Μπορεί ένας ληστής να είναι «σούπερ σταρ»; Μπορεί. Αν το ονοματεπώνυμο του είναι Θόδωρος Βενάρδος. Μπορεί κάποια από όσα αναφερθούν στη συνέχεια να μοιάζουν υπερβολικά αλλά ο Βενάρδος λήστευε με... στυλ, ήταν κομψός και ντυνόταν, πάντα, στην «τρίχα», ξόδευε τα χρήματα από τις ληστείες κάνοντας μεγάλη ζωή, είχε τρανσέξουαλ μνηστή, ήταν ρομαντικός και ευγενικός, τα έβαλε με τη χούντα και έσπαγε πλάκα με τους αστυνομικούς που τον καταδίωκαν, διέπραξε μια από τις πιο έξυπνες και εντυπωσιακές αποδράσεις, ακόμα και στη φυλακή παρέμενε ένα ελεύθερο πνεύμα. Θα μπορούσαν να γραφτούν ακόμα περισσότερα για τον θρυλικό «ληστή με τις γλαδιόλες» και τον μύθο που χτίστηκε γύρω του αλλά και πάλι... λίγα θα ήταν!
Ο «ληστής με τις γλαδιόλες»
Ο Θόδωρος Βενάρδος γεννήθηκε στον Βοτανικό στις 13 Μάη του 1949. Γιος του Χρήστου και της Φωτεινής Βενάρδου. Ο πατέρας του ήταν ένας βίαιος και κακοποιητικός άνθρωπος, ο οποίος τα προβλήματα που του παρουσιάζονταν, τα μετέτρεπε σε βία την οποία ξεσπούσε πάνω στον μικρό Θόδωρο. Ο Χρήστος Βενάρδος πέθανε όταν ακόμα ο Θόδωρος ήταν μικρός. Η μητέρα του έφτιαξε ξανά τη ζωή της αλλά και ο πατριός του ήταν εξίσου σκληρός άνθρωπος.
Ο Θόδωρος Βενάρδος σπούδασε μηχανικός. Το πρώτο επάγγελμα ήταν ναυτικός. Πριν από αυτό, ωστόσο, την εποχή που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία (επί χούντας) είχε και τα πρώτα «μπλεξίματα». Το 1972, κατηγορήθηκε πως ανατίναξε μια αποθήκη πυρομαχικών. Συνελήφθη, βασανίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε αλλά έμεινε στη φυλακή λίγο καθώς απολύθηκε από τον στρατό για... λόγους υγείας!
Και κάπου εκεί αρχίζει η κινηματογραφική ζωή ενός ληστή «σούπερ σταρ». Στις 16 Νοεμβρίου 1973 και ενώ η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αθήνα, πάλλεται από την εξέγερση του Πολυτεχνείου που βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από την προηγούμενη ημέρα. Ο Βενάρδος διαπιστώνει πως σχεδόν ολόκληρη η αστυνομική δύναμη βρίσκεται πέριξ του ιστορικού ιδρύματος και αποφασίζει να δράσει.
Οδηγεί μια Jaguar με βρετανικές πινακίδες την οποία και παρκάρει έξω από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Πρατίνου 74 στο Παγκράτι. Φοράει μαύρο, πλατύγυρο καπέλο, μαύρα γυαλιά ηλίου και μακριά ράσα. Κάτω από τα ρούχα κρύβει μια καραμπίνα. Προτού περάσει την πόρτα, καλύπτει το πρόσωπό του με ένα λευκό μαντήλι. Μπαίνει στην τράπεζα και κατευθύνεται γρήγορα προς τον διευθυντή, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλά στο τηλέφωνο. Του κατεβάζει ήρεμα το ακουστικό και το τοποθετεί στη συσκευή. Ύστερα, βγάζει την καραμπίνα και φωνάζει: «Ληστεία! Μην κουνηθεί κανείς! Γρήγορα τα λεφτά!» Πετάει στο διευθυντή μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών και του λέει: «Δως τη σ’ έναν ταμία να τη γεμίσει». Ο ταμίας το κάνει, ο Βενάρδος παίρνει τη σακούλα που περιείχε 2.350.000 δραχμές, κάνει μια μικρή υπόκλιση, χαμογελάει και φεύγει!
Αυτή ήταν η πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα! Λέγεται πως μέσα σε 70 ημέρες ο Βενάρδος ξόδεψε 1.235.000 δραχμές! Έμενε σε πολυτελή ξενοδοχεία σε Αθήνα, Παρίσι, Ρώμη, Μιλάνο, Ελβετία. Όταν ήταν εδώ έκανε πάταγο σε κάθε βραδινή εμφάνισή του. Πάντα συνοδευόμενος από πανέμορφες κοπέλες πήγαινε σε νυχτερινά μαγαζιά αλλά και στο καζίνο της Πάρνηθας και σκόρπαγε χαμόγελα και... χιλιάρικα!
