Ξημέρωνε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2004. Το ρολόι έδειχνε 3:17. Στην Κηφισιά. Την ησυχία της νύχτας «σπάνε» μερικοί πυροβολισμοί. Λίγες στιγμές αργότερα, ο ειδικός φρουρός Χαράλαμπος Αμανατίδης άφηνε την τελευταία του πνοή. Οι δράστες έσπευσαν να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ίχνη πίσω τους. Τις έρευνες για την υπόθεση ανέβαλε η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.
Ο Αμανατίδης ήταν φρουρός έξω από το σπίτι του Βρετανού Στρατιωτικού Ακολούθου. Του ανθρώπου που είχε αντικαταστήσει τον Στίβενς Σόντερς. Του τελευταίου θύματος της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη».
Συμπληρώνονται σήμερα 19 χρόνια από εκείνη τη νύχτα. Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη.
Μια δολοφονία – Ένα άλυτο μυστήριο
Στις 30 Δεκεμβρίου 2004 ο τότε Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος, συνταγματάρχης Μαρκ Μπλάθεργουικ, διοργάνωσε μια μικρή δεξίωση στο σπίτι της οδού Θήρας 25 και Καρπάθου στην Κηφισιά. Στο εσωτερικό βρισκόταν ο ίδιος, η σύζυγός του και πέντε καλεσμένοι.
Περίπου στις 10 το βράδυ ο ειδικός φρουρός Χαράλαμπος Αμανατίδης, ανέλαβε υπηρεσία σκοπού έξω από την οικία. Τα πάντα κυλούσαν ήσυχα και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.
Στις 3 τα ξημερώματα οι καλεσμένοι του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου έφυγαν από το σπίτι. Μερικά λεπτά μετά, περίπου στις 3:10, δυο άτομα πλησίασαν τη σκοπιά. Σύμφωνα με το διαβιβαστικό που συνέταξε το 1ο Τμήμα Αντιμετώπισης Εσωτερικής Τρομοκρατίας της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, ο ένας από τους δυο, πλησίασε τον σκοπό. Πιθανότατα ο άγνωστος άνδρας και ο αστυνομικός μίλησαν για λίγο, χωρίς κανείς να ξέρει τι ήταν αυτό που είπαν.
Μερικές στιγμές αργότερα ο άγνωστος άνδρας έβγαλε το όπλο που είχε μαζί του και πυροβόλησε πολλές φορές κατά του ειδικού φρουρού ο οποίος αιμόφυρτος σωριάστηκε στο εσωτερικό της σκοπιάς.
Αμέσως μετά οι δράστες αφαίρεσαν από τον αστυνομικό το υπηρεσιακό υποπολυβόλο ΜΡ5, επιβιβάστηκαν σε λευκό ΙΧ αυτοκίνητο που τους περίμενε λίγο πιο μακριά στη συμβολή των οδών Καρπάθου και Μπακογιάνη και έσπευσαν να διαφύγουν με κατεύθυνση προς Κηφισιά.
Την Πρωτοχρονιά, ένας πολίτης τηλεφώνησε στην Ελληνική Αστυνομία και είπε πως στην οδό Πινδάρου στο Μαρούσι υπήρχε εγκαταλελειμμένο ΙΧ αυτοκίνητο μάρκας Νissan Μicra, λευκού χρώματος. Το συγκεκριμένο όχημα, αποδείχθηκε πως ήταν κλεμμένο (τη νύχτα της 29ης Δεκεμβρίου από την περιοχή του Περισσού) και όπως προέκυψε ήταν αυτό που είχαν χρησιμοποιήσει οι δράστες κατά τη διαφυγή τους, μετά τη δολοφονία του Αμανατίδη.
Αρχικά είχε εκτιμηθεί πως ο ειδικός φρουρός είχε πυροβοληθεί από δύο όπλα. Από τους βαλλιστικούς ελέγχους, ωστόσο, προέκυψε πως και οι δέκα σφαίρες των 9mm που είχαν ριχτεί εναντίον του προέρχονταν από ένα όπλο. Επιπλέον, από τον τόπο του εγκλήματος και από το όχημα διαφυγής που χρησιμοποίησαν οι δράστες, βρέθηκαν επτά δακτυλικά και τέσσερα παλαμικά αποτυπώματα και μια τρίχα (από το κάθισμα του οδηγού). Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν ταυτοποιήθηκε.
Ο ειδικός φρουρός που έπεσε νεκρός εκτός από το ΜΡ5 είχε μαζί του και το υπηρεσιακό του πιστόλι το οποίο δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει αν και το είχε βγάλει από το θήκη του. Οι δράστες αυτό το όπλο το άφησαν εκεί. Δεν το πήραν μαζί τους όπως το υποπολυβόλο.
Παράλληλα, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας «σάρωσαν» τα κινητά. Το μόνο που κατάφεραν να βρουν και τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ωστόσο, ήταν πως τις επίμαχες ώρες βρέθηκαν κλήσεις από τρεις συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, από ανώνυμα καρτοκινητά των εταιρειών Vodafone και Cosmote.
Ερευνήθηκαν τα καταστήματα από τα οποία είχαν αγοραστεί τα συγκεκριμένα καρτοκινητά αλλά και πάλι δεν προέκυψε κάτι που να μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών.
Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους αστυνομικούς είναι πως το κλειδί που βρέθηκε στη μίζα του αυτοκινήτου που χρησιμοποίησαν οι δράστες ήταν «blank» δηλαδή αδιαμόρφωτο και το διαμόρφωσαν στο εσωτερικό του οχήματος με τη βοήθεια λίμας και γράσου! Η συγκεκριμένη τακτική κλοπής οχήματος είναι εξαιρετικά σπάνια στην Ελλάδα καθώς προϋποθέτει εμπειρία.
Στο παρελθόν οι αστυνομικοί είχαν διαπιστώσει πως με αυτή τη μέθοδο είχε κλέψει αυτοκίνητα η «17Ν». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και σε αυτό το σημείο οι έρευνες της Ελληνικής Αστυνομίας δεν απέδωσαν καρπούς. Στην πραγματικότητα κανένα στοιχείο που να οδηγούσε στην ταυτότητα των δραστών δε βρέθηκε από τους αστυνομικούς.
Ποιος σκότωσε τον Χαράλαμπο Αμανατίδη;
Οι αστυνομικοί που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, ερεύνησαν και την προσωπική ζωή του ειδικού φρουρού προκειμένου να διαπιστωθεί αν από εκεί μπορεί να οδηγηθούν κάπου. Ούτε αυτό, όμως, έδωσε κάποιο αποτέλεσμα.
Ο Χαράλαμπος Αμανατίδης ήταν ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος που ποτέ δεν είχε δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα. Έτσι σχεδόν αμέσως αποκλείστηκε το ενδεχόμενο να είναι οι προσωπικές διαφορές το κίνητρο του εγκλήματος.
Το ενδιαφέρον στράφηκε στο εγχώριο αντάρτικο πόλης το οποίο εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με έκθεση της Ελληνικής Αστυνομίας, βρισκόταν σε μια φάση ανασυγκρότησης και ανασύνταξης μετά την εξάρθρωση τόσο της «17Ν» όσο και του «ΕΛΑ». Εκτιμήθηκε πως δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή του συγκεκριμένου στόχου.
Ο Χαράλαμπος Αμανατίδης ήταν φρουρός στο σπίτι του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου, του ανθρώπου που αντικατέστησε τον ταξίαρχο Στίβεν Σόντερς ο οποίος ήταν το τελευταίο θύμα της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», κάτι που πρακτικά θα μπορούσε να φανεί πως παρά την εξάρθρωση της οργάνωσης μια νέα γενιά ανθρώπων θα συνέχιζε από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη!
Θεωρήθηκε, μάλιστα, πως στόχος τους δεν ήταν να σκοτώσουν τον Αμανατίδη αλλά να τον αφοπλίσουν και μετά να χρησιμοποιήσουν το ΜΡ5 ως όπλο – σφραγίδα της οργάνωσης που θα δημιουργούσαν. Όταν, όμως, ο Αμανατίδης αντέδρασε και επιχείρησε να βγάλει το όπλο τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν (ο ιατροδικαστής βρήκε στο σώμα του ειδικού φρουρού πέντε διαμπερή και τέσσερα τυφλά τραύματα).
Εκείνη την εποχή, την πρώτη στη μετά «17Ν» περίοδο, δρούσαν ήδη ο «Επαναστατικός Αγώνας» και η «Λαϊκή Επαναστατική Δράση». Στην ΕΛΑΣ θεωρούσαν πως κάποιοι ήθελαν να φτιάξουν και μια τρίτη οργάνωση. Ίσως, πιο σκληρή από τις άλλες δύο. Υπό αυτό το πρίσμα οι έρευνες της Αντιτρομοκρατικής εστίασαν σε τρια άτομα του αναρχικού / αντιεξουσιαστικού χώρου. Όσο και να ερεύνησαν, ωστόσο, δε βρήκαν το παραμικρό στοιχείο εναντίον τους.
Ερευνήθηκε ακόμα και το ενδεχόμενο εμπλοκής «ποινικών» στην υπόθεση. Ούτε, όμως, αυτό έδωσε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα πέρα από εικασίες και σενάρια.
Κείμενο ανάληψης ευθύνης δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε κάποια νέα οργάνωση δημιουργήθηκε τότε. Οι έρευνες των Αρχών παρέμειναν στο σκοτάδι. Όσο για το υποπολυβόλο του Αμανατίδη, οι αστυνομικοί θεωρούσαν τότε σχεδόν δεδομένο πως είτε οι δράστες το κατέστρεψαν, είτε το πέταξαν στη θάλασσα σε μεγάλο βάθος προκειμένου να μην το βρει ποτέ κανείς.
Τον Ιούλιο του 2009, ένας 32χρονος άνδρας, γνωστός για τη δράση του στον αναρχικό χώρο εμφανίστηκε αυτοβούλως στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και δήλωσε πως ήταν ένας από τους δράστες της δολοφονικής επίθεσης στον ειδικό φρουρό της ΕΛΑΣ. Παρά το γεγονός πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε... αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και δεν έδειχνε να ξέρει λεπτομέρειες που οι αστυνομικοί (όπως συνήθως κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις) δεν είχαν δώσει στη δημοσιότητα, προφυλακίστηκε μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες.
Τελικά, διαπιστώθηκε, πως ούτε η τρίχα, ούτε κάποιο από τα «ορφανά» δακτυλικά ή παλαμικά αποτυπώματα άνηκαν στον 32χρονο.
Η δολοφονία του ειδικού φρουρού, Χαράλαμπου Αμαντίδη, ακόμα και σήμερα, 19 χρόνια μετά, θεωρείται ανεξιχνίαστη.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.