Τυχοδιώκτης, κοσμοπολίτης, δολοπλόκος, δημοσιογράφος, στρατιωτικός, τζογαδόρος, κλέφτης, συγγραφέας, θεολόγος, βιολιστής, κατάσκοπος, δραπέτης, διαβόητος εραστής, απατεώνας, ανένταχτος. Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ήταν επίθετα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για δέκα διαφορετικούς ανθρώπους. Αν, όμως, προσπαθήσουμε να τα χωρέσουμε δίπλα σε έναν άνθρωπο τότε αυτός δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Τζιάκομο Καζανόβα.
Το επίθετό του, άλλωστε, από μόνο του, είναι ένας θρύλος που δε λέει να ξεθωριάσει με τίποτα. «Κάθε γυναίκα με απασχολεί για τρεις μέρες: τη μία μέρα για να την κατακτήσω, τη δεύτερη για να την ικανοποιήσω και την τρίτη για να την ξεχάσω» έλεγε ο ίδιος, με μια... μικρούλα δόση έπαρσης. Αλλά εντάξει. Το δικαιούταν. Μιλάμε, άλλωστε, για τον άνθρωπο που η αυτοβιογραφία του αποτελούταν από έξι τόμους!
«Δεν κατακτώ, υποκύπτω»
Ο Τζιάκομο Τζιρόλαμο Καζανόβα, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1725 στη Βενετία και ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του χορευτή Γκαετάνο Καζανόβα και της ηθοποιού και διάσημης τραγουδίστριας Τζανέτα Φαρούσι που ήταν γνωστή με το ψευδώνυμο Μπουρανέλα.
Οι περιπέτειες του Τζιάκομο Καζανόβα ξεκίνησαν από πολύ νωρίς. Αφού αρχικά σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, έκανε το χατίρι των γονιών του που τον ήθελαν κληρικό και φοίτησε στην ιερατική σχολή του Αγίου Κυπριανού. Δε μακροημέρευσε, ωστόσο, εκεί. Εκδιώχθηκε καθώς ενεπλάκη σε... σεξουαλικά σκάνδαλα. Πληθυντικός. Το ίδιο έγινε και όταν κατατάχθηκε στον στρατό. Εκδιώχθηκε και από εκεί εξαιτίας του έκλυτου βίου του.
Οπότε αφού, ο Καζανόβα, είδε και απόειδε, αποφάσισε να γίνει ένας καθώς πρέπει τυχοδιώκτης! Αρχικά έμαθε μόνος του βιολί προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην. Παράλληλα, προσελήφθη στο γραφείο ενός τοπικού πολιτικού στη Βενετία αλλά έφυγε και από εκεί γρήγορα εξαιτίας (ναι, σωστά μαντέψατε) ενός ερωτικού σκανδάλου!
Είναι η εποχή που αποφάσισε να μυηθεί στον Τεκτονισμό με μοναδικό στόχο να βρει μια θέση την υψηλή κοινωνία. Στη συνέχεια άρχισε τα ταξίδια. Παρίσι, Πράγα, Βιέννη, Δρέσδη, Κέρκυρα και Κωνσταντινούπολη όπου εμφανιζόταν ως δημοσιογράφος, ιερέας, διπλωμάτης. Χωρίς να καταφέρει κάτι ιδιαίτερο (πέρα από αρκετές γυναικείες κατακτήσεις), επέστρεψε στη Βενετία αλλά όχι ως ένας τυχαίος τυχοδιώκτης.
Είχε, πλέον, μετατραπεί σε ένα σπουδαίο... αποκρυφιστή και μέγα μάγο που μπορούσε να πετύχει τα πάντα. Θεώρησε πως με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αφέλεια των πλουσίων κυριών και θα μπει στα μεγάλα σαλόνια. Και το πέτυχε. Ή, μάλλον, σχεδόν το πέτυχε. Ο Τζιάκομο Καζανόβα κατάφερε να αποκτήσει τις επαφές που ήθελε, ωστόσο, άγρια κυνηγημένος από τους απατημένους συζύγους, βρέθηκε κατηγορούμενος για μαγεία και λατρεία του σατανά!
Οι εχθροί που είχε κάνει εξαιτίας της αχαλίνωτης ερωτικής ζωής του ήταν ισχυροί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες και ο Τζιάκομο Καζανόβα οδηγήθηκε σε μια δίκη – παρωδία όπου χωρίς κανέναν επιβαρυντικό στοιχείο για μαγεία (αφού από την αρχή της διαδικασίας φάνηκε πως απλά ήταν ένας απατεώνας) καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Οι (ισχυροί) απατημένοι σύζυγοι φρόντισαν να κλειστεί στη «Μολυβένια Φυλακή» που είχε τη φήμη πως κανείς κρατούμενος δεν είχε καταφέρει να αποδράσει από το εσωτερικό της. Ο Τζιάκομο Καζανόβα, ωστόσο, το κατάφερε και αυτό. Μετά από μόλις 15 μήνες έγινε «καπνός» και διέφυγε στο Παρίσι όπου συνέχισε τη δράση του. Σε αυτό βοήθησε και ένα σκανδαλώδες βιβλίο με τα ερωτικά του κατορθώματα όπου ο ίδιος εμφανίζεται πια ως «Ζακ Καζανόβα, ιππότης του Seingalt». Αυτό ήταν αρκετό. Ο Τζιάκομο Καζανόβα ήταν πλέον μια διασημότητα. Για όλους τους λάθους λόγους, βέβαια, αλλά για εκείνον μικρή σημασία είχε αυτό.
