Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι ένορκοι μιας δίκης δεν ξέρουν αν πρέπει να καταδικάσουν έναν άνθρωπο ο οποίος ομολόγησε πως σκότωσε έναν άλλο άνθρωπο. Εύκολα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί υπάρχει αυτή η δυσκολία. Πριν βιαστείτε να απαντήσετε πρέπει να λάβετε υπόψιν σας το εξής στοιχείο: τι γίνεται αν το θύμα ήταν αυτό που ζήτησε από τον θύτη να το σκοτώσει;
Μπροστά σε αυτό το σενάριο που μοιάζει βγαλμένο από κάποιο καλογυρισμένο αστυνομικό θρίλερ βρέθηκε τον Ιανουάριο του 1994 η ελληνική κοινωνία που ήρθε αντιμέτωπη με κάτι που δεν είχε ακούσει ποτέ πριν: μια κατά παραγγελία δολοφονία!
Ο ήσυχος παρκαδόρος και η «τσακισμένη» οδοντίατρος
Ο Ματθαίος Μονσελάς ήταν αυτό που θα λέγαμε ήρεμος και φιλήσυχος άνθρωπος. Χαμηλών τόνων, πότε δε δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν υπήρχε στη ζωή του. Ήταν ένας μοναχικός τύπος ο οποίος δούλευε σε ένα πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη.
Το πάρκινγκ αυτό ήταν και το σημείο που οι ιστορίες δυο ανθρώπων τέμνονται. Σε κοντινή απόσταση διατηρούσε το ιατρείο της η οδοντίατρος Γιόλα Βαγενά. Ήταν παντρεμένη με έναν γιατρό τον οποίο λάτρευε. Εκείνος την απάτησε με μια νοσηλεύτρια και η Βαγενά το έμαθε. Ο κόσμος της κατέρρευσε. Στην πραγματικότητα ουδέποτε μπόρεσε να συνέλθει από το ισχυρό χτύπημα που δέχθηκε.
Το διαζύγιο ήταν αναπόφευκτο και όσο και να μην το ήθελε εκείνη, αυτό ολοένα και πλησίαζε. Και όσο πλησίαζε το διαζύγιο τόσο η Βαγενά βυθιζόταν στην κατάθλιψη.
Απευθύνθηκε σε έναν ψυχολόγο ο οποίος όχι μόνο δεν κατάφερε να τη βοηθήσει αλλά η κατάσταση της υγείας της έγινε ακόμα χειρότερη. Σύμφωνα με ανθρώπους που γνώριζαν τη Βαγενά η φαρμακευτική αγωγή που της υπέδειξε ενίσχυσαν τις αυτοκτονικές τάσεις που είχε. Η ψυχική κατάσταση της γυναίκας ήταν τέτοια που ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή της, αλλά δεν είχε τη δύναμη να το κάνει.
Όλα έμοιαζαν για εκείνη να έχουν βυθιστεί σε ένα δυσβάσταχτο σκοτάδι. Ο μόνος δρόμος που έβλεπε μπροστά της ήταν να ζητήσει από κάποιον να τη «βοηθήσει» να αυτοκτονήσει. Η λέξη «βοηθήσει» μπήκε σε εισαγωγικά γιατί η Γιόλα Βαγενά δεν έψαχνε κάποιον να τη βοηθήσει να αυτοκτονήσει. Έψαχνε κάποιον να τη σκοτώσει!
Το είχε κάνει με την αδερφή της από την οποία είχε ζητήσει να τη σπρώξει από την ταράτσα του σπιτιού της. Το είχε ζητήσει από έναν ελαιοχρωματιστή στον οποίο απευθύνθηκε για να τον ρωτήσει αν ξέρει κάποιον ηλεκτρολόγο που να συνδέσει με τέτοιο τρόπο τα καλώδια του σπιτιού της, ώστε να προκληθεί βραχυκύκλωμα και εκείνη να πεθάνει από ηλεκτροπληξία όταν έμπαινε για μπάνιο!
