Οι περισσότεροι έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα για τους Αρχιεπισκόπους της Ελλαδικής Εκκλησίας. Θεωρούμε πως είναι ιεράρχες οι οποίοι αν δεν πεθάνουν (σσ: «κοιμηθούν», στην εκκλησιαστική ορολογία) ή αν δεν αντιμετωπίσουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας το οποίο δε θα τους επιτρέπει να ασκήσουν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα είναι, μάλλον, απίθανο να χάσουν τον θρόνο τους. Πράγματι, αυτός είναι ο κανόνας. Για κάθε κανόνα, ωστόσο, υπάρχει η «εξαίρεση» που τον επιβεβαιώνει. Αυτή η εξαίρεση στην ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, κατά κόσμον Γεώργιος Βαβανάτσος, ο οποίος αναγκάστηκε σε παραίτηση 12 μόλις ημέρες μετά την ενθρόνισή του σε ένα πρωτοφανές σκάνδαλο που συγκλόνισε την Εκκλησία της Ελλάδος!
Ο Γεώργιος Βαβανάτσος που έγινε Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος
Στις 22 Ιουνίου 1895 στο Γαλαξίδι γεννήθηκε ο τρίτος γιος του ναυτικού Κωνσταντίνου Βαβανάτσου και της Παρασκευής Ανατσίτου. Ο Γιώργος από μικρή ηλικία βρέθηκε κοντά στην τοπική Εκκλησία και στην ουσία, με τον τρόπο αυτό, συνέδεσε τη ζωή του με αυτή. Αφορμή ήταν το γεγονός ότι ο αγαπημένος του θείος, ο Νικόλαος Σκουτεράκος, ήταν ιερέας.
Ο Γιώργος Βαβανάτσος τελείωσε το σχολείο στον Πειραιά και στη συνέχεια μπήκε αρχικά στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έπειτα στη Νομική. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1918 από τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο. Το 1923 και μετά την εκλογή του Χρυσοστόμου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών, προσελήφθη ως διάκονός του με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου. Το 1926 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα. Τότε ήταν που ανέλαβε τα καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής. Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χριστουπόλεως, (τιτουλάριος) Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσυγκέλου, ως «Μέγας Πρωτοσύγγελος». Σημαντικός σταθμός στην πορεία του Γεώργιου Βαβανάτσου είναι η 30η Σεπτεμβρίου 1936 όταν και εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς τότε Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος.
Λίγο καιρό αργότερα αρχίζουν τα προβλήματα. Όταν τον Οκτώβριο του 1938 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο Γεώργιος Βαβανάτσος στήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού έναντι αυτής του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου. Ο Δαμασκηνός εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος αλλά η δικτατορία του Μεταξά είχε άλλα σχέδια. Ακύρωσε με συνοπτικές διαδικασίες την εκλογή του Δαμασκηνού και τοποθέτησε προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας τον Χρύσανθο.
Ο Μητροπολίτης Ιάκωβος που τον είχε στηρίξει βρέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος το οποίο περιόρισε τα όρια της Μητρόπολής του στην περιοχή των Μεγάρων και μόνο! Ο Ιάκωβος έγινε ξανά Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος μετά την παύση του Χρυσάνθου και την ανάληψη της αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό το 1941.
Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες και τις αναφορές που υπάρχουν ο Ιάκωβος ήταν ένας εξαιρετικός ποιμενάρχης και ο λαός τον αγαπούσε πολύ. Έκανε σπουδαίο έργο και βοήθησε όσους είχαν πραγματική ανάγκη. Μετά το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Ιάκωβος βοήθησε όσο περισσότερο μπορούσε τόσο τους στρατιώτες στο μέτωπο όσο και τα άπορα και ορφανά παιδιά. Είναι ενδεικτικό που πρακτικά επέβαλε τις γυναίκες στα Μοναστήρια να ράβουν ρούχα για τους φαντάρους και να φιλοξενούν μικρά παιδιά όταν ήρθαν οι δύσκολες μέρες της ναζιστικής κατοχής. Πολλές φορές βοήθησε τους αντάρτες και τους έκρυψε και άλλες τόσες μεσολάβησε ώστε να αποφευγχθούν εκτελέσεις συλληφθέντων αντιστασιακών.
