Μενού
distomo
Η Μαρία Παντίσκα | LIFE / Wikipedia
  • Α-
  • Α+

Ο χρόνος «πάγωσε» στο μαρτυρικό Δίστομο την 10η Ιουνίου του 1944. Εκεί οι Ναζί διέπραξαν ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία. Ακόμα και οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να δώσουν μια εξήγηση για όλο αυτό το μακελειό. Σύγχρονοι δημοσιογράφοι και ερευνητές από τη Γερμανία κάνουν λόγο για μια ενέργεια που δεν είχε ψήγμα λογικής και ανθρωπιάς.

«Δε θα αφήσετε ούτε γάτα ζωντανή»

Το καλοκαίρι του 1944, η αντίστροφή μέτρηση για το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έχει ξεκινήσει. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε αντιληφθεί πως οι μέρες του ήταν μετρημένες. Οι Σύμμαχοι είχαν πετύχει να αποβιβαστούν στη Νορμανδία και, πλέον, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο Βερολίνο. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη οι Ναζιστικές ορδές, πανικόβλητες, προσπαθούσαν να κλείσουν όλα τα ανατολικά μέτωπα, να απελευθερώσουν δυνάμεις και να στραφούν στην άμυνα προκειμένου να κρατήσουν τους εχθρούς τους μακριά από τη Γερμανία.

Αυτό ήθελαν να κάνουν και στην Ελλάδα. Ήθελαν να απαγκιστρώσουν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων τους το οποίο στη συνέχεια θα έφευγε για το δυτικό μέτωπο. Εδώ, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα για αυτούς. Οι αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στις πόλεις και (κυρίως) τα βουνά τους ανάγκαζαν να παραμένουν καθηλωμένοι.

Αυτό τους εξόργιζε ακόμα περισσότερο και σε συνδυασμό με τα δυσάρεστα για αυτούς μαντάτα που μάθαιναν από τη Νορμανδία, τους έκανε να διψούν για αίμα αθώων. «Ένας Γερμανός σκοτωμένος - 50 Έλληνες νεκροί. Δέκα Γερμανοί σκοτωμένοι - Ένα χωριό» ήταν η φρικιαστική εντολή.

«Σφηνωμένο» ανάμεσα σε Παρνασσό και Ελικώνα, το Δίστομο ήταν προνομιακός χώρος δράσης για τους αντάρτες την περίοδο της κατοχής. Από εκεί είχαν κάνει πολλές καταδρομικές επιθέσεις σε βάρος των Ναζί και τους διέλυαν σε καλοστημένες ενέδρες. Οι Γερμανοί χαρακτήριζαν το Δίστομο «λυκοφωλιά ανταρτών» και το είχαν βάλει καιρό στο «μάτι». Περίμεναν απλά μια αφορμή.

Το πρωί του Σαββάτου, 10 Ιουνίου 1944, μια πομπή στρατιωτικών οχημάτων κατευθύνεται προς την Αράχωβα. Μέσα στην πομπή υπάρχουν και δυο επιταγμένα ιδιωτικά φορτηγά γεμάτα με άντρες ταλαιπωρημένους και ρακένδυτους. Μοιάζουν με αιχμάλωτοι, αλλά δεν είναι. Πρόκειται για Γερμανούς στρατιώτες οι οποίοι παριστάνουν τους αιχμαλώτους προκειμένου να προκαλέσουν την αντίδραση των ανταρτών. Ήταν μια παγίδα.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Στη διαδρομή οι Γερμανοί εκτελούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Το αίμα έρρεε άφθονο προκειμένου να είναι σίγουροι πως οι αντάρτες θα αντιδράσουν. Μπήκαν στο Δίστομο και άρχισαν να κάνουν ανακρίσεις. Τότε έμαθαν πως οι αντάρτες βρίσκονται σε ένα άλλο χωριό και ετοιμάζουν επίθεση. Τότε ο 20χρονος λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, Φριτς Λάουτενμπαχ, έλαβε διαταγή να φύγουν από το Δίστομο και να πάνε προς το χωριό Στείρι. Έπεσαν όμως στην παγίδα που τους έστησαν οι αντάρτες στην περιοχή «Καταβόθρα».

Τα δυο πρώτα φορτηγά με τους Ναζί, μακελεύτηκαν. Μόνο ένας στρατιώτης και ένας εκ των οδηγών σώθηκαν. Συνολικά, τουλάχιστον 40 στρατιώτες έπεσαν νεκροί μετά από σκληρή αλλά σύντομη μάχη. Το μίσος και η οργή των Γερμανών ξέσπασε πάνω στο Δίστομο. Θεώρησαν πως οι κάτοικοι συμμετείχαν σε αυτή την παγίδα. Επέστρεψαν πίσω. Η διαταγή ήταν «μην αφήσετε τίποτα όρθιο». Και αυτό έγινε. Με πιστόλια, πολυβόλα, χειροβομβίδες και φωτιά ισοπέδωσαν το χωριό! Εκτελέσεις, βιασμοί, σφαγιασμοί, εμπρησμοί. Δεν σταμάτησαν ούτε μπροστά σε βρέφη ή σε μικρά παιδιά. Σύμφωνα με μαρτυρίες αποκεφάλισαν τον ιερέα και σκότωσαν ένα μωρό χαράσσοντας του τον αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο. Σκότωσαν ακόμα και ζώα! Παντού εικόνες ασύλληπτης αγριότητας και απανθρωπιάς.