Την ίδια αδιανόητη κουβέντα την είχε κάνει και με τον αδερφό του συζύγου της, στον οποίο είχε πει πως έψαχνε κάποιον για να τη «βοηθήσει» να πεθάνει.
Το ζήτημα είναι πως κάνεις απ' όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν πίστεψε ποτέ πως η Γιόλα Βαγενά όντως θα βρει κάποιον που θα τη σκοτώσει όπως εκείνη ζητούσε. Και πιθανότατα αυτή θα ήταν και η εξέλιξη της ιστορίας. Μέχρι που η ιστορία της διασταυρώθηκε με εκείνη του Ματθαίου Μονσελά σε εκείνο το πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη.
Εκεί άφηνε η Βαγενά το αυτοκίνητό της για να πάει στο ιατρείο της. Ο Μονσελάς την εξυπηρετούσε πάντα με ευγένεια και σιγά-σιγά ανάμεσα στους δυο αναπτύχθηκε μια φιλική σχέση. Τουλάχιστον έτσι το «μετέφραζε» ο Μονσελάς. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο «έδενε» η φιλία τους.
Κάποια στιγμή η Βαγενά είπε στον Μονσελά να περάσει από το οδοντιατρείο της προκειμένου να του φτιάξει τα χαλασμένα δόντια του. Εκείνος της απάντησε πως φοβάται τους οδοντιάτρους και πως αν η ίδια θέλει μπορεί να την επισκέπτεται εκεί απλά ως φίλος.
Εκείνη τη στιγμή η Βαγενά διαπίστωσε πως εκτός από έναν άνθρωπο που του λέει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, μπορεί να είχε βρει και τον άνθρωπο που θα τη «έσπρωχνε» στον θάνατο.
Μια «κατά παραγγελία» δολοφονία
Η Βαγενά δεν άργησε να θέσει το σχέδιο της σε εφαρμογή αφού άφησε κάποιες επισκέψεις του Μονσελά στο ιατρείο της να περάσουν χωρίς να του αναφέρει τίποτα, άρχισε σιγά σιγά να του αποκαλύπτει αυτό που είχε στο μυαλό της. Μετά τις επισκέψεις στο ιατρείο η Βαγενά άρχισε να πηγαίνει νυχτερινές βόλτες με τον Μονσελά.
Οι δυο τους έμπαιναν μέσα στο αυτοκίνητό της, πήγαιναν σε διάφορες ερημικές περιοχές μιλούσαν με τις ώρες, η οδοντίατρος του έλεγε πως δε θέλει πια να ζει, πως η ζωή της έχει χάσει κάθε νόημα και πως έψαχνε τη λύτρωση.
Κάθε τέτοια συζήτηση τελείωνε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ο Ματθαίος Μονσελάς σαν καλός ακροατής άκουγε τη φίλη του, της συμπαραστεκόταν στο δράμα που βίωνε αλλά στο τέλος της ξεκαθάριζε πως δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να τη σκοτώσει.
Μετά τις διαδοχικές αρνήσεις του Μονσελά, η Βαγενά αποφάσισε να το πάει ένα βήμα παρακάτω. Σε μια από τις νυχτερινές τους βόλτες, πάνω στην κουβέντα, έβγαλε από την τσάντα της ένα όπλο και του το έδειξε. Του είπε, τον παρακάλεσε, να το πάρει και με αυτό να τη σκοτώσει προκειμένου να μπει ένα τέλος στο μαρτύριο που ζούσε. Ο Μονσελάς έκανε το λάθος και το πήρε.
Δεν το πήρε για να τη σκοτώσει αλλά για να μην το έχει εκείνη στα χέρια της και κάποια στιγμή η ίδια (ή κάποιος άλλος) βρει τη δύναμη και βάλει τέλος στη ζωή της.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα η πίεση στον Μονσελά έγινε αφόρητη. Η Γιόλα Βαγενά σχεδόν βράδυ παραβράδυ έπαιρνε με το αυτοκίνητό της τον Μονσελά τον πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες στην Κόρινθο, τη Χαλκίδα, τη Λαμία και την Αττική, προχωρούσε κάποια βήματα μπροστά από εκείνον, του γυρνούσε την πλάτη για να μην κοιτάζονται και του ζητούσε να την πυροβολήσει εκεί που δεν υπήρχε κάνεις αυτόπτης μάρτυρας.