«Ἡ Μητρόπολίς μας παρέμενεν ἀνοικτὴ ἡμέραν καὶ νύκτα παντὶ τῷ αἰτοῦντι. Τὸ τηλέφωνον τοῦ ''ἐπισκόπου'' ἦτο εἰς τὴν διάθεσιν τῶν πάντων. Ὅλη ἡ Κηφισιά, ὅλη ἡ Ἀττικὴ καὶ πλεῖστοι ἐκ τῶν ἐν Ἀθήναις εὐρισκομένων, βέβαιοι ὄντες ὅτι θὰ εὕρουν λόγον παρηγορῖας καὶ συμπαράστασιν καὶ παράστασιν ἡμῶν ἐνώπιον τῶν κατακτητικῶν ἀρχῶν κατέφευγον εἰς τὴν Μητρόπολιν. Χῶροι τοῦ Μητροπολιτικοῦ Οἴκου ἐχρησίμευον ὡς καταφύγια τῶν διωκομένων ὑπὸ τῶν κατακτητῶν… Ἡ Μητρόπολις τῆς Κηφισιᾶς οὐδέποτε ἐγνώρισε ''κλειδαριάν'' καὶ σιωπήν. Συνοδοιπορεῖ μετὰ τῶν θρηνούντων. Ὁ ''Δεσπότης'' εἶναι ἱεράρχης διὰ τὸν λαόν του» έλεγε ο ίδιος.
Την περίοδο του εμφυλίου ο Μητροπολίτης Ιάκωβος βρέθηκε ακριβώς στη μέση. Φρόντισε τους πάντες ανεξάρτητα από την πλευρά που υποστήριζαν. Θεωρούσε τους αντιμαχόμενους πνευματικά του παιδιά και δεν τους ξεχώριζε. Πολλές φορές βρέθηκε να παίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή και, μάλιστα, με επιτυχία. «Καὶ πάλιν οἱ συλλήψεις καὶ οἱ ἐκτελέσεις τῶν ἀντιπάλων. Ἡ ἀντιπαλία, ἡ διαμάχη διὰ τὸν Ἱεράρχην ἀλλάσσει πρόσωπον. Ἡ οὐσία παραμένει ἡ ἰδία. Καὶ πάλιν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ συλλαμβάνονται καὶ πάλιν ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ἀτιμάζεται τόσον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ διώκτου, ὅσον καὶ τοῦ διωκομένου. Διὰ τὸν Ἱεράρχην ὅλοι, ἐν προκειμένῳ, οἱ Ἕλληνες εἶναι τέκνα του» έλεγε ο Ιάκωβος.
Ο «Αρχιεπίσκοπος των 12 ημερών»
Όλα αυτά που έκανε, ωστόσο, αν και τον έκαναν αγαπητό στα μάτια του κόσμου, του δημιούργησαν πολλά και σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Ελλάδος και αυτό ήταν κάτι που θα έβρισκε μπροστά του μερικά χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ, όμως, η κατάρτισή του και το ποιμενικό του έργο τον ανέδειξαν – μεταπολεμικά – σε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Στις 8 Ιανουαρίου 1962 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄. Ο Μητροπολίτης Ιάκωβος δεν ήταν απλά ένας από τους διεκδικητές του θρόνου αλλά το απόλυτο φαβορί. Τότε ήταν που κάποιοι θυμήθηκαν τη στάση του επί δικτατορίας Μεταξά αλλά κυρίως τη στάση του την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Ήδη από την ημέρα της κηδείας του Θεόκλητου Β' στις εφημερίδες έκαναν την εμφάνισή τους δημοσιεύματα που άφηναν να εννοηθεί πως ο ιδιωτικός βίος του Ιακώβου ήταν – στην καλύτερη των περιπτώσεων - έκλυτος! Τα υπονοούμενα για ερωτικά σκάνδαλα ήταν αισχρά, ωστόσο, έκαναν τη «δουλειά» τους.
Στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Ελλάδας ξέσπασε πρωτοφανής κρίση. Τα πράγματα έγινα ακόμα χειρότερα όταν ο Ιάκωβος αποκάλυψε πως σκεφτόταν να δημιουργήσει την Τράπεζα της Εκκλησίας της Ελλάδος και να μεταφέρει εκεί όλα τα χρήματα που μέχρι τότε βρίσκονταν στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα χρήματα αυτά ήταν πολλά και η μεταφορά τους σε άλλη τράπεζα ήταν δεδομένο που θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα στη λειτουργία της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας.
Κάπως έτσι η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή βρέθηκε να δέχεται ισχυρές πιέσεις τόσο από παρεκκλησιαστικά κέντρα όσο και από οικονομικούς παράγοντες να αναγκάσει με κάποιο τρόπο τον Ιάκωβο να αποσυρθεί από την «κούρσα» διαδοχής.
Το πρόβλημα, ωστόσο, για τον Καραμανλή ήταν πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο γιατί ο Ιάκωβος είχε άριστες σχέσεις με τα Ανάκτορα και ειδικά με τη Φρειδερίκη. Έτσι, για πρώτη φορά, όρισε την ημερομηνία εκλογής του νέου Αρχιεπισκόπου ενώ 48ωρών μετά την κηδεία του Θεόκλητου Β' με την ελπίδα πως οι όποιες αντιδράσεις υπάρχουν θα πάψουν. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, αντί να κατευνάσει τα πνεύματα, τα όξυνε ακόμα περισσότερο. Μέχρι και διαδηλώσεις έγιναν εκείνο το διήμερο.
Η ψηφοφορία για να εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου ήταν μυστική και έγινε το πρωί της 13ης Ιανουαρίου 1962 μέσα σε εξαιρετικά τεταμένο κλίμα και με πολλούς Μητροπολίτες να μεταφέρουν μέσα στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών τα «ροζ» δημοσιεύματα των εφημερίδων. Τελικά, το μεσημέρι ανακοινώθηκε πως ο Ιάκωβος είχε εκλεγεί νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η Εκκλησία, ωστόσο, ήταν διχασμένη και αυτό φάνηκε στον ενθρονιστήριο λόγο του Ιακώβου τον οποίο παρακολούθησαν μόνο 32 Μητροπολίτες ενώ οι υπόλοιποι 25 είχαν φύγει ήδη από τον Καθεδρικό Ναό της Αθήνας.
Η κρίση, όμως, δεν τελείωσε εκεί. Ίσα – ίσα τις επόμενες ημέρες τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Πολλοί Μητροπολίτες (που πιέζονταν από παρεκκλησιαστικά κέντρα), πίεζαν (με τη σειρά τους) τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να προχωρήσει στη σύσταση αριστίνδην δωδεκαμελούς Συνόδου, η οποία θα εξέλεγε Αρχιεπίσκοπο τον πρωθιερέα των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη. Την ίδια ώρα τα δημοσιεύματα μερίδας του Τύπου για τα υποτιθέμενα ερωτικά σκάνδαλα του Ιακώβου είχαν γίνει πιο αισχρά από ποτέ.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν άκουγε κουβέντα περί παραίτησης και έκανε ότι μπορούσε προκειμένου να ξεκινήσει με ομαλό τρόπο να ασκεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Στις 24 Ιανουαρίου, ωστόσο, η κρίση πήρε νέα τροπή όταν ο Καραμανλής αποφάσισε να παρέμβει. Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση δήλωνε έτοιμη να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε ότι ο προκαθήμενος της Εκκλησίας θα εκλέγεται από μικτό σώμα κληρικών και λαϊκών και σε περίπτωση διχοστασίας για το πρόσωπο του εκλεγμένου αρχιεπισκόπου, το σώμα αυτό θα μπορεί να κηρύξει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο σε χηρεία.
