«Δεν ξεχνάτε και τιμάτε τη μνήμη του γιου μας. Οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής πρέπει να μείνουν στη φυλακή για να μην μπορούν να σκοτώνουν παιδιά σαν τον Σαχζάτ και τον Παύλο». Με τα λόγια αυτά ο Χαντίμ και η Σουγκράν Λουκμάν, οι γονείς του 27χρονου εργάτη, Σαχζάτ Λουκμάν, που δολοφονήθηκε άγρια από δυο μέλη της Χρυσής Αυγής ξημερώματα της 17ης Ιανουαρίου του 2013 στα Πετράλωνα, έδωσαν όλο το περίγραμμα μιας υπόθεσης για την οποία είναι ξεκάθαρο πως έγιναν προσπάθειες να αποσυνδεθεί από το ρατσιστικό κίνητρο το οποίο είχε. Τελικά αυτή η προσπάθεια (διάφορων κέντρων) όχι απλά έπεσε στο κενό αλλά η υπόθεση Λουκμάν ήταν αυτή που «έδεσε» την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης για τη Χρυσή Αυγή.
Η άγρια δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν
Ξημερώματα 17ης Ιανουαρίου 2013. Ο 27χρονος Σαχζάτ Λουκμάν, ξύπνησε, ετοιμάστηκε και πήρε το ποδήλατό του από το Περιστέρι όπου έμενε για να πάει στη λαϊκή όπου εργαζόταν. Είχε φύγει από το Πακιστάν σε ηλικία 21 ετών έχοντας στις αποσκευές του (και αυτός) το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Μάζευε λεφτά από τα μεροκάματα που έκανε και τα έστελνε πίσω στην οικογένειά του.
Στην οδό τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα και ενώ ο Λουκμάν κινούταν με το ποδήλατό του, ένα μηχανάκι με δυο άτομα τον πλησίασε από πίσω. Το σκούτερ προσπέρασε το ποδήλατο που οδηγούσε ο νεαρός Πακιστανός εργάτης και του έκλεισε το δρόμο. Ο Σαχζάτ Λουκμάν κατέβηκε από το ποδήλατο για να ρωτήσει τι συμβαίνει. Το ίδιο έκανε και ο συνοδηγός του σκούτερ Διονύσης Λιακόπουλος ο οποίος με γρήγορα βήματα πλησίασε τον Λουκμάν και τον μαχαίρωσε μια φορά στην καρδιά.
Μερικές στιγμές αργότερα, ο οδηγός της μηχανής, ο Χρήστος Στεργιόπουλος, κατέβηκε και αυτός και πλησίασε τον ήδη βαριά τραυματισμένο Λουκμάν, συνεχίζοντας το δολοφονικό έργο του Λιακόπουλου. Μαχαίρωσε τον Λουκμάν άλλες έξι φορές. Στη σπονδυλική στήλη, την πλάτη και τα χέρια!
Ο άτυχος 27χρονος εργάτης πρόλαβε να κάνει μόνο μερικά βήματα πριν σωριαστεί, λίγα μέτρα πιο μακριά, μπροστά στη ρόδα ενός παρκαρισμένου οχήματος. Εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή. Οι δράστες της φονικής επίθεσης επιβιβάστηκαν ξανά στο σκούτερ και συνέχισαν τον δρόμο τους σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Οι περίοικοι που, μέσα στη νύχτα, είχαν ακούσει τις φωνές, είχαν βγει στα μπαλκόνια τους και είχαν δει μπροστά στα μάτια τους να εκτυλίσσεται το φρικιαστικό σκηνικό.
Χωρίς να ξέρουν ούτε το θύμα, ούτε τους δολοφόνους, ούτε, βέβαια, τα κίνητρά τους, δυο από αυτούς ειδοποίησαν την Ελληνική Αστυνομία και έδωσαν λεπτομερή περιγραφή του σκούτερ που οδηγούσαν οι δυο δράστες.
