Μενού
minion
Το Μινιόν, την επόμενη του εμπρησμού | Τύπος της εποχής
  • Α-
  • Α+

Ήταν λίγο μετά τις 03:10 τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1980. Το κέντρο της Αθήνας είχε φορέσει τα «καλά» του και ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τις ημέρες των γιορτών. Ξαφνικά οι λιγοστοί περαστικοί ακούνε διαδοχικές εκρήξεις από το εσωτερικό του Μινιόν και του Κατράντζου, των δυο σημαντικότερων πολυκαταστημάτων στο κέντρο της πρωτεύουσας εκείνη την εποχή. Ελάχιστες στιγμές αργότερα φλόγες ξεπηδούν από τα παράθυρα των δυο πολυκαταστημάτων.

Η ανυπολόγιστη καταστροφή που άλλαξε το λιανεμπόριο

Η κινητοποίηση της πυροσβεστικής ήταν τεράστια και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε η μάχη με τις πύρινες φλόγες. Αυτή η μάχη, ωστόσο, ήταν άνιση. Οι φωτιές πήραν γρήγορα τεράστιες διαστάσεις και ειδικά στην περίπτωση του Μινιόν οι πυροσβέστες το μόνο που προσπάθησαν και τελικά κατάφεραν να κάνουν ήταν να κρατήσουν τις φλόγες μακριά από το υπόγειο του πολυκαταστήματος όπου υπήρχαν αποθηκευμένοι δεκάδες τόνοι πετρελαίου. «Μη φτάσει εκεί. Θα καούμε σαν τα ποντίκια όλοι» φώναζε, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων.

Συνολικά στις δυο πυρκαγιές επιχείρησαν 42 οχήματα με 170 άνδρες (επιπλέον, εκείνη τη νύχτα είχαν επιστρατευτεί ακόμα και οι δόκιμοι της σχολής του πυροσβεστικού σώματος για να βοηθήσουν) οι οποίοι κατάφεραν να μην επεκταθούν οι φλόγες στα παρακείμενα κτίρια. Για τα δυο πολυκαταστήματα, ωστόσο, ήταν αργά. Από το Μινιόν απέμεινε μόνο ο σκελετός ενώ ο Κατράντζος κατέρρευσε. Συνολικά, μέσα σε λίγες ώρες, 2.000 εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι και η πυροσβεστική υπολόγισε τις ζημιές σε 2 δισ. δραχμές, ποσό που απείχε από την πραγματικότητα δεδομένου πως ο Γιάννης Γεωργακάς, ο ιδιοκτήτης του Μινιόν, έλεγε πως αυτή ήταν η ζημιά μόνο στο δικό του κατάστημα.

Οι εμπρησμοί στο Μινιόν και τον Κατράντζο, πάντως, δεν ήταν οι μόνοι. Μέσα στο επόμενο εξάμηνο ακολούθησαν και άλλοι. Πάντα με στόχους τα μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου της Αθήνας. Οι «επιθέσεις καρμπόν», όπως τις χαρακτήριζαν οι εφημερίδες της εποχής, επαναλήφθηκαν στις 3 Ιουνίου 1981 με την ταυτόχρονη πυρπόληση των πολυκαταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ», στις 4 Ιουλίου του «Δραγώνα» και στις 7 Ιουλίου του «Λαμπρόπουλου» στον Πειραιά.

Το πλήγμα στο λιανεμπόριο ήταν κάτι παραπάνω από τεράστιο. Ακόμα και όσα μαγαζιά δεν καταστράφηκαν έμειναν χωρίς πελάτες αφού ο κόσμος φοβόταν να τα επισκεφθεί. Παρά το οικονομικό «κραχ», ο επιχειρηματίας Γιάννης Γεωργακάς (που από ένα μικρό περίπτερο είχε καταφέρει να φτιάξει ένα εμβληματικό πολυκατάστημα που άφησε εποχή), αρνείται να κηρύξει πτώχευση και αποφασίσει να αναδημιουργήσει το «παιδί του». Το νέο Μινιόν θα στηθεί σε χρόνο ρεκόρ αλλά ουδέποτε μπόρεσε να επανέλθει σε αυτό που ήταν πριν την 19η Δεκεμβρίου 1980. Το 1983, το πολυκατάστημα, πέρασε στο δημόσιο, αφού εντάχθηκε στις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις». Παρέμεινε, ωστόσο, στάσιμο σε μια εποχή όπου οι εξελίξεις (και στο εμπόριο) είναι καταιγιστικές.

Ο Γεωργακάς, αν και πλέον είχε φτάσει τα 79 έτη, δεν το βάζει κάτω. Θέλει να ξαναδεί το Μινιόν όπως πριν. Το 1991 ανακτά τον έλεγχο της επιχείρησης, μαζί με μια ομάδα επιχειρηματιών. Ένα χρόνο μετά, όμως, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά αποφασίζει να αποχωρήσει πουλώντας το μερίδιό του. Το Μινιόν, ωστόσο, δεν επανέρχεται. Το εμπορικό περιβάλλον έχει αλλάξει οριστικά. Περίπου δυο χρόνια μετά τις επιθέσεις, τα πρώτα shop in shop καταστήματα έκαναν την εμφάνισή τους και οι πελάτες έχουν αλλάξει καταναλωτικές συνήθειες. Το θρυλικό πολυκατάστημα έβαλε οριστικά λουκέτο τον Ιανουάριο του 1998.

Ποιος βρισκόταν πίσω από τους εμπρησμούς;

Αν και έχουν περάσει 43 χρόνια από εκείνη τη νύχτα, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος ήταν ο υπεύθυνος για τους εμπρησμούς. Στις 22 Δεκεμβρίου 1980, μια πρωτοεμφανιζόμενη τότε οργάνωση που έφερε την υπογραφή «Επαναστατική Οργάνωση, Οκτώβρης 80» ανέλαβε την ευθύνη του διπλού εμπρησμού. «Κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια» ανέφερε ο συντάκτης της προκήρυξης.