Στην πραγματικότητα η ανακοίνωση αυτή εξωθούσε σε παραίτηση τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Το πρωί της 25ης Ιανουαρίου, ο Ιάκωβος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και υπέβαλε την παραίτησή του. «Ἐκλεγεὶς ὑπὸ θεόθεν ὁδηγηθέντων ἱεραρχῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προκαθήμενος αὐτῆς καὶ κανονικῶς καὶ νομίμως ἀναλαβὼν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐνθρονίσεώς μου τὴν διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἄγομαι εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἤδη προβαίνω εἰς πραγματοποίησιν τῆς ὑποβολῆς τῆς παραιτήσεώς μου ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοὺ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, οὐ μέντοι γε τῆς Ἀρχιερωσύνης μου, οὐχὶ οἰκεία βουλήσει ἀλλὰ πολλῇ καὶ καταθλιπτικῇ τῇ Κυβερνητικῇ πιέσει καὶ πρὸς ἀποτροπὴν ἀναμίξεως τῆς Πολιτείας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν σύστασιν καὶ διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀνάμιξιν, ὣς ἐκτὸς τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην, θεωρῶ καταστρεπτικὴν καὶ ὀλέθριον διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν κανονικὴν αὐτοτέλειαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα μέχρι λατρείας καὶ ὑπηρέτησα πιστῶς καὶ ἀφοσιωμένως ἐπὶ 44 συναπτὰ ἔτη. Θυσιάζω καὶ σφαγιάζω ἐμαυτὸν καὶ ῥίπτομαι ὣς ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, χάριν τῆς κανονικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ Ἱστορία θὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοθυσίαν μου καὶ ὁλοκληρωτικὴν προσφοράν μου, μὲ τὴν διάπυρον εὐχὴν ὅπως ἡ Πολιτεία μὴ τολμήσῃ να ἐπέμβῃ στα ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ τὴν περὶ ἐμοῦ ἀνεξιχνίαστον αὐτοῦ οἰκονομίαν καὶ δέομαι αὐτοῦ ὅπως τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καὶ δὴ καὶ τὴν τῆς Ἑλλάδος τοιαύτην διατηρεῖ ἀνωτέραν πάσης ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν ἐπερχομένης ἐπιβουλῆς», ανέφερε στην επιστολή παραίτησης.
Η κρίση τελείωσε στις 14 Φεβρουαρίου όταν ο Μητροπολίτης Καβάλας Χρυσόστομος εκλέχθηκε νέος αρχιεπίσκοπος. Στις 4 Απριλίου το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο αθώωσε (με ένα πόρισμα 135 σελίδων)παμψηφεί τον παραιτηθέντα Ιάκωβο ο οποίος επέστρεψε στη Μητρόπολη Αττικής έχοντας τον τίτλο: «Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος»!
Και επειδή τίποτα δεν ξεχνιέται, με την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών ο Ιάκωβος έχασε ξανά τη Μητρόπολη της Αττικής. Στις 6 Μαρτίου 1968 κηρύχθηκε έκπτωτος και διατάχθηκε η φυλάκισή του σε κάποιο από τα μοναστήρια της χώρας! Ο Ιάκωβος τη μαύρη περίοδο της επταετίας βοήθησε πολλούς πολιτικούς κρατούμενους και τις οικογένειές τους, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες παρείχε βοήθεια σε αντιστασιακές οργανώσεις.
Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του δεν επιτράπηκε η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984 στη Μονή Παναγίας Φανερωμένης όπου και ετάφη.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.