Για τη δεξιά παράταξη «η Μακρόνησος ήταν ο Παρθενών της συγχρόνου Ελλάδος». Τη συγκεκριμένη φράση την είχε πει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ή κατά άλλους ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Μικρή σημασία έχει ποιος από τους δυο πολιτικούς την είχε πει. Ο ίδιος ο Κανελλόπουλος, άλλωστε, είχε πει πως «το φαινόμενον της Μακρονήσου είναι μοναδικόν εις τον κόσμον ολόκληρον. Πρόκειται περί θαυμαστού συνδυασμού της παιδείας με τον στρατόν»! Για την αριστερά η Μακρόνησος ήταν ένας τόπος μαρτυρίου όπου χιλιάδες αγωνιστές βασανίστηκαν σκληρά ή/και εκτελέστηκαν. Τόπος ενός πολύχρονου μακελειού. Από εκεί πέρασαν, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Θανάσης Βέγγος, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μάνος Κατράκης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Χρόνης Μίσσιος, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Απόστολος Σάντας και ο Μενέλαος Λουντέμης. Όλοι τους... γνωστοί «εχθροί» της Ελλάδας.
Από εκεί, όμως, πέρασαν και χιλιάδες απλοί άνθρωποι που έζησαν μέσα σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος. Ο μεγαλύτερος από όλους τους εφιάλτες ξεκίνησε μια ημέρα σαν σήμερα και οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο (και χωρίς επόμενο) ανθρωποσφαγή.
Το νησί των ουρλιαχτών
Στις 19 Φεβρουαρίου 1947, και εν μέσω του εμφυλίου πολέμου, αποφασίζεται από την κυβέρνηση Μαξίμου η ίδρυση του στρατοπέδου πολιτικών κρατουμένων, το επίσημο όνομα του οποίου ήταν «Οργανισμός Αναμόρφωσης της Μακρονήσου». Η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Μακρόνησο αποφασίστηκε μετά από εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Στρατιωτικών. Ο σκοπός της λειτουργίας του στρατοπέδου περιγράφονταν στο αρχικό εισηγητικό σημείωμα που εκδόθηκε την πρωταπριλιά του 1946: «Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού».
Ο υπουργός Εσωτερικών που έδωσε την εντολή για τη λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ήταν ο Χριστόφορος Στράτος. Ο επικεφαλής του «αναμορφωτικού έργου» της Μακρονήσου ήταν ο ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης. Οι πολιτικοί της εποχής χαιρέτησαν τη λειτουργία αυτού του σωφρονιστικού ιδρύματος. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αναφέρθηκε σε αυτό ως «αναρρωτήριο ψυχών», «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», «εθνική κολυμβήθρα» και «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε ότι «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων».
Η Μακρόνησος άνοιξε τις πύλες της στις 26 Μάη 1947, όταν άρχισαν να μεταφέρονται εκεί, από άλλες στρατιωτικές μονάδες, οι πρώτοι «επικίνδυνοι» στρατιώτες. Η πρώτη είδηση από το άνοιγμα της Μακρονήσου δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη», στις 4 Ιούνη 1947, με τίτλο «Εξόριστοι Φαντάροι». Ήταν μια σύντομη είδηση: «Οικογένειες δημοκρατικών στρατιωτών, που μεταφέρθηκαν από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Πόρτο Ράφτη στο βράχο που λέγεται Μακρονήσι, πήραν από κει δραματικές εκκλήσεις των παιδιών τους. Οι φαντάροι ζητούν να τους στείλουν έστω και λίγη σταφίδα ή λίγο ψωμί. Αυτό δείχνει πως εκτός από τα άλλα κινδυνεύουν άμεσα από την πείνα. Θα φτάσει στο σημείο η κυβέρνηση του αίματος να εξοντώσει με την πείνα ομαδικά εκατοντάδες στρατευμένα παιδιά του λαού; Ο υπουργός των Στρατιωτικών που ευθύνεται ιδιαίτερα για τη ζωή των εξόριστων στρατιωτών έχει υποχρέωση να διατάξει ανακρίσεις για το καθεστώς που έχει επιβληθεί στο Μακρονήσι». Σιγά - σιγά δημιουργήθηκαν τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (Α' ΕΤΟ, Β' ΕΤΟ και Γ' ΕΤΟ) ενώ οι ύποπτοι για το καθεστώς έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σχημάτισαν ξεχωριστό τάγμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) όπου κρατούνταν οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ καθώς και οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Ήταν ένα κολαστήριο. Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές «δηλώσεις μετανοίας» τις ιδέες και τα ιδανικά τους. Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο «ανανήψας» και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο. Η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον «ανανήψαντα» προς τους «αμετανόητους» πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκετά σκληρή, προκαλούσε την άγρια αντίδραση των φρουρών. Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων «γενιτσάρων» που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε «εθνικά αναβαπτισμένοι» στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Οι εξόριστοι που δεν υπέγραφαν, συνήθως απομονώνονταν και βασανίζονταν αδιάκοπα, ενώ οι υπογράφοντες δήλωση τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς κλωβούς, όπου η μεταχείρισή τους ήταν σχετικά ήπια. Βασανιστήρια όπως το ξύλο με σύρματα, καδρόνια και ξύλα μπαμπού, η φάλαγγα, η ψυχρολουσία, η έκθεση στον ήλιο και το κρύο και το κάψιμο με πυρωμένα σίδερα και τσιγάρα συνδυάζονταν με ώρες καψονιών όπως η ορθοστασία, το κουβάλημα βράχων και η ακινησία.
Κατά τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, από το 1947 έως και το 1955 που έκλεισε το κολαστήριο (στη συνέχεια το στρατόπεδο μετονομάστηκε σε Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου για να καταργηθεί επισήμως το 1957), οι έγκλειστοι συνολικά κυμαίνονται από 40.000 έως 100.000. Ανάμεσά τους και 300 ανήλικα παιδιά. Πολλοί υπέγραψαν και έφυγαν, άλλοι πάλι δολοφονήθηκαν ή οδηγήθηκαν στο θάνατο και έμειναν για πάντα εκεί.
Η σφαγή του Α' ΕΤΟ
Πίσω στον Φεβρουάριο του 1948, οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν πάρει την απόφαση να μη βάζουν υπογραφή σε κανένα από τα χαρτιά που τους παρουσιάζουν υπό τον φόβο να χρησιμοποιήσουν την υπογραφή τους αυτή σε δήλωση μετάνοιας. Οι αξιωματικοί της Μακρονήσου, εξέλαβαν την απόφαση αυτή ως «στάση» και έδρασαν ανάλογα.
Ο κομμουνιστής Νίκος Βοσνίδης, πολιτικός κρατούμενος στο Α’ ΕΤΟ περιγράφει πως το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου τους συγκέντρωσαν στο χώρο του θεάτρου δήθεν για να γίνει μια θρησκευτική ομιλία. Εκεί αρχικά ξεκίνησαν να τους ξυλοκοπούν δίχως έλεος και στη συνέχεια, όταν οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρήθηκαν, άνοιξαν πυρ με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον έξι άτομα. Την επόμενη ημέρα, 1η Μαρτίου, το «σάρωμα» συνεχίστηκε. Οι τότε αξιωματικοί του στρατού (Σκαλούμπακας, Μπαϊρακτάρης, Βασιλόπουλος, Τζανετάτος, Καραφώτης, Σγουρός, Σούλης, Καστρίτσης και βέβαια ο μετέπειτα δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης) ήθελαν να καταστείλουν την εξέγερση με κάθε τρόπο. Και με κάθε κόστος. Δόθηκε εντολή στους φαντάρους να πυροβολούν αδιακρίτως κατά των κρατουμένων. Οι νεκροί της πρώτης μέρας ήταν πέντε: Θωμάς Ζάχος, Σιβρής Βέργος, Βασίλης Λαντούρης, Βαγγέλης Σακαγιάννης, Θανάσης Λάμπρου και οι βαριά τραυματίες ήταν 10. Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε μια άδεια σκηνή.