Ήταν τέτοιο το μούδιασμα που ακολούθησε που ακόμα και οι παραδοσιακές δυνάμεις του εγχώριου αντάρτικου πόλης αντέδρασαν σε αυτή την ανάληψη ευθύνης. Ειδικά η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» έβγαλε και προκήρυξη τον Ιούλιο του 1981 με την οποία ασκούσε σκληρή κριτική στους εμπρηστές: «Το πρώτο λάθος - αν και δευτερεύον - είναι ότι στα μαγαζιά αυτά δεν πουλάνε προϊόντα που ικανοποιούν ψεύτικες ανάγκες που δημιουργεί ο καπιταλισμός, αλλά αντίθετα προϊόντα πρώτης ανάγκης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μία σύγχυση και κάνει την ενέργεια μη κατανοητή στα λαϊκά στρώματα αφού τα βλέπουν σαν μαγαζιά όπου ψωνίζουν φτηνότερα από αλλού. Δεύτερο: άλλο απαλλοτρίωση και άλλο καταστροφή. Η φαεινή ιδέα ότι όσα δεν μπορούμε να απαλλοτριώνουμε θα τα καταστρέφουμε, όχι μόνο δεν αντέχει σε καμία σοβαρή συζήτηση, όσο καλόπιστα και αν την εξετάσουμε, αλλά είναι και διανοουμενίστικο κατασκεύασμα για να καλυφθούν άλλες αδυναμίες. Τρίτο και κυριότερο: με την καταστροφή των Μινιόν – Κατράντζου έχασαν τη δουλειά τους και τα επιδόματα τους οι εργαζόμενοι σ’ αυτά. Για τα πλατιά λαϊκά στρώματα λειτουργεί η συλλογιστική: καλά οι μεγαλοκαρχαρίες ιδιοκτήτες αλλά οι εργαζόμενοι τι τους έφταιγαν; Με αποτέλεσμα να βλέπουν την ενέργεια όχι με συμπάθεια ούτε καν αδιαφορία αλλά με δυσφορία».

Το πιο ενδιαφέρον από τα στοιχεία - σενάρια που ακούστηκαν εκείνη την περίοδο προέρχεται από τον ΕΛΑ τα μέλη του οποίου στο περιοδικό «Αντιπληροφόρηση» που εξέδιδε την εποχή εκείνη η οργάνωση αποκάλυψαν πως οι δράστες για να είναι σίγουροι για τα αποτελέσματα του σχεδίου τους, εκτός από τους εμπρηστικούς μηχανισμούς, χρησιμοποίησαν και ένα υλικό που είχε εισαχθεί από την Ολλανδία και το χρησιμοποιούσαν για να επιταχύνουν τις φωτιές στις πετρελαιοπηγές!

Η έρευνα της αστυνομίας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο «Οκτώβρης 80» ήταν μια οργάνωση που είχε δημιουργηθεί από μέλη του ΕΛΑ που είχαν φύγει από τη μητρική οργάνωση μετά από διάσπαση στο εσωτερικό της κάτι που παραδέχθηκε και ο ΕΛΑ ασκώντας κριτική στα μέλη της.

Στην πραγματικότητα, πάντως, όλα αυτά ήταν σενάρια. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν υπεύθυνος για τους εμπρησμούς. Η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη/ προσαγωγή δεκάδων ατόμων που ανήκαν στον αναρχικό χώρο. Την υπόθεση στο ανακριτικό επίπεδο την είχε αναλάβει τότε ο Μιχάλης Μαργαρίτης (που περίπου 20 χρόνια αργότερα θα ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου της 17Ν) ο οποίος κρίνει πως τα λιγοστά στοιχεία της αστυνομίας δεν έχουν την παραμικρή αξία και τους αφήνει ελεύθερους. Τελικά, πότε κανείς δε συνελήφθη για εκείνη την υπόθεση η οποία θεωρητικά παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστη.

Για να αντιληφθεί κάποιος πόσο σκοτεινή και μπερδεμένη είναι η συγκεκριμένη υπόθεση, αρκεί να διαβάσει το βιβλίο «Μαύρο Φως» του Μίμη Ανδρουλάκη (Εκδόσεις Πατάκης, Νοέμβριος 2021). Εκεί ο συγγραφέας ασχολείται με τη συγκεκριμένη υπόθεση και εξηγεί πως, πέρα από τη μυθοπλασία, οι πρωταγωνιστές και οι ισχυρισμοί τους είναι υπαρκτοί.

Σύμφωνα με αυτά που γράφει ο Ανδρουλάκης, ο δράστης του εμπρησμού στο Μινιόν ήταν ένας αστυνομικός με θητεία στο Α/Τ Ομόνοιας! Είχε καταγωγή από την Άμφισσα, την περίοδο της χούντας είχε επαφή με αντιστασιακές οργανώσεις του εξωτερικού, πέρασε από τα γραφεία της Ιντερπόλ στη Γαλλία, απ’ όπου φαίνεται να έφυγε πρόωρα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αποχωρώντας από την Αστυνομία και ασχολούμενος, όπως μνημονεύεται, μέχρι σήμερα με τη διακίνηση και την εκτίμηση της γνησιότητας έργων τέχνης! «Εκδικητής, τόσο παράλογος, τόσο αληθινός» τον περιγράφει ο Μίμης Ανδρουλάκης στο βιβλίο του ενώ δε δίνεται κάποια εξήγηση για τον λόγο της επίθεσης.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.