«Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο». Κάποτε το σύνθημα αυτό ξεσήκωσε τους εργάτες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αντίθετα με αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, η φωτιά της διεκδίκησης δεν άναψε για πρώτη φορά στο Σικάγο το 1886. Εκεί, απλά, έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Οι εργάτες για πρώτη φορά διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους στον Καναδά το 1872. Με εκείνους τους αγώνες ως όχημα, η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας το 1884 άρχισε να συσπειρώνει γύρω της εργάτες αποφασισμένους να παλέψουν για να δουλεύουν για να ζουν και όχι να ζουν για να δουλεύουν.
Τελικά, μια ημέρα σαν σήμερα, την 1η Μάη του 1886 η φωτιά που είχε ανάψει, έλαβε ανεξέλεγκτες και εξαπλώθηκε πάντου. Όπου υπήρχε εργάτης.
Η αιματοβαμμενη Πρωτομαγιά του Σικάγο
Οι πρώτες διεκδικήσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων το 1874 στις ΗΠΑ. Η κινητοποίηση αυτή πνίγηκε στο αίμα καθώς οι απεργοί χαρακτηρίστηκαν τρομοκρατική οργάνωση που ήθελε να δολοφονήσει εργοδότες και πολιτικούς. Συνολικά 17 μεταλλωρύχοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Εκείνη την εποχή άρχισε να γιγαντώνεται και το «Τάγμα των Ιπποτών της Εργασίας» το οποίο, με λίγα λόγια, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σαν ένα μυστικό και αυστηρά συνωμοτικό συνδικάτο το οποίο διεκδικούσε την «οικονομική και βιομηχανική απελευθέρωση των εργατών όλου του κόσμου από την τυραννία των μεγάλων συγκροτημάτων και τη δουλεία της μισθωτής εργασίας».
Στη συνέχεια τη σκυτάλη παίρνουν οι Καναδοί εργάτες κατάφεραν και κέρδισαν κάποια δικαιώματα που μέχρι τότε έμοιαζαν να είναι... όνειρο θερινής νυκτός. Οι συνάδελφοι τους στις ΗΠΑ άρχισαν εντονότερα και επιτακτικότερα να διεκδικούν και αυτοί τα αυτονόητα. Οι εργάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν πως η κρίσιμη ώρα, η κρίσιμη ημέρα έφτανε.
Η κρίσιμη αυτή ημέρα ορίστηκε να είναι η 1η Μαΐου 1886. Το αίτημα της κινητοποίησης απλό: «Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο». Και αν αυτό σήμερα φαντάζει δεδομένο (που μόνο τέτοιο δεν είναι, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα), τότε ήταν κάτι που θα άλλαζε τη ζωή των εργατών οι οποίοι ζούσαν για να δουλεύουν. Νόμοι που να τους προστατεύουν δεν υπήρχαν. Υπήρχαν πολλοί νόμοι που προστάτευαν τα αφεντικά τους, όμως. Οι εργοδότες, ουσιαστικά, είχαν τον πλήρη έλεγχο στις ζωές των εργατών. Μπορούσαν να τους βάζουν να δουλεύουν όσες ώρες ήθελαν, όποιες ημέρες ήθελαν, για όσο ήθελαν, αν ήθελαν. Αν δεν ήθελαν, τους πετούσαν στο δρόμο.
Την 1η Μαΐου 1886 ξεσηκώθηκαν οι εργάτες σε περίπου 1200 εργοστάσια από την μια άκρη των ΗΠΑ στην άλλη. Υπολογίζεται πως πάνω από 400.000 εργάτες βγήκαν στους δρόμους εκείνη την ημέρα μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Οι εργοδότες είχαν ζητήσει την προστασία του κράτους και έτσι αστυνομία και στρατός είχαν φροντίσει να κάνουν τη ζωή των εργατών δύσκολη.
Στο Σικάγο κάτι λιγότερο από 100.000 εργάτες, μαζί με τις οικογένειες τους, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Στην κεφαλή της πορείας μπήκε ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους.