«Στρατιώται του Α’ Τάγματος, εκάματε μίαν απερισκεψίαν. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της Πατρίδος. Όσοι από σας δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει, το κράτος δεν θα υποχωρήσει», φώναζε από τα μεγάφωνα ο Μπαϊρακτάρης. Και όταν οι κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν στον 7ο λόχο άρχισε νέα σφαγή ακόμα μεγαλύτερη. Αυτή τη φορά τον πρώτο λόγο είχαν τα μυδραλιοβόλα.
Οι επιζώντες έλεγαν πως τουλάχιστον 350 άνθρωποι έπεσαν νεκροί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού που κουβάλαγε νερό, τρόφιμα και… νεοσύλλεκτους στο κολαστήριο της Μακρονήσου, «στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη του 1948, μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι (σσ: ο Σκαλούμπακας) και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη ''νεκρός''. Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη και δυο άλλοι γιατροί. Σ’ ένα δρομολόγιο μόνο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους»!
Η εφημερίδα «Καθημερινή» δύο ημέρες μετά έγραφε: «Μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν»!
Η μαρτυρία του πολιτικού κρατούμενου Διονύση Γεωργάτου (απόσπασμα της οποίας θα διαβάσετε παρακάτω) είναι συγκλονιστική:
«Σε μια στιγμή, καθώς οι ριπές των όπλων έχουν κάπως κοπάσει, μια φωνή δυνατή, κρυστάλλινη ακούγεται: ''συνάδελφοι, όλοι όρθιοι να ψάλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο''. Το κόκκινο τάγμα, όλοι όρθιοι σε θέση προσοχής, όρθιοι και οι τραυματίες, όσοι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους αρχίζουν να ψάλλουν καθαρά και με όλη τη δύναμη της φωνής τους τον Εθνικό Ύμνο.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη
Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά.
Μετά τη σφαγή βρεθήκαμε συγκεντρωμένοι και περικυκλωμένοι στον 7ο λόχο. Οι αλφαμίτες ουρλιάζουν, βρίζουν, χτυπούν με τα ρόπαλα και ζητούν με την απειλή του αυτόματου δήλωση μετανοίας.
- Θα κάνεις δήλωση ρε;
- Όχι δεν κάνω!
Τον χτυπούν και τον τραβάνε στη χαράδρα. Θα τον αφήσουν αναίσθητο ή μισοπεθαμένο. Τη νύχτα της 1ης Μαρτίου περασμένα μεσάνυχτα οι αλφαμίτες με τους φακούς ψάχνουν να βρουν τη σκηνή του Πασχάλη. Τον βγάζουν έξω από τη σκηνή του, του φωτίζουν το γαλήνιο πρόσωπο του με το φακό και τον ρωτούν:
''δήλωση Βούλγαρε έκανες''; ''Όχι'', απαντά ο Πασχάλης. ''Δήλωση δεν έκανα ούτε θα κάνω''. Τον τραβούν στη χαράδρα. Εμείς δεν ξανάδαμε το παλικάρι…».
Όταν η ένοπλη επίθεση τελείωσε, 700 άτομα μεταφέρθηκαν στο Γ΄ ΕΤΟ 12 φαντάροι κατηγορήθηκαν σαν αρχηγοί της υποτιθέμενης εξέγερσης και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές και άλλοι 142 ως πρωταίτιοι. Ακολούθησαν στρατοδικεία με κατηγορίες για κατάληψη στρατιωτικής εξουσίας, σύσταση ένοπλης ομάδας, βιαιοπραγίες εναντίον αξιωματικών, με ποινές ισόβια, αλλά και θανατικές καταδίκες.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.