Ο Ματθαίος Μονσελάς άρχισε να αντιδρά σε όλη αυτή την πίεση. Ήθελε να σταματήσει να τη βλέπει και να κάνουν μαζί εκείνες της «βαριές» συναντήσεις αλλά ταυτόχρονα φοβόταν πως εκείνη θα στραφεί σε κάποιον άλλο ο οποίος μπορεί και να τη σκότωνε. Τη θεωρούσε, πλέον, φίλη του και πίστευε ότι μπορεί να τη σώσει.
Ένα βράδυ στο Σχηματάρι επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. Κάτω από την πίεση της Βαγενά, ο Μονσελάς πυροβολεί μια φορά στον αέρα προκειμένου να την τρομάξει. Η κίνησή του αυτή, ωστόσο, αποκάλυψε την αποφασιστικότητά της. Του είπε να πατήσει ξανά τη σκανδάλη «για να τελειώνουμε». Ο Μονσελάς δεν το έκανε αλλά, πλέον, χωρίς να το καταλάβει και ο ίδιος η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει.
Τη νύχτα της 11ης Ιανουαρίου 1994, Ματθαίος Μονσελάς και Γιόλα Βαγενά έκαναν μια ακόμα βόλτα με το αυτοκίνητο, παρά το γεγονός πως αρχικά ο παρκαδόρος είχε αρνηθεί. Η οδοντίατρος για ακόμα μια φορά κατάφερε να τον πείσει. Κατέληξαν σε μια ερημική περιοχή στο Μαρκόπουλο.
«Βγήκε από το αμάξι και άρχισε να απομακρύνεται. Κάποια στιγμή σταμάτησε, γύρισε προς τα εμένα και μου είπε, άντε καλά είναι εδώ, εντάξει. Μετά από τα λόγια αυτά η Γιόλα, μου γύρισε την πλάτη. Εγώ με το πιστόλι που εκείνη τη στιγμή γέμισα ή μάλλον όπλισα, πυροβόλησα από απόσταση δύο περίπου μέτρων τρεις φορές κατ’ αυτής. Αυτή τότε έπεσε κάτω και καθώς έπεφτε άκουσα ένα βογκητό της», θα πει αργότερα στην κατάθεση του ο Μονσελάς τονίζοντας πως προσπάθησε να πυροβολήσει τη Βαγενά σε σημεία που θα την τραυματίσει αλλά δε θα τη σκοτώσει.
Όμως ο Μονσελάς δεν ήταν πληρωμένος δολοφόνος που ήξερε τη... «δουλειά» του. Οι τρεις σφαίρες που έριξε κατά της Βαγενά είχαν το αποτέλεσμα που τόσο πολύ ήθελε εκείνη: τη σκότωσαν.
Όταν ο Μονσελάς διαπίστωσε πως η Βαγενά είναι νεκρή, άφησε το άψυχο σώμα της εκεί, πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε από το σημείο. Οδήγησε μέχρι τον Κουβαρά και εκεί το εγκατέλειψε και συνέχισε με τα πόδια μέχρι να βρεθεί σε κάποιο κεντρικό δρόμο.
Στη διαδρομή πέταξε το όπλο και τα κλειδιά του αυτοκινήτου της Βαγενά και κάνοντας ωτοστόπ έφτασε μέχρι τη Γλυφάδα και από εκεί με ταξί επέστρεψε στα Εξάρχεια προκειμένου να αναλάβει τη βάρδια του στο πάρκινγκ. Είχε ξημερώσει πλέον.
