Μενού
alcapone
Ο Αλ Καπόνε | AP Photo
  • Α-
  • Α+

Του Αγίου Βαλεντίνου σήμερα. Γλυκά. Λουλούδια. Καρδούλες. Αγκαλίτσες. Φιλάκια. Ρομαντικά δείπνα. Όρκοι αγάπης. Ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Μαφία. Παράνομο εμπόριο αλκοόλ. Νεκροί. Δολοφονίες. Οπλοπολυβόλα. Αίμα. Σοκ. Τρόμος. Δεν πάνε όλα αυτά μαζί; Ναι, η αλήθεια είναι πως δεν πάνε. Αλήθεια, όμως, είναι πως το παγωμένο πρωινό της 14ης Φεβρουαρίου 1929 στο Σικάγο όταν κάποιοι πήγαιναν να ψωνίσουν λουλούδια και γλυκά για τη «Βαλεντίνα» τους (ή τον «Βαλεντίνο» τους), κάποιοι άλλοι, όπλιζαν τα «Τόμσον» τους και έμπαιναν σε μια αποθήκη όπου κάτι παράνομο βρισκόταν σε εξέλιξη...

Η ποτοαπαγόρευση και ο αδίστακτος Αλ Καπόνε

Υπήρχε μια εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες που οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση στο καθαρό πόσιμο νερό και έτσι στρέφονταν στο αλκοόλ προκειμένου αφενός να ξεδιψάνε και αφετέρου να ενισχύουν (;) το ανοσοποιητικό τους σύστημα! Στη συνέχεια έφτασαν στις ΗΠΑ οικονομικοί μετανάστες από την Ευρώπη και κυρίως από την Ιρλανδία και την Ιταλία που μαζί τους έφεραν και κάποιες αγαπημένες συνήθειες όπως το να γίνονται «γκολ» πίνοντας τεράστιες ποσότητες αλκοόλ.

Όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου στους συντηρητικούς Αμερικανούς οι οποίοι άρχισαν να πιέζουν προκειμένου να απαγορευθεί αυτή η συνήθεια που σέρνει τον άνθρωπο στον βούρκο και στον όλεθρο της ακολασίας. Εκείνη την περίοδο σχηματίστηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» (Women's Christian Temperance Union). Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872 αλλά οριακά βρήκαν τις... δικές τους ψήφους.

Ένας από τους πρωτεργάτες της ποτοαπαγόρευσης ήταν ο  Τζον Σεντ Τζον ο οποίος ως κυβερνήτης αρχικά απαγόρευσε το αλκοόλ στο Κάνσας (η πρώτη πολιτεία που έκανε κάτι σχετικό) και στη συνέχεια ως υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έβαλε για τα καλά στη δημόσια κουβέντα το ζήτημα της καθολικής απαγόρευσης.

Σταδιακά άρχισε να αλλάζει και η κοινή γνώμη. Αν και αρχικά οι περισσότεροι διαφωνούσαν με την ιδέα της ποτοαπαγόρευσης στη συνέχεια έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές της. Μια ημέρα σαν σήμερα, το 1917, η Αμερικανική Γερουσία εγκρίνει την ποτοαπαγόρευση. Ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών! Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το νόμο Βόλστιντ (Volstead Act). Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης.

Στην πραγματικότητα, πάντως, λέγεται πως τα κίνητρα πίσω από αυτή την απόφαση δεν ήταν και τόσο... χριστιανικά. Στην ουσία, ένα ισχυρό λόμπι, είδε να χάνει την πρωτοκαθεδρία από τους Ιρλανδούς και τους Ιταλούς και στην ουσία θέλησε να προχωρήσει σε μια... ρύθμιση της αγοράς! Τι σημαίνει αυτό; Γνώριζαν όλοι τι θα ακολουθήσει της ποτοαπαγόρευσης και το επέτρεψαν να συμβεί, ώστε, στη συνέχεια να έρθει το κράτος και να βάλει νέους κανόνες που ουσιαστικά θα έδιναν στο συγκεκριμένο λόμπι την πρωτοκαθεδρία και θα έβαζε σε δεύτερη μοίρα Ιρλανδούς και Ιταλούς. Και βέβαια, όταν πέρασαν τα 13 χρόνια της ποτοαπαγόρευσης, το κράτος ήρθε με μεγαλύτερους φόρους να ελέγξει τη συγκεκριμένη αγορά, οπότε... όλοι ευχαριστημένοι!