Η πρώτη και την δεύτερη ημέρα των κινητοποιήσεων όλα κύλησαν ειρηνικά. Οι εργοδότες και ο ακραία συντηρητικός Τύπος, ωστόσο, πίεζε για να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά των εργατών. Στις 3 Μάη, η αστυνομία ανοίγει πυρ, έξω από το εργοστάσιο αγροτικών μηχανημάτων ΜακΚόρμικ, και δολοφονεί έξι εργάτες.
Το ποτάμι της οργής είχε «φουσκώσει». Την επόμενη ημέρα, οι εργάτες συγκεντρώνονται στην Πλατεία Χεϊμάρκετ. Μπροστάρηδες οι Αναρχικοί με τον Πάρσονς αλλά και τον Άουγκουστ Σπάις να βγάζουν φλογερούς λόγους. Πολλοί εργάτες κατέβηκαν σε εκείνη τη διαδήλωση οπλισμένοι. Ήταν ξεκάθαρο πως η ώρα της αναμέτρησης είχε φτάσει.
Οι αστυνομικοί, ωστόσο, ήθελαν να τελειώνουν με αυτούς τους «τρομοκράτες» και έτσι χωρίς αφορμή χτύπησαν με βία την διαδήλωση. Εκείνη την ώρα, άγνωστο από ποιον και από πού, εκτοξεύτηκε μια βόμβα η οποία επί τόπου σκότωσε έναν αστυνομικό ενώ αργότερα έξι ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους. Ακολούθησε ένα πραγματικό μακελειό με την αστυνομία, τους απεργοσπάστες και τους μαφιόζους μπράβους των επιχειρήσεων να χτυπάνε στο ψαχνό. Δεκάδες ήταν οι νεκροί εργάτες, σύμφωνα με την ίδια την αστυνομία.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έστειλε τους εργάτες σε μια δίκη παρωδία. Κατηγορούμενοι ήταν οι αναρχικοί Άουγκουστ Σπάις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς. Παρά το γεγονός πως δεν υπήρχε το παραμικρό στοιχείο πως αυτοί πέταξαν την βόμβα το δικαστήριο καταδίκασε τους Πάρσονς, Σπάις, Έγκελ και Φίσερ. «Οχι, δεν πιστεύω, ότι οι άνδρες αυτοί είναι ένοχοι κάποιου εγκλήματος, αλλά πρέπει να κρεμαστούν... το εργατικό κίνημα πρέπει να συντριβεί» είπε στην κατάθεση του ένας έμπορος από το Σικάγο! Όλοι τους, εκτός από τον Νίμπι, οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Λίγο πριν το τέλος ο Άουγκουστ Σπάις είπε: «Θα έρθει ο καιρός που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που πνίγετε σήμερα. Ζήτω η Αναρχία».
Από το 1890 η 1η Μάη, στη μνήμη των όσων τραγικών έγιναν στο Σικάγο, καθιερώθηκε ως ημέρα εργατικής διεκδίκησης, ενώ το 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις ομολόγησε δημόσια πως οι εκτελεσθέντες ήταν αθώοι, ενώ αργότερα ο επικεφαλής της αστυνομίας που έδωσε την εντολή να ξεκινήσει το μακελειό συνελήφθη και καταδικάστηκε για διαφθορά.
Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Η Ιστορία της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα ξεκινάει το 1893 με πρωτοβουλία του Σταύρου Καλλέργη που ήταν ο τότε επικεφαλής του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου. Βασικά αιτήματα ήταν το οκτάωρο, η θέσπιση της Κυριακάτικης αργίας και η απονομή σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων. Εκείνος, ο πρώτος στην Ελλάδα, εορτασμός τελείωσε με τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Καλλέργη.
Ίσως ο εμβληματικότερος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα έγινε το 1936. Μπροστάρηδες ήταν οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης. Η αστυνομία χτύπησε δίχως έλεος εκείνη τη διαδήλωση με αποτέλεσμα 12 εργάτες να πέσουν νεκροί. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο 25χρονος Τάσος Τούσης.