Η σύλληψη, η καταδίκη και η σπηλιά στου Φιλοπάππου
Όταν βρέθηκε το πτώμα της Βαγενά, η αστυνομία δεν άργησε να φτάσει τα ίχνη του Μονσελά. Και εκείνος, άλλωστε, δεν έκανε και κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια να εξαφανίσει τα στοιχεία που τον ενέπλεκαν στον φόνο της οδοντιάτρου. Όταν οι άνδρες του Ανθρωποκτονιών άρχισαν να ερευνούν την υπόθεση και έμαθαν από μάρτυρες πως η Βαγενά έψαχνε κάποιον να τη σκοτώσει είχαν σχεδόν εξιχνιάσει την υπόθεση.
Δεν άργησαν να φτάσουν στον Μονσελά ο οποίος κατά την ανάκριση έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, δεν έδινε ικανοποιητικές απαντήσεις στους αστυνομικούς, μπέρδευε τα λόγια του και ξεχνούσε πράγματα που είχε πει νωρίτερα. Με λίγη πίεση παραπάνω, οι αστυνομικοί κατάφεραν και του απόσπασαν την ομολογια. «Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα. Πίστευα ότι δεν θα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δε θα με ξαναενοχλούσε. Ο δε σύζυγός της, στον οποίο είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε, θα την έπαιρνε στα σοβαρά και θα ξανασμίγανε.
Θεωρώ βλάκα τον εαυτό μου, γιατί ασχολιόμουν με τον άλλο άνθρωπο αντί να κοιτάξω εμένα. Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει», είπε στους αστυνομικούς.
Στη δίκη που ακολούθησε έγινε αυτό που περιγράψαμε στην αρχή. Οι ένορκοι βρέθηκαν μπροστά σε μια κατάσταση που δεν ήξεραν τι έπρεπε να αποφασίσουν. Η εισαγγελέας κατά την αγορεύση της τόνισε πως στην πραγματικότητα ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ο σύζυγος της Βαγενά ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα ψυχικά προβλήματα της και αδιάφορος όταν η σύζυγός του τού αποκάλυψε ότι είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή της.
Όπως είχε αποκαλυφθεί στο δικαστήριο, ο σύζυγος της Βαγενά, όταν εκείνη του είχε αποκαλύψει πως σχεδιάζει να αυτοκτονήσει, της είχε απαντήσει: «Αυτό είναι δική σου επιλογή...»!
Η εισαγγελέας, ωστόσο, ήταν το ίδιο σκληρή και με τον Μονσελά. «Πώς θα την απέτρεπε από την ιδέα του θανάτου, όπως μας είπε εδώ, όταν την οδηγούσε σε μέρη ερημικά και σκοτεινά; Πώς προσπαθούσε να την αποτρέψει με εικονικές εκτελέσεις; Έχουμε έναν κατηγορούμενο που διέπραξε ένα στυγνό έγκλημα, του οποίου το μυστικό πήρε μαζί του το θύμα και δεν ξέρουμε αν κι εκείνο το βράδυ του ζήτησε να τη σκοτώσει.
Υπήρξε μεθόδευση από πλευράς του να εξαφανίσει τα ίχνη που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του. Ενήργησε συνειδητά και με πλήρη διαύγεια. Φρονώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής επιρροή του θύματος, ζητώ όμως να κηρυχτεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο, με μόνο ελαφρυντικό αυτό του προτέρου εντίμου βίου.
Αν δεν υπήρχε το χέρι του Μονσελά, η Γιόλα Βαγενά θα ήταν ζωντανή και θα είχε βρει λύση στο πρόβλημά της», είχε πει στην αγόρευσή της.
Η ποινή του Μονσελά ήταν 12 χρόνια και 9 μήνες. Στις 30 Δεκεμβρίου 1998, ο Ματθαίος Μονσελάς αποφυλακίστηκε μετά και τη συμπλήρωση των 3/5 της ποινής του.
Προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του αλλά η κοινωνία του αρνήθηκε μια δεύτερη ευκαιρία. Κατέληξε να ζει ρακένδυτος σε μια σπηλιά στου Φιλοπάππου, σιτιζόμενος πότε από τα σκουπίδια και πότε από τα συσσίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, έχοντας ως μοναδική συντροφιά του έναν σκύλο.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.