Λιακόπουλος και Στεργιόπουλος συνελήφθησαν αργότερα στο Σύνταγμα. Ήταν τέτοιο το αίσθημα της ατιμωρησίας που τους διακατείχε που δε φρόντισαν να κρύψουν τα ίχνη τους. Όταν συνελήφθησαν κυκλοφορούσαν ακόμα με τα φονικά όπλα στην κατοχή τους. Δεν είχαν κάνει καν τον κόπο να τα καθαρίσουν. Το αίμα του άτυχου 27χρονου Σαχζάτ Λουκμάν υπήρχε ακόμα πάνω σε ένα από τα μαχαίρια. «Καλά δεν του κάναμε; Είναι αλλοδαπός, έρχονται στη χώρα μας και μας κάνουν κακό», είχε πει ένας από τους κατηγορούμενος στον αστυνομικό που τον συνέλαβε, όπως ο ίδιος κατέθεσε στη δίκη!
Αμέσως μετά τη σύλληψη τους, οι Λιακόπουλος και Στεργιόπουλος αφού πρώτα είπαν στους αστυνομικούς εκείνο το γνωστό «δικοί σας είμαστε» (ανάλογη ατάκα είχε πει και ο χρυσαυγίτης Ρουπακιάς όταν, μερικούς μήνες αργότερα τον συνέλαβαν για τη δολοφονία του αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα) άρχισαν να χτίζουν την υπερασπιστική τους γραμμή πάνω στο ότι ο Σαχζάτ Λουκμάν ήταν αυτός που τους έκλεισε το δρόμο (!) και τους έβρισε κιόλας. Αυτοί του επιτέθηκαν, τον μαχαίρωσαν εκεί και τον άφησαν αιμόφυρτο και αβοήθητο γιατί θεωρούσαν πως επτά μαχαιριές δεν ήταν ικανές να του κάνουν κακό!
Το εξοργιστικό είναι πως το αφήγημα του καβγά στο δρόμο (ανάλογο με εκείνο του καβγά για το ποδόσφαιρο στην περίπτωση του Φύσσα) «πέρασε» στην αρχή και ίσως να είχε μείνει κιόλας αν δεν υπήρχαν οι καταθέσεις των δυο καθηγητών στα Πετράλωνα που είπαν με κάθε λεπτομέρεια το τι είχε γίνει το ξημέρωμα της 17ης Ιανουαρίου 2013.
Σε έρευνες που έγιναν, μετά τη σύλληψή τους, στα σπίτια των δυο δραστών βρέθηκαν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Στο σπίτι του Λιακόπουλου βρέθηκαν τρία στιλέτα – πεταλούδα, μια σιδηρογροθιά, ένας σουγιάς, ένα ξύλινο ρόπαλο, μια κυνηγετική σφεντόνα, φυσίγγια, 117 προεκλογικά φυλλάδια της Χρυσής Αυγής, αυτοκόλλητα και άλλα υλικά της οργάνωσης. Στο σπίτι του Σεργιόπουλου βρέθηκαν ένα ξύλινο ρόπαλο, κάλυκες, μια μαύρη λεπίδα, η ταυτότητα ενός Έλληνα υπηκόου που είχε δηλωθεί στην Αστυνομία ως κλεμμένη και κάρτες παραμονής μεταναστών, που πιθανότατα ήταν λάφυρα από προηγούμενες επιθέσεις.
Η αίσθηση της ατιμωρησίας που είχαν οι χρυσαυγίτες εκείνη την εποχή δεν ήταν τυχαία. Πέρα από το αστυνομικό αφήγημα του καυγά στο δρόμο, υπήρχε και η εξοργιστική πρόταση του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους οι δυο χρυσαυγίτες και να μην προφυλακιστούν (αντίθετη γνώμη είχαν οι δυο ανακρίτριες). Επιπλέον, οι φωτογραφίες των δύο Χρυσαυγιτών δε δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα για να αναγνωριστούν από άλλα θύματα άλλων επιθέσεων στο παρελθόν, ενώ δεν έγινε άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου.
