Μενού
othris
Η ουρά του μοιραίου C-130 | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Μια χώρα. Η Ελλάδα. Ένας πόλεμος. Αυτός του Κόλπου. Ένα θηριώδες αεροπλάνο. Ένα C-130. Η πτώση. Η τραγωδία με 63 νεκρούς. Και πολλά, πάρα πολλά, αναπάντητα ερωτήματα. Συμπληρώνονται σήμερα 33 χρόνια από τη μεγαλύτερη τραγωδία που έπληξε ποτέ την Πολεμική Αεροπορία και ακόμα δεν έχει ακουστεί μια λογική εξήγηση ως προς το τι έγινε εκείνο το μεσημέρι στο όρος Όθρυς. Οι όποιες απαντήσεις δόθηκαν, δεν απάντησαν σε βασικά «γιατί και πώς». Δόθηκαν λες και κάποιος είχε κάτι να κρύψει ή ήθελε να παίξει το παιχνίδι αυτών που δημιουργούσαν τη μια θεωρία συνωμοσίας μετά την άλλη, ακριβώς για να συγκαλύψει τα πραγματικά αίτια.

Η μοιραία πτήση και η φονική πτώση

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1991. Ο Σαντάμ είχε εισβάλει στο Κουβέιτ προκαλώντας την αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών που δημιούργησαν έναν συνασπισμό κρατών με στόχο να δώσουν ένα «καλό μάθημα στον δικτάτορα του Ιράκ». Ο Πόλεμος του Κόλπου είχε ξεκινήσει τον Αυγούστου του 1990. Τον Φεβρουάριο του 1991 είχε μπει, πλέον, στην τελική του ευθεία. Στις 17 Ιανουαρίου είχε ξεκινήσει η «Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου» που στην πραγματικότητα ήταν σφοδροί και συντονισμένοι βομβαρδισμοί (κυρίως της Βαγδάτης).

Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε πλήρη συναγερμό. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και ως τέτοιο συμμετέχει στο διεθνή συνασπισμού που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά του σκληρού δικτάτορα του Ιράκ, Σαντάμ Χουσέιν.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αποφασίζεται πως πρέπει να αυξηθεί το προσωπικό της βάσης της Σούδας στην Κρήτη για λόγους ασφαλείας. Το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας δίνει την εντολή να μεταφερθούν στην Κρήτη δεκάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί. Λίγο πριν το μεσημέρι της Τρίτης 5 Φεβρουαρίου του 1991, ένα C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας (με αριθμό 748) απογειώνεται από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Σύμφωνα με το σχέδιο πτήσης πρώτα θα πήγαινε στην 111 Πτέρυγα Μάχης της Αγχιάλου για να παραλάβει προσωπικό και στη συνέχεια θα κατευθυνόταν στον τελικό προορισμό του που ήταν η 115 Πτέρυγα Μάχης στα Χανιά.  Το πλήρωμα του αεροσκάφους αποτελούνταν από τον επισμηναγό Δημήτρη Μπίνα, που ήταν ο κυβερνήτης, τον συγκυβερνήτη επισμηναγό Αντώνη Τζωρτζακάκη, τους ανθυπασπιστές Βασίλη Βαρελά και Μιχάλη Ρούσση και τον σμηναγό Σωκράτη Κάβουρα. Εκτός από τα πέντε μέλη του πληρώματος στο θηριώδες αεροσκάφος επέβαιναν ακόμα 58 στρατιωτικοί (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατεύσιμοι).

Το C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας απογειώθηκε στις 12:35. Στις 12:55 και ενώ είχε αρχίσει η διαδικασία προσγείωσης διά οργάνων πραγματοποιεί την τελευταία του επικοινωνία με τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου της Νέας Αγχιάλου. Πετούσε στα 8.000 πόδια και δεν ανέφερε το παραμικρό πρόβλημα. Και έπειτα σιωπή... Το αεροσκάφος εξαφανίζεται από τα ραντάρ. Στις 13:01 ο πύργος ελέγχου της Νέας Αγχιάλου αρχίζει να αναζητά το C-130 από το οποίο δεν υπάρχει, πλέον, κανένα σημάδι ζωής. Σαν να εξαφανίστηκε ξαφνικά.

Αρχικά η Νέα Αγχίαλος ζητά από την Ελευσίνα να επιχειρήσει και εκείνη να αναζητήσει το θηριώδες αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας. Ούτε, όμως, αυτό απέδωσε καρπούς.

