Μενού
POLYDOURI
Μαρία Πολυδούρη | Wikipedia
  • Α-
  • Α+

Ο Απρίλιος ήταν ο μήνας της Μαρίας Πολυδούρη. Πάντα κάτι συνέβαινε τον Απρίλιο. Απρίλιο γεννήθηκε, Απρίλιο γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Απρίλιο άφησε την τελευταία της πνοή. Το είχε «προφητεύσει», άλλωστε η ίδια στο ποίημά της «Σαν Πεθάνω» και το είχε περιγράψει με τρόπο ανατριχιαστικό:

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά
».

Λυρική και ευαίσθητη χωρίς ταυτόχρονα να είναι γλυκανάλατη και ρομαντική, η Μαρία Πολυδούρη, αυτή η «καταραμένη» ποιήτρια, έγραφε ποίηση μέσα από την ψυχή της. Άδικα έμεινε στη σκιά του (επίσης σπουδαίου) Κώστα Καρυωτάκη. Η Πολυδούρη έβαλε την ποίηση μπροστά ακόμα και για να «φωνάξει» για τα δικαιώματα των γυναικών.

«Υπήρξα μια ερωτευμένη σ’ όλη μου τη ζωή»

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας της, Ευγένιος, ήταν φιλόλογος. Η μητέρα της, Κυριακή Μαρκάτου, ήταν μια γυναίκα με έντονες φεμινιστικές ανησυχίες και αυτό ήταν κάτι που άφησε το «σημάδι» του στη ζωή της Μαρίας.

Όταν ήταν μόλις 14 ετών έκανε την εμφάνισή της στα γράμματα. Επηρεασμένη από τα μανιάτικα μοιρολόγια έγραψε το πεζοτράγουδο «Ο Πόνος της Μάνας», που ήταν η ιστορία ενός ναυτικού που ναυάγησε και τα κύματα των ξέβρασαν στις ακτές των Φιλιατρών.

Ο πατέρας της παίρνει συνέχεια μεταθέσεις και η Μαρία Πολυδούρη μεγαλώνει στο Γύθειο και τα Φιλιατρά. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο προσελήφθει στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το πρώτο σκληρό χτύπημα της μοίρας ήρθε όταν η Μαρία ήταν μόλις 18 ετών. Μέσα σε 40 ημέρες χάνει και τους δυο γονείς της. Είναι ένα σπαρακτικό γεγονός το οποίο, όμως, λειτουργεί απελευθερωτικά για εκείνη.

Αρχίζει και έχει έντονη πολιτική δράση με σημείο αναφοράς τον αγώνα των γυναικών για ίσα δικαιώματα. Έναυσμα είναι η Οκτωβριανή Επανάσταση για την οποία η Πολυδούρη μιλάει δημόσια με φλογερά λόγια. Γράφει γράμμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και του αναλύει τους λόγους για τους οποίους η πολιτεία θα πρέπει να δώσει στις γυναίκες το δικαίωμα στην ψήφο.

Η ζωή της αλλάζει ριζικά όταν το 1921 παίρνει μετάθεση για τη Νομαρχία της Αθήνας. Τότε βρίσκει την ευκαιρία να διευρύνει τους ακαδημαϊκούς της ορίζοντες. Γράφεται στη Νομική Σχολή και ξεκινάει μαθήματα. Σε μια παρέα καλλιτεχνών η Μαρία Πολυδούρη θα γνωρίσει τον Κώστα Καρυωτάκη. Αυτή είναι ένα πνεύμα ανεξάρτητο που έκανε τα πρώτα της βήματα στην ποίηση. Εκείνος μελαγχολικός, εσωστρεφής και ήδη αναγνωρισμένος ποιητής που είχε εκδώσει, μάλιστα, και δυο συλλογές (τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» το 1919 και τα «Νηπενθή» το 1921). Η συνάντηση τους θα είναι καθοριστική. Θα ερωτευτούν με πάθος και σφοδρότητα.

«Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;», γράφει η Πολυδούρη για τον Καρυωτάκη. Οι δυο τους έγιναν γρήγορα ζευγάρι και, μάλιστα, θα έχουν και μια «περιπετειούλα» με τον Νόμο, ενδεικτική, πάντως, του χαρακτήρα που είχαν. Σε μια βόλτα τους στο Φάληρο «έπεσαν» πάνω σε ένα αστυνομικό περίπολο. Οι ένστολοι τους συνέλαβαν καθώς οι δυο νέοι κρατιόντουσαν χέρι – χέρι κάτι που απαγορευόταν εκείνη την εποχή αν το ζευγάρι δεν ήταν, τουλάχιστον, αρραβωνιασμένο!

Οι αστυνομικοί τους έβαλαν στην καρότσα της αστυνομικής άμαξας (περιπολικό της εποχής) και ξεκίνησαν για το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής. Στα μισά της διαδρομής η Πολυδούρη είδε πόσο αγχωμένος και πιεσμένος ήταν ο Καρυωτάκης και του ζήτησε να πηδήξει από την άμαξα και να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορεί για να κρυφτεί. Εκείνος το έκανε και την άφησε μόνη. Η Πολυδούρη, ωστόσο, πήγε στο Τμήμα και κατάφερε να πείσει τον διοικητή πως πρέπει να τους αφήσουν ελεύθερους και τους δυο. Όταν επέστρεψε στο σπίτι της η Πολυδούρη, μίλησε στην αδερφή της η οποία εξοργίστηκε με τη στάση του Καρυωτάκη τονίζοντας πως η συμπεριφορά του δεν τον τιμά. «Εγώ ερωτεύτηκα ποιητή, όχι ήρωα. Αν ήθελα ηρωισμούς, θα ερωτευόμουνα τον Ανδρούτσο», της απάντησε τότε η Πολυδούρη!

Ο έρωτας των δυο ποιητών, ωστόσο, έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτος. Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Είναι η ίδια εποχή που οι γονείς του εκφράζουν τις έντονες αντιρρήσεις του για τη σχέση με την Πολυδούρη και του ζητούν επιτακτικά να βρει μια γυναίκα «του επιπέδου του» για να την παντρευτεί.

Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου

Ο Κώστας Καρυωτάκης ανακοινώνει στη Μαρία Πολυδούρη πως πάσχει από σύφιλη. Εκείνη του κάνει... πρόταση γάμου και του λέει πως δε θα κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης αρνείται και της ζητάει να μείνουν φίλοι. Η Πολυδούρη δέχεται ένα ισχυρότατο πλήγμα αφού κατάλαβε πως δεν μπορεί να έχει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της.

Η Μαρία Πολυδούρη προσπαθεί να «κοροϊδέψει» τον εαυτό της και επιχειρεί να φτιάξει τη ζωή της στο πλευρό ενός άλλου άνδρα. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας γοητευτικός και οικονομικά ευκατάστατος νέος, ο Αριστοτέλης Γεωργίου. Οι δυο τους, μάλιστα, θα αρραβωνιαστούν αλλά όλα αυτά δε σημαίνουν τίποτα. Η Μαρία Πολυδούρη παραμένει τρελά ερωτευμένη με τον Κώστα Καρυωτάκη και είναι δυστυχισμένη μέσα σε αυτή τη σχέση.

Χάνει τη δουλειά της στη Νομαρχία, εγκαταλείπει τη Νομική και αποφασίζει να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (και μετέπειτα στη Δραματική Σχολή Κουναλάκη) με την ελπίδα πως θα μπορούσε να «τραβήξει» το μυαλό της μακριά από όλα αυτά που σκεφτόταν διαρκώς. Θα παίξει σε μια μόλις παράσταση και στη συνέχεια θα το παρατήσει και αυτό. Ήταν μάταιο.