Η αδιανόητη σφαγή σταμάτησε όταν νύχτωσε. Οι στρατιώτες των SS φοβήθηκαν πως αφού έπεσε το σκοτάδι ήταν επικίνδυνο να μείνουν εκεί καθώς ήταν πολύ πιθανό οι αντάρτες να έκαναν αντεπίθεση. Έτσι οι Γερμανοί, ανασυντάχθηκαν και έφυγαν για τη Λιβαδειά. Πριν φύγουν, όμως, κρέμασαν πολλά από τα πτώματα στα δέντρα του χωριού προκειμένου να τα δουν οι αντάρτες.

Υπεύθυνος της σφαγής ήταν ο Χανς Ζάμπελ. Μετά τον πόλεμο συνελήφθη στο Παρίσι και οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές. Ομολόγησε τα όσα φρικτά έγιναν (τονίζοντας, όμως, ψευδώς, πως πρώτοι αυτοί είχαν δεχθεί επίθεσης με όλμους) και φυλακίστηκε. Δυστυχώς, λίγο καιρό αργότερα εκδόθηκε στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση και ουδέποτε επέστρεψε στην Ελλάδα...

Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή στο εξωτερικό μέσω του BBC και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές. Μη σας φαίνεται αλλόκοτη ή εξοργιστική αυτή η προσέγγιση. Τα ίδια έλεγαν μέχρι και πριν μερικά χρόνια κάποιοι Έλληνες βουλευτές οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στις φυλακές και «φωνάζουν» πως διώκονται επειδή είναι... πατριώτες.

Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228. Ήταν 117 γυναίκες και 111 άνδρες. Ανάμεσα τους 53 παιδιά κάτω των 16 ετών. Ακόμα και μωρά λίγων εβδομάδων.

Η μαυροφορεμένη γυναίκα του Διστόμου

«Εδώ 'ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου. Εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις, να προσέχεις. Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου» γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο επίγραμμα για το Δίστομο, το χωριό των«ηρώων και μαρτύρων, των σπαραγμένων λουλουδιών και των σφαγμένων μύρων».

Ο Παναγιώτης Περγαντάς του Θωμά (Κιθάρας), 22 χρονών τότε, αφηγείται: «Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς το χωριό. Φτάνω σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μάνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ' όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι της τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα».

Ένας άλλος από τους επιζώντες είχε περιγράψει με τρόπο που κόβει την ανάσα και κάνει το στομάχι να σφίγγεται: «Αντίκρισα στη μέση του σπιτιού την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο. Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν από τη στάση του σώματός της κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της. Δίπλα της βρισκόταν το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο, με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι. Το άλλο κοριτσάκι της, η 6χρονη Ελένη, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού μέσα σε μια λίμνη αίματος με βγαλμένα τα σπλάχνα του. Το είχαν ξεκοιλιάσει με μαχαίρι. Το αγόρι της, ο 3χρονος Γιάννης, το βρήκα νεκρό στην αυλή με λιωμένο κεφάλι».

Η τότε 12χρονη Ελένη Σφουντούρη σώθηκε από καθαρή τύχη. Κρύφτηκε μέσα στο σπίτι και έτυχε να μην την βρουν οι Ναζί που εισέβαλαν σε αυτό. Δεν είχε την ίδια τύχη η μητέρα της, ωστόσο. «Έβγαλαν όλους έξω από το σπίτι, με αυτόματα τους σκότωσαν, το μυαλό της μητέρας μου πιτσίλισε τον δρόμο, τη βρήκε η γιαγιά μου», είχε πει χρόνια αργότερα.

Περίπου τέσσερις μήνες μετά τη σφαγή, έφτασε στο Δίστομο ο σπουδαίος Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσελ ο οποίος ήταν ανταποκριτής του αμερικανικού περιοδικού «Life». Την 1η Νοεμβρίου του 1944 ενώ ο Κέσελ περπατάει ανάμεσα σε χαλάσματα και ανθρώπους τσακισμένους που θρηνούν, τραβάει τη φωτογραφία που έμελλε να γίνει σύμβολο μιας σφαγής. Είδε απέναντι του, με σταυρωμένα τα χέρια και το κεφάλι της καλυμμένο με μια μαύρη μαντίλα, τη Μαρία Παντίσκα. Το «κλικ» του Κέσελ «αιχμαλώτισε» όλο τον πόνο, όλο τον θρήνο, όλη τη θλίψη των επιζώντων της ανελέητης σφαγής.

Η Μαρία Παντίσκα είχε δει τη μητέρα της και δέκα ακόμα συγγενείς της νεκρούς. Εκείνη την ημέρα, όπως αργότερα διηγήθηκε η κόρη της, βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της και έπλενε κάτι ρούχα στη σκάφη. Κάποια στιγμή την πήρε το παράπονο και άρχισε να κλαίει. Πήγε πιο δίπλα που ήταν οι τάφοι της μητέρας και των συγγενών της. Θρηνούσε τη στιγμή που ήρθε ένας συγχωριανός της ο οποίος της είπε πως οι δυο άνδρες που ήταν μαζί του ήταν δημοσιογράφοι από το εξωτερικό και ήθελαν να μεταδώσουν το τι είχε συμβεί στο Δίστομο προκειμένου να μάθει για τη σφαγή όλη η Ευρώπη. Της ζήτησαν να σταθεί όρθια στην αυλή της για να τη φωτογραφίσουν και εκείνη με δάκρυα στα μάτια το έκανε.

Ο τίτλος του κειμένου που συνόδευσε αυτή την ανατριχιαστική φωτογραφία ήταν: «Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα». Η Μαρία Παντίσκα γλίτωσε από τη ζωή επειδή εκείνη την ημέρα βρισκόταν με άλλες κοπέλες στα χωράφια. Έφυγε από τη ζωή το 2009 σε ηλικία 84 ετών. Ο τάφος της βρίσκεται στο Δίστομο. 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.