Όταν πέρασε λίγη ώρα, όλοι είχαν συνειδητοποιήσει πως κάτι κακό είχε συμβεί. Δεν εξαφανίζεται από τα ραντάρ ένα C-130 έτσι χωρίς λόγο. Σήμανε γενικός συναγερμός. Το πρώτο πρόβλημα που κλήθηκαν όλοι να αντιμετωπίσουν ήταν το που θα ψάξουν. Η περιοχή έρευνας είναι τεράστια και τα πιθανά σημεία πτώσης πολλά. Μαγνησία; Φθιώτιδα; Βόρεια Εύβοια; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει και κυρίως οι καιρικές συνθήκες είναι κακές. Σε κάποιες περιοχές έβρεχε, σε άλλες χιόνιζε, σχεδόν παντού είχε πυκνή ομίχλη.

Η κινητοποίηση είναι τεράστια. Από αέρα ερευνούν για το εξαφανισμένο C-130:  οκτώ F-16, δύο C-130, δύο πυροσβεστικά CL-215, δύο Σινούκ, ελικόπτερα του Ναυτικού και αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3C Οράιον κι 1 S-3 Viking. Στο έδαφος μεγάλες δυνάμεις καταδρομών και πεζοναυτών μαζί με εθελοντές από ορειβατικούς συλλόγους προσπαθούν να «πατήσουν» πάνω στη νοητή γραμμή που θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει το αεροσκάφος με βάση τη θέση (38 χιλιόμετρα από την Αγχίαλο) που είχε στην τελευταία επικοινωνία με τον πύργο ελέγχου.

Στις 8:40 το πρωί της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου ο αντισμήναρχος Γιώργος Καραγιάννης εντόπισε με το ελικόπτερο του τα συντρίμμια του C-130 το οποίο είχε «καρφωθεί» σε μια από τις χιονισμένες πλαγιές του όρους Όθρυς.

Το μυστήριο της μεγαλύτερης τραγωδίας της Πολεμικής Αεροπορίας

Ήταν τόσο κακές οι καιρικές συνθήκες που, όπως προέκυψε αργότερα, ομάδες ορεινών καταδρομών είχαν περάσει μια ανάσα από τα συντρίμμια και δεν είχαν καταφέρει να τα δουν. «Μετά λίγα λεπτά πτήσης πάνω από τη νότια πλευρά της Όθρυος, είδα κάτι που μου τράβηξε την προσοχή. Πλησίασα περισσότερο. Ήταν το αεροσκάφος. Είδα μία περιοχή μήκους 300 μέτρων και πλάτους περίπου 50 μέτρων γεμάτη από συντρίμμια και πτώματα. Απομακρύνθηκα από την περιοχή για να μην αλλοιώσω με τον αέρα του ελικοπτέρου τον χώρο, ενόψει των ερευνών», είχε πει ο αντισμήναρχος Γιώργος Καραγιάννης.

Και από εδώ και πέρα αρχίζουν όλα αυτά τα... περίεργα που αν τα συγκεντρώσει κανείς όλα μαζί, μας κάνουν ένα μεγάλο μυστήριο. Το θηριώδες αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας είχε προσκρούσει στη χιονισμένη κορυφή Τσατάλι του όρους Όθρυς σε υψόμετρο 1.520μ. Βρέθηκε, δηλαδή, περίπου 60 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται και σε λάθος γωνία 63 μοιρών. 

Λίγη ώρα μετά τον εντοπισμό του C-130 και χωρίς να έχει ξεκινήσει καν η έρευνα, ελικόπτερα Σινούκ άρχισαν να μετακινούν από τη θέση τους μεγάλα κομμάτια του αεροσκάφους. Μαζί με αυτά τα μεγάλα κομμάτια, μετακίνησαν και κάποια μεγάλα κιβώτια το περιεχόμενο των οποίων μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστο. Στη συνέχεια τα σωστικά συνεργεία άρχισαν να μεταφέρουν τους νεκρούς χωρίς στο σημείο να έχει προλάβει να φτάσουν ακόμα οι ιατροδικαστές.