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η εγκληματική οργάνωση
Το 2014 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών στο σκεπτικό της απόφασης για τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν καθιστούσε ξεκάθαρο πως το κίνητρο των δολοφόνων Λιακόπουλου και Στεργιόπουλου, ήταν ρατσιστικό, εφάρμοσε δε την διάταξη του άρθρου 79 παρ. 3 ΠΚ που όριζε το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση της ποινής (πλέον άρθρο 81Α για το «ρατσιστικό έγκλημα»). Η απόφαση, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την αλλοδαπότητα του προπορευόμενου ποδηλάτη και εμφορούμενοι από ρατσιστικό μένος εναντίον του προσπέρασαν ελαφρώς από δεξιά το ποδήλατο στο οποίο επέβαινε, αποκόπτοντας του την πορεία. Ο αλλοδαπός σταμάτησε και κατέβηκε από το ποδήλατό του και ο εκ των κατηγορουμένων Διονύσιος Λιακόπουλος, συνοδηγός στην προαναφερόμενη μοτοσικλέτα, κινήθηκε προς το μέρος του και με ένα στιλέτο πεταλούδα που έφερε μαζί του έπληξε τον ως άνω αλλοδαπό με ένα θανατηφόρο χτύπημα στο στήθος. Ακολούθως, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χρήστος Στεργιόπουλος, με ένα στιλέτο που έφερε μαζί του κινήθηκε προς τον αλλοδαπό, που ήδη τραυμάτισε θανάσιμα ο συγκατηγορούμενός του, και τον έπληξε και αυτός με έξι χτυπήματα στη σπονδυλική στήλη, την πλάτη, τη δεξιά περιμασχαλιαία χώρα και το δεξιό βραχίονα».
Στη συνέχεια η απόφαση του δικαστηρίου ξεκαθαρίζει πως οι δυο δράστες μαχαίρωσαν τον Λουκμάν «επιθυμώντας την καταστροφή της ζωής ενός αγνώστου σε αυτούς ανθρώπου λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών του χαρακτηριστικών, της εθνικής του καταγωγής και της θρησκείας του επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του θύματος οποιαδήποτε μορφή πρόκλησης είτε λεκτική είτε έμπρακτη» και συνέχιζε: «Η κατοχή 4 σελίδων με την αναγραφή ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ www.XAgr.net – ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ και 117 φυλλαδίων με την αναγραφή ''ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΨΗΦΙΣΩ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ'' εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου και συνακόλουθα η ύπαρξη των ακραίων πολιτικών πεποιθήσεών του δεν αρκεί από μόνη της για να προσδοθεί ρατσιστικός χαρακτήρας στην αξιόποινη συμπεριφορά αμφοτέρων των κατηγορουμένων, όμως οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα [...] δεν καταλείπουν καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο για τη διάπραξη του εγκλήματος υπαγορευόμενου από αισθήματα ρατσιστικού μίσους. Η πράξη τους τελέστηκε από μίσος προκαλούμενο λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών χαρακτηριστικών του θύματος, της θρησκείας του, της εθνικής και εθνοτικής του καταγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 3 εδ. τελ. ΠΚ, όπως ισχύει».
Οι δυο χρυσαυγίτες καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη (τα ισόβια «έσπασαν» στο Εφετείο όπου τους αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της... καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη).
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι πως η συγκεκριμένη απόφαση ήταν αυτή που ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο ώστε η Χρυσή Αυγή να χαρακτηριστεί (και να καταδικαστεί ως) εγκληματική οργάνωση καθώς φάνηκε ξεκάθαρα το δολοφονικό μοτίβο που ακολουθούσαν τα μέλη της και συμπεριλήφθηκε στο πόρισμα Βουρλιώτη που στάλθηκε στον Άρειο Πάγο. Λιακόπουλος και Στεργιόπουλος καταδικάστηκαν για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την πρωτοβάθμια απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Θα μπορούσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα να είχε αποτραπεί; Αν και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά σε αυτό το υποθετικό ερώτημα, μπορεί να πει – και μάλιστα με μεγάλη βεβαιότητα – πως αν οι Αρχές είχαν ενεργήσει όπως θα έπρεπε όταν δολοφονήθηκε ο Σαχζάτ Λουκμάν τότε είναι πιθανό τα μέλη του νεοναζιστικού μορφώματος να είχαν «μαζευτεί» (όσοι από αυτούς δεν έμπαιναν στη φυλακή) και να μη σκόρπιζαν τον θάνατο και τον τρόμο επί μήνες. Ανάμεσα στις δυο δολοφονίες, άλλωστε, μεσολαβούν μόλις εννέα μήνες και είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο πως η ατιμωρησία ήταν το στοιχείο αυτό που έκανε τους χρυσαυγίτες να νιώθουν άτρωτοι.
Είναι ξεκάθαρο πως η εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής άργησε εννέα μήνες και μέσα σε αυτό το διάστημα χύθηκε και άλλο αίμα, καταστράφηκαν πολλές ζωές και ακόμα ένας νέος άνθρωπος δολοφονήθηκε από τα νεοναζιστικά τάγματα εφόδου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.