Εμφανίζεται ως οικονομικός επενδυτής, επιχειρηματίας, σημαντικό μέλος της αριστοκρατίας, αλχημιστής και ταυτόχρονα χαρτοπαίζει σαν να μην υπάρχει αύριο! Καταφέρνει να βγάλει πολλά λεφτά από τα στημένα παιχνίδια που έπαιζε. Ταυτόχρονα συνεχίζει με αμείωτη ένταση το αγαπημένο του «σπορ»: Το να κατακτά γυναίκες.
Επιχείρησε να στήσει και μια επιχείρηση (ένα υφαντουργείο) αλλά σύντομα κατόρθωσε να σπαταλήσει όλα του τα χρήματα, να δημιουργήσει υπέρογκα χρέη και τελικά έφυγε κακήν κακώς από το Παρίσι. Σειρά είχαν τα ατελείωτα ταξίδια σε όλη την Ευρώπη και, βέβαια, οι πολλές ερωτικές περιπέτειες.
«Έζησα σαν φιλόσοφος και πεθαίνω σαν χριστιανός»
«Η ζωή, είτε ευτυχισμένη, είτε δυστυχισμένη, τυχερή ή άτυχη, είναι το μόνο αγαθό που έχει ο άνθρωπος κι αυτός που δεν αγαπάει τη ζωή είναι ανάξιος να ζει» έλεγε ο ίδιος και φρόντιζε να το κάνει και πράξη. Βέβαια, οι περιπέτειες που είχε με παντρεμένες γυναίκες της αριστοκρατίας τον ανάγκασαν ακόμα και να μονομαχήσει με κάποιους από τους απατημένους συζύγους που έψαχναν να ξεπλύνουν την ντροπή τους. Σε μια από αυτές τις μονομαχίες ο Τζιάκομο Καζανόβα τραυματίστηκε και ίσως εκεί να κατάλαβε πως η τύχη του κάποια στιγμή θα τελειώσει.
«Οι αισθησιακές απολαύσεις ήταν το πρώτο μου μέλημα σε όλη μου τη ζωή, για μένα τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό. Αισθανόμουν γεννημένος για το άλλο φύλο, γι' αυτό και πάντοτε το αγάπησα και, όσο μου ήταν δυνατό, φρόντισα να μ' αγαπήσει. Παράφορα αγάπησα και το καλό φαγητό και κυνήγησα με πάθος όλα τα αντικείμενα που έχουν προορισμό να κινούν την περιέργεια», έλεγε.
Μπορεί να το σκέφτηκε, μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία. Ειδικά από τη στιγμή που συνέχισε το ερωτικό του «σαφάρι» χωρίς... εκπτώσεις. Μετά από πολλά ταξίδια αποφάσισε να επιστρέψει στη Βενετία αλλά οι τοπικές αρχές δεν ήθελαν να ξαναμπλέξουν. Έτσι για να τον έχουν από κοντά αλλά και για να εκμεταλλευτούν το πηγαίο ταλέντο του στο να «τρυπώνει» παντού, του πρότειναν να γίνει κατάσκοπος για λογαριασμό των ιεροεξεταστών.
Αν και δεν του άρεσε η συγκεκριμένη δουλειά, ο Τζιάκομο Καζανόβα δέχθηκε μόνο και μόνο για να μπορέσει να μείνει στην αγαπημένη του Βενετία. Αλλά η φύση του ήταν ισχυρότερη. Συνέχισε να έχει τις ερωτικές περιπετειούλες του και ανά διαστήματα έδινε κάποιες δήθεν πληροφορίες στους ιεροεξεταστές. Σύντομα, όλοι κατάλαβαν πως τους χρησιμοποιούσε για να κάνει τα δικά του και έτσι αποφάσισαν να τον απολύσουν. Εκείνος, έξαλλος, θυμήθηκε την ιδιότητα του δημοσιογράφου, έγραψε έναν λίβελο κατά ενός ευγενή και έτσι αναγκάστηκε να φύγει «νύχτα» από τη Βενετία στην οποία δε θα επέστρεφε ποτέ.
Τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του τα έζησε στη Βοημία ως βιβλιοθηκάριος του κόμη φον Βαλντστάιν, στον πύργο του Ντουξ. Ήταν μια δουλειά που ο ίδιος σιχαινόταν, ωστόσο, την έκανε για δύο λόγους: Αφενός για να βγάζει τα προς το ζην και αφετέρου του δινόταν η ευκαιρία να γράφει από στίχους μέχρι και τη μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου, ενώ σε εκείνη την περίοδο έγραψε και τη θρυλική αυτοβιογραφία του. Εκεί αφηγείται τη ζωή του από τη γέννησή του μέχρι και το 1774, καθώς «από την ηλικία των 50 ετών και μετά δε συναντώ παρά μόνο θλίψη και αυτό με θλίβει».
Βέβαια, μέσα στις 3.600 λέξεις της αυτοβιογραφίας του οι «σκοτεινές» στιγμές είναι λίγες. Οι περισσότερες είναι «φωτεινές» με τον Τζιάκομο Καζανόβα να δηλώνει εραστής της ζωής. «Αγάπησα, αγαπήθηκα, απέκτησα πολλά χρήματα και τα ξόδεψα· ήμουν ευτυχισμένος και το έλεγα στον εαυτό μου γελώντας με τους ανόητους μοραλιστές που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ευτυχία στη Γη», έγραφε.
Ο Τζιάκομο Καζανόβα πέθανε στις 4 Ιουνίου 1798 στον πύργο του Ντουξ της Βοημίας, σε ηλικία 73 ετών. Μόνος, περιθωριοποιημένος και φτωχός. Λέγεται πως τα τελευταία του λόγια ήταν «έζησα σαν φιλόσοφος και πεθαίνω σαν χριστιανός».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.