Μια ημέρα, θα αποκαλύψει στον Αριστοτέλη Γεωργίου, πως είναι ερωτευμένη με άλλον άνδρα και πως ο αρραβώνας τους την κάνει δυστυχισμένη. Θα χωρίσουν και η Πολυδούρη θα φύγει για το Παρίσι. Ήταν η μόνη λύση που θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό. Το 1926 φεύγει για την πρωτεύουσα της Γαλλίας και εκεί θα κάνει μαθήματα υψηλής ραπτικής στη σχολή «Εκόλ Πιζιέ». Και αυτό, ωστόσο, μάταιο είναι.

Η Μαρία Πολυδούρη είναι σε κακή ψυχολογική κατάσταση και σύντομα την «ακολούθησε» και το σώμα. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, προσβάλλεται από φυματίωση. Άμεσα δρομολογεί την επιστροφή της στην Αθήνα και μπαίνει για νοσηλεία στο σανατόριο του «Σωτηρία». Εκεί θα συναντηθεί με τον σπουδαίο ποιητή Γιάννη Ρίτσο και θα γράψει για εκείνον το ποίημα «Βαριά Καρδιά».

Ο Κώστας Καρυωτάκης την επισκέφθηκε στο «Σωτηρία» μόνο μια φορά και η συνάντηση τους ήταν σύντομη και ψυχρή. Στη συνέχεια ο Καρυωτάκης πήρε μετάθεση για την Πρέβεζα. Ήταν η τελευταία φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους. Λίγο καιρό αργότερα, η Μαρία Πολυδούρη θα λάβει τα κακά μαντάτα. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης αφού πρώτα προσπαθούσε επί 10 ολόκληρες ώρες να πνιγεί στη θάλασσα, τελικά αυτοπυροβολήθηκε και έβαλε τέλος στη ζωή του.

Όταν η Πολυδούρη μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα καταρρέει. Αγνοεί τις οδηγίες των γιατρών και το «σκάει» για να πάει για μπάνιο στη θάλασσα, καπνίζει, μένει έξω από το δωμάτιό της τις νύχτες και γενικά δείχνει σαν να θέλει να «ακολουθήσει» τον αγαπημένο της.

Ο θάνατός τους Καρυωτάκη, ωστόσο, παράλληλα την απελευθερώνει. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος».

Η κατάσταση της υγείας της, όμως, διαρκώς επιδεινώνεται. Προς το τέλος της ζωής της πια η Πολυδούρη είναι μια σκιά του εαυτού της που «παλεύει» με τους πόνους της. Ο Άγγελος Σικελιανός δίνει τα λεφτά που χρειάζονται για να φύγει από το «κολαστήριο» του «Σωτηρία» και η Πολυδούρη μεταφέρεται στην κλινική του σπουδαίου επιστήμονα Αντώνιου Χρηστομάνου στα Πατήσια. Μία άλλη εκδοχή είναι πως για να βρεθούν τα χρήματα για τη μεταφορά της σε ιδιωτική κλινική έγινε έρανος μεταξύ καλλιτεχνών, κάτι που εξόργισε την Πολυδούρη.

Σε κάθε περίπτωση σε αυτή την κλινική, μια ημέρα σαν σήμερα, ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930, η Μαρία Πολυδούρη θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Από τη φυματίωση. Ή από αυτοκτονία. Ή από υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Έχουν γραφτεί πολλά αλλά ελάχιστα από αυτά μπορούν να αποδειχθούν.

Είναι πιθανό να τη σκότωσε το «χτικιό» όπως έλεγαν τότε τη φυματίωση. Μπορεί να τη σκότωσε μια υπερβολική δόση μορφίνης που πήρε η ίδια για να σταματήσει, έστω και λίγο, να πονάει. Μπορεί αυτή τη μοιραία δόση να της την έκανε κάποιος άλλος. Κάποιος φίλος ή θαυμαστής με τον οποίο η Μαρία Πολυδούρη είχε συνεννοηθεί. Το όνομα του, όμως, δε θα το μάθουμε ποτέ.  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.