Πριν καν συμπληρωθεί χρόνος από την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης το οργανωμένο έγκλημα ζούσε ημέρες αφθονίας! Η μαύρη αγορά εκτοξεύτηκε, το έγκλημα έγινε καθημερινότητα. Η αστυνομία σήκωσε τα χέρια ψηλά αφού δεν μπορούσε, δεν προλάβαινε, να ελέγξει όλους αυτούς τους παράνομους χώρους που δημιουργήθηκαν και λειτουργούσαν σαν παράνομα αποστακτήρια ή σαν σημεία πώλησης αφού μέσα σε λίγους μήνες διπλασιάστηκαν!

Μέσα σε αυτό το χάος ο Αλ Καπόνε έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση γιατί αφενός είχε καταφέρει να ελέγχει την αστυνομία (έχοντας κανονικά στο μισθολόγιο τους αστυνομικούς που ήθελαν να έχουν ένα έξτρα εισόδημα) και αφετέρου έβγαζε τρελά λεφτά από το εμπόριο των ποτών καθώς εκμεταλλευόμενος το οικονομικό κραχ είχε προσλάβει πολλούς ανέργους οι οποίοι προκειμένου να έχουν τα προς το ζην δούλευαν στην... εφοδιαστική αλυσίδα του μεγαλομαφιόζου! Υπολογίζεται πως κάθε χρόνο της ποτοαπαγόρευσης ο Αλ Καπόνε έβγαζε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια! Είχε, όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο, μάλιστα, είχε ονοματεπώνυμο: Τζορτζ «Μπαγκς» Μόραν.

Όταν η γιορτή των ερωτευμένων «πνίγηκε» στο αίμα

Το παγωμένο πρωινό της 14ης Φεβρουαρίου 1929, μέσα στο γκαράζ της οδού Clark, νούμερο 2122 N, εφτά γκάγκστερ, πρωτοπαλίκαρα του ιρλανδικής καταγωγής γκάγκστερ Τζορτζ «Μπαγκς» Μόραν βρίσκονται στο αρχηγείο της οργάνωσης τους και οργάνωναν το δίκτυο διακίνησης αλκοολούχων ποτών. Περίμεναν ένα μεγάλο φορτίο με ακριβό ουίσκι.

Ο Μόραν είχε υπό τον έλεγχό του το βόρειο τμήμα της αμερικανικής μεγαλούπολης. Ο Αλ Καπόνε το νότιο. Ο ένας ήθελε να «φάει» τον άλλο, ώστε, να έχει ολόκληρη την πίτα καθώς μιλάμε για έναν τζίρο εκατομμυρίων. Ο Αλ Καπόνε ήθελε να τελειώσει με τον Μόραν γιατί ο τελευταίος, εξαιρετικά βίαιος αλλά κάθε άλλο παρά έξυπνος άνθρωπος, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1928, είχε δολοφονήσει τον στενό φίλο του Καπόνε, Τόνι Λομπάρντο.

Το μεγάλο φορτίο με το ακριβό ουίσκι που περίμεναν οι γκάγκστερ του Μόραν ήταν το «δόλωμα» το οποίο είχε ρίξει το πρωτοπαλίκαρο του Αλ Καπόνε, Βιτσέντζο «Πολυβόλο» Τζιμπάλντι ο οποίος είχε προσλάβει φονιάδες για να κάνουν τη «δουλειά», ώστε, σε περίπτωση που πάει κάτι στραβά να μη συνδεθεί η επίθεση με το αφεντικό του.