Το C-130 είχε «πέσει» με την κοιλιά πάνω στο όρος Όθρυς κάτι που πρακτικά σημαίνει πως ο πιλότος διαπίστωσε την τελευταία στιγμή πως πετούσε τόσο χαμηλά και επιχείρησε, την τελευταία στιγμή, να σηκώσει το θηριώδες αεροσκάφος. Η Πολεμική Αεροπορία διαβεβαίωσε τους συγγενείς των θυμάτων πως οι άνθρωποι τους είχαν βρει ακαριαίο θάνατο. Αυτόπτες μάρτυρες, ωστόσο, που συμμετείχαν στις έρευνες διαβεβαίωναν αργότερα πως σίγουρα υπήρχαν επιζώντες! Αυτό προέκυψε τόσο από τα σημεία που βρέθηκαν όσο και από το γεγονός ότι πολλοί φορούσαν διπλά και τριπλά ρούχα προκειμένου να προστατευτούν από τις πολικές θερμοκρασίες!

Κάποιοι από αυτούς τους μάρτυρες είχαν πει τότε στους συγγενείς των νεκρών πως τρεις από τους επιβαίνοντες είχαν βρεθεί να είναι ακουμπισμένοι με την πλάτη τους στον τοίχο ενός μικρού κτίσματος που χρησιμοποιούν οι βοσκοί και το οποίο υπήρχε δίπλα ακριβώς από το σημείο της συντριβής του αεροσκάφους!

Τα σενάρια για το τι πραγματικά είχε συμβεί είχαν πάρει τη μορφή ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς η οποία «φούντωσε» ακόμα περισσότερο όταν μερικές ημέρες αργότερα ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έστειλε επιστολή σε κάποιες από τις οικογένειες των θυμάτων τονίζοντας, μεταξύ άλλων: «Το αεροσκάφος δε μετέφερε πυρομαχικά ή οποιαδήποτε άλλα υλικά. Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροσκάφος. Οι επιβαίνοντες και τα συντρίμμια του αεροσκάφους άργησαν να εντοπιστούν λόγω της πυκνής νέφωσης που επικρατούσε στην περιοχή»!

Ο μόνος που κατηγορήθηκε για την πολύνεκρη τραγωδία ήταν ο υπεύθυνος για την εναέρια κυκλοφορία στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου, επισμηναγός Στέφανος Τίγκας ο οποίος είχε πει: «Τα C-130 είναι από τα πιο ασφαλή αεροσκάφη στον κόσμο και είναι αδύνατον να χαθούν ή να πέσουν.Σε εκείνο το ατύχημα πλησιάζει ο πιλότος από τη θάλασσα και ενώ βρίσκεται ήδη στα 4.000 πόδια ζητεί να κάνει κάθοδο για να προσγειωθεί. Η απάντησή μου είναι να κάνει LOW TACAN, μια εγκεκριμένη από τους νόμους διαδικασία. Από εκεί και μετά αυτός έρχεται με 63 μοίρες λάθος πορεία...Δεν θέλω να πω ότι ο πιλότος δεν ήταν ικανός αλλά είχε δύο εγκαταλείψεις. Γνώριζε πολύ καλά την περιοχή λόγω του ότι ήταν πιλότος παλιά στα F-5, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω τη μεγάλη απόκλιση του αεροσκάφους».

Ο Τίγκας κατηγορήθηκε για παράβαση στρατιωτικού καθήκοντος εν καιρώ μερικής επιστράτευσης, για ανθρωποκτονία κατά συρροήν και εξ αμελείας και για καταστροφή αεροπλάνου. Πρωτόδικα το Αεροδικείο Αθηνών του επέβαλε φυλάκιση δύο ετών με τριετή αναστολή. Τον Ιανουάριο του 1996 το Διαρκές Αναθεωρητικό Αεροδικείο, ομόφωνα, τον κήρυξε αθώο.

Οι συγγενείς των 63 θυμάτων ξέσπασαν και έκαναν λόγο για «δίκη – παρωδία» ενώ κατηγόρησαν το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας πως έκανε ότι μπορούσε για να «θάψει» σημαντικά έγγραφα και να κλείσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τη μυστηριώδη πτώση του C-130. Λίγο καιρό αργότερα, ο Στέφανος Τίγκας, βυθισμένος στην κατάθλιψη, πέθανε στα 52 του χρόνια.

Και κάτι τελευταίο για όσους πιθανόν αναρωτιούνται. Το πόρισμα της επιτροπής διερεύνησης του δυστυχήματος, χαρακτηρίσθηκε από την ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας «Άκρως Απόρρητο» και δε δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, ούτε προσκομίστηκε σε κάποιο από τα δυο δικαστήρια.  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.