Μενού
dostoevsky
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι | YouTube
  • Α-
  • Α+

«Καλύτερα να πηγαίνουμε προς τη λάθος κατεύθυνση στο δικό μας δρόμο παρά να πηγαίνουμε προς τη σωστή κατεύθυνση στο δρόμο κάποιου άλλου». Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι έκανε σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Αγάπησε, αγαπήθηκε, έφτασε μια ανάσα από το εκτελεστικό απόσπασμα, βυθίστηκε στον τζόγο, λάτρεψε το ρίσκο, παραδόθηκε στις αδυναμίες του και έγραψε μερικά από τα σπανιότερα διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. «Ήταν μια υπέροχη νύχτα, μια από εκείνες τις νύχτες που είναι δυνατό να ζήσεις μόνο όταν είσαι νέος, αγαπητέ αναγνώστη».

«Να είσαι ο ήλιος και όλοι θα σε βλέπουν»

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στη Μόσχα στις 30 Οκτωβρίου (11 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1821. Τα παιδικά του χρόνια ήταν περίεργα και ισορροπούσαν ανάμεσα σε δυο κόσμους. Ο πατέρας του ήταν γιος κληρικού. Σύμφωνα με την παράδοση εκείνης της εποχής στη Ρωσία και ο ίδιος έπρεπε να ακολουθήσει το δρόμο του πατέρα του. Σπούδασε, ωστόσο, ιατρική και έγινε στρατιωτικός γιατρός και με τον τρόπο αυτό κατάφερε να μπει στην τάξη της κληρονομικής αριστοκρατίας αλλά χωρίς να είναι αριστοκράτης. Στην πραγματικότητα ήταν «Rasnotchinzen» δηλαδή άνθρωπος από άλλη τάξη. Το 1831 αγόρασε ένα μεγάλο αγρόκτημα για να ενισχύσει τη θέση του στην αριστοκρατία. Το 1839 επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός στους χωρικούς εξαιτίας της σκληράδας του, δολοφονήθηκε.

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό ο νεαρός Φιοντόρ δεν έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του φτωχικά αλλά έβλεπε τη φτώχεια γύρω του. Δεν ήταν αριστοκράτης αλλά έβλεπε τον πατέρα του να παλεύει με νύχια και με δόντια για να γίνει ένας αριστοκράτης. Μέσα σε αυτό τον «πόλεμο των τάξεων» μοναδικό αποκούμπι για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ήταν η μητέρα του, μια τρυφερή φυσιογνωμία την οποία λάτρευε. Όταν εκείνη πέθανε, ο Φιοντόρ μαζί με τον αδερφό του έζησαν σε οικοτροφεία της Μόσχας.

Σπούδασε στην κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών στην Αγία Πετρούπολη. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του μηχανικού αλλά σύντομα διαπίστωσε πως η αγάπη του για τα γράμματα ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο. Κάπως έτσι, το 1843, κάνει την εμφάνισή του στον κόσμο της λογοτεχνίας κάνοντας τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ «Ευγενία Γκραντέ». Δυο χρόνια αργότερα, στα 24 του, κάνει το δικό του ντεμπούτο με τον «Φτωχόκοσμο» το οποίο απέσπασε θετικές κριτικές. Έχει πλέον παραιτηθεί από τη θέση που κατείχε ως μηχανικός και αφιερώνεται εξολοκλήρου στο γράψιμο και τη μελέτη.

Το 1849 ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γίνεται μέλος του «Ομίλου Πετρασέφσκι» ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν μια λέσχη διανοούμενων που είχε σαν διπλό στόχο τη μελέτη και τη διάδοση στη Ρωσία των ιδεών του γαλλικού σοσιαλισμού. Ο Ντοστογιέφσκι μέσα στον Όμιλο έχει μια εξαιρετικά μετριοπαθή στάση καθώς αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν να έρθει σε επαφή με τους διανοούμενους και διευρύνει τους φιλολογικούς του ορίζοντες.

Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως ο Όμιλος μπήκε γρήγορα στο στόχαστρο του Τσαρικού καθεστώτος και διαχωρισμός ανάμεσα στα μέλη του με βάση τα ενδιαφέροντά τους δε γινόταν. Έτσι ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός παράνομο τυπογραφείου, συλλαμβάνεται με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή του Τσάρου. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο κάτι που σημάδεψε τη ζωή του αφού ο Νικόλαος ο Α' ζήτησε από τους επιτελείς του να τσακίσουν την ψυχολογία των συλληφθέντων στήνοντας μια εικονική εκτέλεση και στη συνέχεια να στείλουν τους καταδικασμένους για καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ένας γρήγορος θάνατος, ίσως, ήταν καλύτερος.

Ο Ντοστογιέφσκι μαζί με τους υπόλοιπους καταδικασμένους, το παγωμένο πρωινό της 22ας Δεκεμβρίου 1849, οδηγήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ακούστηκαν τα τύμπανα. Ο αξιωματικός διάβασε τη διαταγή εκτέλεσης, ένας στρατιωτικός ιερέας ευλόγησε τους μελλοθάνατους, οι στρατιώτες οπλίζουν και στοχεύουν. Εκείνη την ώρα ένας έφιππος αξιωματικός εμφανίστηκε και διάβασε την εντολή του Τσάρου για αναβολή. Μέσα από τη φυλακή, πριν μεταφερθεί στη Σιβηρία, γράφει ένα γράμμα προς τον αδερφό του όπου μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Τούτη τη στιγμή ξεριζώνω από την καρδιά μου τα νιάτα μας και τις ελπίδες μας, τις αποθέτω στον τάφο τους». Ο Ντοστογιέφσκι θα περάσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια της ζωής του στα κάτεργα. Την τρομακτική και βίαιη αυτή εμπειρία του την περιέγραψε λίγα χρόνια αργότερα στο έργο «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων».

«Όλα περνάνε, μόνο η αλήθεια μένει»

Όταν έφυγε από τη Σιβηρία έζησε για λίγο στο Ομσκ (όπου υπηρέτησε τη θητεία του) και εκεί γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Μαρία Ισάγιεβα «μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, νευρική και ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής»! Την πρώτη νύχτα του γάμου τους ο Ντοστογιέφσκι έπαθε επιληπτική κρίση (η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα στα κάτεργα) και έπεσε στο πάτωμα έχοντας τρομακτικούς σπασμούς. Ουσιαστικά η σχέση τους τελείωσε ήδη από εκείνο το πρώτο βράδυ καθώς η Ισάγιεβα κατατρομοκρατήθηκε από την εικόνα του Ντοστογιέφσκι. Τυπικά τελείωσε λίγο καιρό αργότερα όταν η Ισάγιεβα πέθανε χτυπημένη από φυματίωση. «Η χαρά της αγάπης είναι μεγάλη, αλλά τα βάσανά της είναι τόσο έντονα, που θα ήταν πολύ καλύτερο να μην αγαπήσεις καθόλου», έλεγε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη και μαζί με τον αδερφό του προχώρησε στην έκδοση δυο περιοδικών, των Vremya (Χρόνος) και Epokha (Εποχή). Η εκδοτική αυτή απόπειρα απέτυχε παταγωδώς και ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι βρέθηκε καταχρεωμένος. Κάπως έτσι άρχισε να γράφει ξανά προκειμένου να κερδίζει τα προς το ζην. Τότε, όμως, είναι που βυθίστηκε στον τζόγο. Το πάθος ήταν τεράστιο. Η εμμονή ήταν νοσηρή. Ο Ντοστογιέφσκι, πλέον, ζούσε σε έναν κόσμο σκοτεινό που δεν είχε την παραμικρή ελπίδα. Το καταλάβαινε και ο ίδιος. Το έλεγε στους φίλους του. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι είχε αποκτήσει μια αδιέξοδη μανία για ρίσκο από την οποία δεν μπορούσε να απελευθερωθεί. Έχασε σχεδόν όλα του τα λεφτά, δανείστηκε, έβαλε ενέχυρα τα λίγα περιουσιακά στοιχεία που είχε αποκτήσει, απαιτούσε από τους φίλους του να του δανείζουν λεφτά ή ακόμα χειρότερα να βάζουν και οι ίδιοι ενέχυρα. Είχε μετατραπεί σε έναν μανιακό.