Πέρα από τη μεγάλη ζωή, ωστόσο, ο Βενάρδος είχε και «μεγάλο στόμα» και κάπως έτσι οι υποψίες των αστυνομικών έγιναν βεβαιότητα και έτσι τον συνέλαβαν δυο μήνες μετά, στις 22 Γενάρη του 1974. Η σύλληψή του θα γίνει έξω από ένα οπλοπωλείο της οδού Αριστείδου, από το οποίο μόλις είχε αγοράσει ένα κυνηγετικό όπλο. Μαζί του θα συλληφθεί και η Μπελίντα, η τρανσέξουαλ ερωμένη του, που μετά από εννιά ημέρες θα αφεθεί ελεύθερη γιατί προέκυψε πως δεν ήξερε τίποτα.
Δικάζεται, καταδικάζεται και οδηγείται στον Κορυδαλλό. Εκεί θα μείνει για περίπου ένα τρίμηνο. Τον Απριλίου του 1974 απέδρασε εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ενώ οι συγκρατούμενοι του έπαιζαν ποδόσφαιρο η μπάλα πήγε σε ένα σημείο που μπορούσε να την πιάσει μόνο ο φύλακας. Έτσι ο ένστολος αφήνει για μερικά δευτερόλεπτα τη θέση του για να δώσει την μπάλα πίσω στους κρατούμενος. Έφυγε από τη θέση του, όπως ο ίδιος είπε στην απολογία του, για μόλις οκτώ δευτερόλεπτα. Τόσα ακριβώς χρειάστηκε και ο Βενάρδος για να βρεθεί, με απίστευτη ταχύτητα και αντανακλαστικά, από τα σκαλιά της σκοπιάς, στη σκοπιά, από εκεί σε ένα πεζούλι και στη συνέχεια στον εξωτερικό τοίχο, απ' όπου πήδηξε, από ύψος πέντε μέτρων, προς την ελευθερία! Ο φύλακας επιχείρησε να τον συλλάβει αλλά ο Βενάρδος, υπό τις επευφημίες των συγκρατουμένων του, έφυγε!
Το μυστηριώδες τέλος του Βενάρδου
Ολόκληρη η αστυνομία αρχίζει να κυνηγάει τον Βενάρδο, ωστόσο, αυτός... σπάει πλάκα με τους ένστολους που τον καταδιώκουν. Επειδή θεωρούν οτι σίγουρα θα πάει από το σπίτι του, το περικυκλώνουν και τον περιμένουν. «Όταν δραπέτευσε από τη φυλακή γλίστρησε από τους αστυνομικούς που είχαν περικυκλώσει το σπίτι μας και μπήκε μέσα, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, με μία ανθοδέσμη λουλούδια. ''Τα έφερα σε σένα μάνα μου'', είπε και έπεσε στην αγκαλιά μου», είχε πει η κ. Φωτεινή σε δηλώσεις της στην εφημερίδα «Έθνος» και ο Βενάρδος, πλέον, και με δεδομένο πως οι λίγες μπουνιές και σπρωξιές με τον φύλακα στον Κορυδαλλό ήταν οι μοναδικές βίαιες πράξεις του, είχε γίνει κάτι σαν... λαϊκός ήρωας!
Η δεύτερη ληστεία του Βενάρδου ήταν αυτή που του «χάρισε» το «παρατσούκλι». Στις 17 Μαΐου του 1974 εισβάλει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Σεπόλια. Αυτή τη φορά δεν είναι ντυμένος παπάς, δε φοράει ράσα, άρα δεν μπορεί να κρύψει την καραμπίνα εκεί. Οπότε αποφασίζει και παίρνει μια μεγάλη ανθοδέσμη με γλαδιόλες (κάποιοι αμφισβητούν ότι ήταν το συγκεκριμένο λουλούδι, αλλά μικρή σημασία έχει το... είδος), κρύβει εκεί την καραμπίνα, κάνει «ανάληψη» ύψους μισού εκατομμυρίου δραχμών και φεύγει σαν κύριος.