Η φωτογραφία του Τούση με τη μητέρα του να θρηνεί τον χαμό του στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας (με το πτώμα του γιού της να βρίσκεται τοποθετημένο πάνω σε μια ξύλινη πόρτα που χρησιμοποιήθηκε σαν πρόχειρο φορείο) συγκλόνισε τον Γιάννη Ρίτσο ο οποίος έγραψε τον «Επιτάφιο» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω» αποτελεί ακόμα και σήμερα ύμνο των θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στον αγώνα των εργατικών διεκδικήσεων στη χώρα μας
Η Πρωτομαγιά, ωστόσο, που έμεινε για πάντα χαραγμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο, αν και δεν ήταν αμιγώς συνδεδεμένη με εργατικές διεκδικήσεις, ήταν αυτή του 1944. Η αντίστροφη μέτρηση προς την 1 Μάη του 1944, ξεκινάει στις 27 Απριλίου. Τότε μια διμοιρία του 8ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ. στήνει ενέδρα στους Μολάους Λακωνίας και σκοτώνει τον διοικητή της 41ης Γερμανικής Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγο Φραντς Κρεχ και μέλη της συνοδείας του. Τα αντίποινα σκληρά. Ναζιστικές δυνάμεις της 117ης Μεραρχίας σκότωσαν δεκάδες άτομα που βρέθηκαν στο δρόμο τους από τους Μολάους μέχρι τη Σπάρτη.
Παράλληλα, ταγματασφαλίτες του περιβόητου Διονύση Παπαδόγγονα, με εντολή του ίδιου, εξαιτίας της προσωπικής… συμπάθειας που έτρεφε απέναντι στον εκτελεσθέντα ναζί υποστράτηγο, εκτέλεσαν στην Πελοπόννησο ακόμα 100 Έλληνες αντιστασιακούς ή ύποπτους για αντιστασιακή δράση. Τέλος, η διοίκηση των δυνάμεων κατοχής έδωσε εντολή να εκτελεστούν και 200 κρατούμενοι των φυλακών στο Χαϊδάρι! Πενήντα εκτελεσθέντες για κάθε έναν νεκρό Γερμανό από την επίθεση του Ε.Λ.Α.Σ. στους Μολάους…
Το κομβόι αποτελούταν από δέκα γερμανικά φορτηγά. Στη διαδρομή από το Χαϊδάρι μέχρι την Καισαριανή, οι κρατούμενοι έγραφαν σημειώματα και τα πετούσαν στο δρόμο. Παραλήπτες ήταν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια, οι αγαπημένοι τους άνθρωποι και οι συναγωνιστές τους. Οι περαστικοί που τα έβρισκαν ανέλαβαν τον ρόλο του ταχυδρόμου για να μεταφέρουν τα μαύρα μαντάτα.
«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, και οι δυο τους μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη», έγραφε ο ήρωας Ναπολέοντας Σουκατζίδης ο οποίος ήταν ο διερμηνέας του Ναζί διοικητή της φυλακής Καρλ Φίσερ. Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε την πρόταση του Γερμανού αξιωματικού να εκτελεστεί άλλος στη θέση του.
Όταν έφτασαν στην Καισαριανή οι Γερμανοί τους χώρισαν σε ομάδες των 20. Ο Σουκατζίδης ήταν το νούμερο 71 αλλά επέλεξε να μείνει στην τελευταία 20αδα για να συνεχίσει μέχρι την ύστατη στιγμή να εκτελεί χρέη διερμηνέα. Και αυτό ίσως ήταν ακόμα πιο δύσκολη και ηρωική απόφαση από την προηγούμενη γιατί οι 20 που εκτελούνταν μεταφέρονταν στα γερμανικά καμιόνια από τους 20 επόμενους!
Λίγο μετά τις 10 το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1944, οι ναζί είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Οι 200 νεκροί της Καισαριανής μεταφέρθηκαν στο Γ’ νεκροταφείο, σε ομαδικούς τάφους. Λέγεται πως μια νεαρή κοπέλα στο Μετς υπέστη καρδιακό επεισόδιο όταν είδε το αίμα που έτρεχε, από τα γερμανικά φορτηγά που μετέφεραν τους νεκρούς, και έβαφε τους δρόμους.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.