Κάπως έτσι, μια ημέρα σαν σήμερα, εκείνο το πρωινό, η περιοχή γύρω από την αποθήκη γέμισε με δεκάδες ένοπλους. Το βασικό κομμάτι της μαφιόζικης επίθεσης το είχαν αναλάβει πέντε άτομα. Οι τρεις ντυμένοι αστυνομικοί και οι δυο με πολιτικά. Έφτασαν στην οδό Clark με δυο αυτοκίνητα που έμοιαζαν με περιπολικά. Μπήκαν μέσα στην αποθήκη, αιφνιδίασαν τα επτά άτομα που βρισκόταν εκεί και απαίτησαν να στηθούν στον τοίχο δήθεν για να τους κάνουν έλεγχο.

Όταν έγινε αυτό, «μίλησαν» τα αυτόματα «Τόμσον». Ακολούθησε καταιγισμός πυρών. Οι γείτονες τρομαγμένοι κάλεσαν την αστυνομία. Οι φονιάδες του Αλ Καπόνε έσπευσαν να εξαφανιστούν. Όταν έφτασε στο σημείο η αστυνομία βρίσκει έξι νεκρούς και έναν να ψυχορραγεί. Όταν τον ρώτησαν ποιος τον πυροβόλησε, αυτός ψέλλισε «κανείς» και άφησε την τελευταία του πνοή.

Οι αστυνομικοί βρήκαν στον τοίχο 90 σφαίρες! Οι νεκροί ήταν πέντε μέλη της συμμορίας, ένας μικροκακοποιός που απλά συνεργαζόταν μαζί τους και ένας άσχετος μηχανικός που είχε κληθεί για να επισκευάσει ένα αυτοκίνητο και βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Αντίθετα, το αφεντικό της συμμορίας γλίτωσε κατά τύχη επειδή άργησε λίγα λεπτά να πάει στο ραντεβού. Όταν έφτασε εκεί είδε τους «αστυνομικούς» του Αλ Καπόνε και φρόντισε να εξαφανιστεί.

Μετά από αυτό το συντριπτικό πλήγμα ο Μόραν «τελείωσε» ως μαφιόζος. Δεν κατάφερε ποτέ να ορθοποδήσει. Από πάμπλουτος γκάνγκστερ βρέθηκε να ληστεύει τράπεζες για τα... προς το ζην.

Για τον Αλ Καπόνε η νίκη ήταν τεράστια αλλά προσωρινή. Για τα επόμενα δυο χρόνια ήταν το απόλυτο και μοναδικό αφεντικό στο Σικάγο. Το όνομα του ήταν συνώνυμο της Μαφίας. Καμία «δουλειά» δε γινόταν χωρίς την έγκρισή του.

Η αγριότητα του εγκλήματος, ωστόσο, και το γεγονός ότι η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε «έστειλαν» στο κυνήγι του Καπόνε το FBI και το IRS (Εφορία) που αργά αλλά σταθερά άρχισαν να «ξηλώνουν» το... πουλόβερ και κατάφεραν, τελικά, δυο χρόνια μετά τη Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου να τον συλλάβουν για φοροδιαφυγή, να τον κλείσουν φυλακή και να βάλουν τέλος και στη δική του «βασιλεία».

Τέλος, για την ιστορία και μόνο, να αναφερθεί πως ο τόπος του εγκλήματος (2122 Ν. Clark Street) έγινε τουριστική ατραξιόν μέχρι το 1967, που η αποθήκη κατεδαφίστηκε. Ο αιματοβαμμένος τοίχος της εκτέλεσης αποσυναρμολογήθηκε τούβλο - τούβλο και πουλήθηκε σε δημοπρασία στον καναδό επιχειρηματία Τζορτζ Πάτεϊ, ο οποίος τον ξανάχτισε μέσα στο μπαρ που διατηρούσε στο Βανκούβερ.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.