Μετά από μερικές ημέρες φεύγει για τις ΗΠΑ. Όταν φτάνει εκεί, οι Αρχές διαπιστώνουν πως δεν έχει τα σωστά ταξιδιωτικά έγγραφα και τον απελαύνουν. Στο αεροδρόμιο της Αθήνας, τον περιμένουν οι αστυνομικοί και τον συλλαμβάνουν. Ο Βενάρδος δικάζεται, καταδικάζεται σε 20 χρόνια φυλάκιση και οδηγείται ξανά στις φυλακές. Εκεί που, πλέον, η ζωή του μετατρέπεται σε μια κόλαση. Τρώει πολύ ξύλο, τον βάζουν συνέχεια στην απομόνωση, τον υποβάλουν στη μια τιμωρητική μεταγωγή μετά την άλλη. Ο Βενάρδος, όπως έλεγαν οι συγκρατούμενοι του, κάποια στιγμή τρελάθηκε. Δεν ήταν πια ο εαυτό τους. Έκανε τα πάντα για να βγει. Κατάπινε λάμπες, καρφιά, βίδες και ότι άλλο έβρισκε για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Από το Τζάνειο Νοσοκομείο μια φορά προσπάθησε να αποδράσει αλλά ένας φύλακας τον πυροβόλησε δυο φορές (μια στο γλουτό και μια στην κοιλιά).
Μέχρι που το μεσημέρι της 10ης Ιουλίου του 1984, τον βρήκαν κρεμασμένο στο κελί του. «Μπαίνω στο κελί και βλέπω το κρεβάτι του άδειο και ξαφνιάζομαι. Κάνοντας ένα δυο βήματα, βρέθηκα μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα. Είδα τον Βενάρδο κρεμασμένο! Στο πάτωμα υπήρχαν λωρίδες απο κομματιασμένο σεντόνι. Του φωνάζω Θοδωρή, Θοδωρή... αλλά δεν πήρα απάντηση. Κάλεσα σε βοήθεια και επειγόντως τον πήγαμε στο νοσοκομείο μήπως και σωθεί», είχε πει ο σωφρονιστικός υπάλληλος Μιχάλης Κουρκουνάκης, που τον βρήκε νεκρό.
Ο ιατροδικαστής Δημοσθένης Μπούκης ήταν κατηγορηματικός πως ήταν αυτοκτονία: «Ως συνάγεται εκ των ευρημάτων της ενεργηθείσης νεκροψίας και νεκροτομίας, ο θάνατος του εξετασθέντος ατόμου επήλθε συνεπεία απαγχονισμού». Οι συγκρατούμενοι του, όμως, λένε πως στην πραγματικότητα δεν ήθελε να αυτοκτονήσει. Το έκανε για να τραβήξει την προσοχή και να τον πάνε στο νοσοκομείο. Το είχε κάνει πολλές φορές. Πάντα τον προλάβαιναν. Την τελευταία φορά δεν τον πρόλαβαν. Ή δεν ήθελαν να τον προλάβουν. «Ο Βενάρδος τους είχε ξεφτιλίσει και έπρεπε να πληρώσει. Έκανε κάποια κόλπα προσπαθώντας να βγει με ανήκεστο βλάβη και εκεί πάνω στα κόλπα κρεμάστηκε από έναν φύλακα που θα τον ξεκρεμούσε αμέσως. Όμως εκείνος αντί να κόψει το σχοινί, τον άφησε κρεμασμένο και έφυγε. Ήτανε βαλτός», είχε πει ο διαβόητος κακοποιός και μετρ των αποδράσεων, Βαγγέλης Ρωχάμης σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Βλάσης Ψοφάκης, πρώην ισοβίτης και αυτός, ο οποίος σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Vice, είχε πει: «Κοίταξε να σου πω κάτι. Δε στο λέω 100%, επειδή δεν ήμουν εκεί. Μπορώ, όμως, να σου το πω 90%, επειδή ήξερα τον Θόδωρα πάρα πολύ καλά. Δεν κρεμάστηκε ο Θόδωρος. Τον κρέμασαν. Προσωπική μου άποψη. Ό,τι έκανε, το έκανε εκ του ασφαλούς. Χαρτιά μάζευε να πάει στο Δαφνί και να φύγει από εκεί ελεύθερος. Για μένα, τον κρεμάσανε. Δεν κρεμάστηκε. Για να μην βγουν καινούρια φιντάνια. Επειδή ο Θόδωρος το είχε αυτό. Ήξερε γραμματάκια και βοηθούσε να βγει η φωνή των κρατουμένων προς τα έξω. Δεν τον ένοιαζε ποιος ήταν ο κρατούμενος, αρκεί να έβγαιναν πράγματα προς τα έξω. Αν ήταν ποιοτικός ο κρατούμενος, ένας λόγος παραπάνω. Τα έβαζε με όσους έπρεπε να τα βάλει. Βοηθούσε».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.