνανε στις κλοτσοπατητές και στις φάλαγγες και μού κάνανε εξαντλητική ανάκριση. Δε με αφήνανε σε χλωρό κλαρί» έλεγε ο Νίκος.
Σε μια από αυτές τις επισκέψεις οι αστυνομικοί της Ασφάλειας του είπαν πως: «αφού είσαι καμένο χαρτί γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για εμάς. Θα μας λες όσα ξέρεις ή ακούς και εμείς θα σε προσέχουμε. Θα έχεις και τα τυχερά σου»! Ο Νίκος Κοεμτζής, ο γιος του αντάρτη του ΕΛΑΣ, θεώρησε τη συγκεκριμένη πρόταση προσβολή και αρνήθηκε. Από τότε η ζωή του έγινε ακόμα πιο δύσκολη και το ξύλο περισσότερο. Ακόμα και για εκείνη τη μοιραία νύχτα στη «Νεράιδα της Αθήνας» ο Νίκος Κοέμτζής έλεγε πως οι αστυνομικοί τον αναγνώρισαν (όπως τους αναγνώρισε και εκείνος) και γι’ αυτόν τον λόγο έγινε το κακό. «Όταν το αδερφάκι μου τους ζήτησες να κατέβουν κάτω για να χορέψει εκείνοι του απάντησαν: Τι είπες ρε Κοεμτζάκι; Θες και ειδική παραγγελιά; Ετοιμάσου και εσύ και μάγκας ο αδερφός σου να φάτε την ξεφτίλα της ζωής σας» είχε πει ο Ν. Κοεμτζής σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
Ουδέποτε ο Νίκος Κοεμτζής έδωσε πολιτικά κίνητρα στο μακελειό που προκάλεσε. «Ήμουν μεθυσμένος. Θόλωσα» είπε στη δίκη. Ουδέποτε, όμως, ξέκοψε και τα όσα έγιναν από το μίσος που είχε για οποιονδήποτε ένστολο δεδομένου πως στο πρόσωπό τους έβλεπε την εξουσία που τον καταδίωκε σε κάθε του βήμα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.