«Φίλε μου Μίσα. Στο Βισμπάντεν (σσ: εννοεί το καζίνο) έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα και κέρδισα αμέσως 10.000 φράγκα. Το πρωί δεν το εφάρμοσα, παθιάστηκα κι αμέσως έχασα. Το βράδυ ξαναγύρισα στο σύστημά μου, το εφάρμοσα με κάθε αυστηρότητα και κέρδισα πάλι με άνεση 3.000 φράγκα. Πες μου λοιπόν: ύστερα απ’ αυτό, πώς να μείνεις απαθής, πώς να μην πιστέψεις ότι αν ακολουθούσα αυστηρά το σύστημά μου η ευτυχία θα’ ταν στα χέρια μου. Και μου χρειάζονται λεφτά. Για μένα, για σένα, για τη γυναίκα μου, για να γράψω το μυθιστόρημά μου. Εδώ, έτσι στ’ αστεία, κερδίζουν δεκάδες χιλιάδες. Ναι, αυτό το ταξίδι το έκανα για να σωθούμε όλοι μας και να εξασφαλίσω κι εγώ τον εαυτό μου από τη δυστυχία» έγραφε το 1863 από το Παρίσι σε έναν φίλο του και εδώ ακριβώς φαίνεται ο ψυχισμός του εκείνη την περίοδο.

Εκτός από άρρωστος τζογαδόρος, ωστόσο, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ήταν και μια ιδιοφυΐα. Εκείνη την πιο σκοτεινή του περίοδο γράφει τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά του διαμάντια. «Έγκλημα και Τιμωρία», «Ο Ηλίθιος», «Αδελφοί Καραμαζόφ» και φυσικά «Ο Παίκτης» που είναι ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο για το πάθος του με τον τζόγο. «Είναι ένας ποιητής στο είδος του. Το θέμα όμως είναι πως ο ίδιος ντρέπεται γι’ αυτήν την ποίηση γιατί νιώθει βαθιά πόσο φτηνή είναι, παρόλο που η ανάγκη του κινδύνου τον εξυψώνει κάπως μπροστά στα ίδια του τα μάτια», έλεγε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι σκιαγραφόντας το ψυχογράφημα του «Παίκτη». Το βιβλίο αυτό ο Ντοστογιέφσκι το έγραψε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα!

Ο εμβληματικός Ρώσος συγγραφέας έγραφε για τους φτωχοδιάβολους, τους έσχατους, τους σιωπηλούς, τους διαλυμένους που διαρκώς βρίσκονται στην κόψη της σωματικής και κυρίως της ψυχικής καταστροφής. Έγραφε για αυτούς γιατί σχεδόν όλα αυτά για τα οποία έγραφε ήταν αυτοβιογραφικά.

Βρήκε μια (σχετική) ισορροπία στη ζωή όταν παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη στενογράφο του Άννια Γρηγορίεβνα. Το πάθος για τον τζόγο, βέβαια, συνέχισε να ταλαιπωρεί τόσο τον ίδιο όσο και τους γύρω του. Έπαιζε, έχανε και μετανιωμένος γύρναγε στην Άννια από την οποία ζητούσε συγγνώμη. Την επόμενη ημέρα της ζητούσε το δαχτυλίδι του γάμου τους για να το βάλει ενέχυρο και να πάει να παίξει. Μέσα σε αυτό το χάος

Τελικά, η Άννια κατάφερε και έβαλε μια τάξη και στα οικονομικά τους αλλά και στα επαγγελματικά του Ντοστογιέφσκι με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του να είναι πιο ήρεμα από όλα τα προηγούμενα. Όσο μεγάλωνε, ωστόσο, τόσο χειροτέρευαν τα προβλήματα υγείας και ιδιαίτερα οι επιληπτικές κρίσεις. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 28 Ιανουαρίου 1881 (9 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) σε ηλικία 60 ετών χτυπημένος από μια άγνωστη εκείνη την εποχή πνευμονική νόσο η οποία δυο ημέρες νωρίτερα του είχε προκαλέσει ακατάσχετη αιμορραγία. Η αγαπημένη του Άννια προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο και του έλεγε πως θα ζήσει πολλά χρόνια. «Όχι, το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! Άναψε μια λαμπάδα, Άννια, και δώσε μου το Ευαγγέλιο» της είχε πει εκείνος. Ο Ντοστογιέφσκι κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Τίχβιν της Μονής Αλεξάντερ Νιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη. Στην κηδεία του παραβρέθηκε η αφρόκρεμα της ρωσικής λογοτεχνίας και περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι!  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.