Μενού
giuliano
Σαλβατόρε Τζουλιάνο | YouTube
  • Α-
  • Α+

Η ζωή του μοιάζει με κινηματογραφική ταινία δράσης. Η δράση του κόβει την ανάσα. Ο, πλέον, διαβόητος ληστής στην ιστορία της Ιταλίας, αγαπήθηκε από τους φτωχούς αλλά προδόθηκε από τον αδερφικό του φίλο. Η ζωή και η δράση του Σαλβατόρε Τζουλιάνο είναι μια ζωή γεμάτη αντιφάσεις. Για πολλούς, ακόμα και σήμερα, στην Ιταλία είναι μια προσωπικότητα που προκαλεί συζητήσεις και έντονες αντιπαραθέσεις.

Ο «Ρομπέν των Φτωχών» και το λάθος της Πορτέλα ντελά Τζινέστρα

Ο Σαλβατόρε γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1922 σε ένα χωριό (Μοντελέπρε) της δυτικής Σικελίας, πολύ κοντά στο Παλέρμο. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Σαλβατόρε Τζουλιάνο και της Μαρίας Λομπάρντο, μεταναστών που είχαν επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και με τις οικονομίες τους είχαν καταφέρει να αγοράσουν δική τους καλλιεργήσιμη γη. Πατέρας και γιος είχαν το ίδιο ονοματεπώνυμο και έτσι για να τους ξεχωρίζουν φώναζαν τον μικρό Τούρι ή Τουρίντο.

Όταν έγινε 13 ετών αναγκάστηκε να φύγει από το σχολείο καθώς έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα τους στις αγροτικές εργασίες αφού ο μεγαλύτερος αδερφός του κλήθηκε να υπηρετήσει ως στρατιώτης. Ο μικρός Σαλβατόρε, ωστόσο, ήταν πολύ έξυπνος και δαιμόνιος για να δουλεύει στα χωράφια. Άρχισε να πουλάει λάδι και με τα έσοδα που είχε πλήρωνε εργάτες από τα διπλανά χωριά προκειμένου να... βοηθούν τον πατέρα του!

Τελικά, αυτή η δουλειά αποδείχθηκε ιδιαίτερα επικερδής ιδιαίτερα στα χρόνια που κατέρρεε το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Ο Σαλβατόρε έβγαζε πολλά λεφτά ως έμπορος λαδιού. Στην πραγματικότητα έβγαζε πολλά λεφτά ως «μαυραγορίτης» και αυτό ενόχλησε κάποιους (όχι όλους γιατί μερικούς τους «λάδωνε») αστυνομικούς οι οποίοι άρχισαν να τον κυνηγάνε. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1943 ένας καραμπινιέρος επιχείρησε να τον συλλάβει και ο Σαλβατόρε, χωρίς να διστάσει, τον σκότωσε. Αυτή είναι και η αρχή στην «καριέρα» του Σαλβατόρε Τζουλιάνο ο οποίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει στα βουνά, να φτιάξει τη δική του συμμορία και από εκεί να πραγματοποιεί ληστρικές επιθέσεις.

Και επειδή πίσω από κάθε «περίεργη» ιστορία κρύβονται οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, έτσι και εδώ, ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο γιγάντωσε τη φήμη του όταν με τις ευλογίες των Αμερικανών που φοβόντουσαν πως με το κενό εξουσίας μετά την εξόντωση του Μουσολίνι, οι κομμουνιστές θα κυριαρχήσουν στην Ιταλία, ξεκίνησε το κίνημα για την ανεξαρτησία της Σικελίας από την υπόλοιπη Ιταλία! Τον Απρίλιο του 1945, ο Τζουλιάνο εξέδωσε μία «δημόσια διακήρυξή» του, τασσόμενος υπέρ του αυτονομιστικού και διωκόμενου πια «Κινήματος για την Ανεξαρτησία της Σικελίας» («Movimento per l’ Indipendenza della Sicilia», MIS) και της ένοπλης πτέρυγας του EVIS («Esercito Volontario per l' Indipendenza Siciliana»).

Ο Τζουλιάνο έγινε συνταγματάρχης του EVIS και δημιούργησε μια ολιγομελή (περίπου 250 άτομα) αλλά πανίσχυρη ομάδα ανταρτών. Σημείωσε πολλές μικρές νίκες οι οποίοι προκάλεσαν εκνευρισμό σε Άγγλους και Αμερικάνους (οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο αφού διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε... κομμουνιστικός κίνδυνος) που στράφηκαν εναντίον του με σκοπό να τον εξολοθρεύσουν. Μετά από μια συντριπτική ήττα στα τέλη Δεκεμβρίου του 1945, το αυτονομιστικό κίνημα ουσιαστικά διαλύθηκε και έτσι ο Τζουλιάνο έμεινε μόνος του με 90 άνδρες στα βουνά. Και τότε είναι που αποφάσισε να... αλλάξει καριέρα.

Αφού είδε πως το.. πολιτικό δεν του πήγαινε, είδε τον εαυτό του ως υπερασπιστή των εξαθλιωμένων και άρχισε να κάνει τη μια μετά την άλλη ένοπλες ληστείες τραπεζών, απαγωγές πλουσίων και να μοιράζει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών στους φτωχούς! Σύντομα έγινε ένας λαϊκός ήρωας. Για να επιβεβαιώσει, μάλιστα, τον τίτλο του «Ρομπέν των Φτωχών», αν έπιανε κάποιον κακοποιό να κλέβει ή να εξαπατά κάποιον φτωχό, τον εκτελούσε επιτόπου με συνοπτικές διαδικασίες! Ταυτόχρονα, δεν σταμάτησε ποτέ να πολεμά με όποιον τρόπο μπορούσε το Ιταλικό κράτος. Ήταν ένας πόλεμος διαρκείας που μέσα σε έξι χρόνια (1943 – 1949) κόστισε τη ζωή σε 87 καραμπινιέρους και άλλους 33 αστυνομικούς και στρατιώτες. Παράλληλα, ωστόσο, βρισκόταν σε πόλεμο και με τους κομμουνιστές τους οποίους θεωρούσε την υπέρτατη απειλή για τη Σικελία. Και κάπου εκεί ο φημισμένος ληστής έκανε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του.

Αγγλοαμερικάνοι μυστικοί πράκτορες και Ιταλοί μαφιόζοι θέλησαν να τελειώσουν μια και καλή με τους κομμουνιστές αλλά ήθελαν να το κάνουν με έναν τρόπο που να μην κατηγορηθούν οι ίδιοι. Έτσι, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος έστειλε στον Τζουλιάνο μια υπόσχεση σύμφωνα με την οποία αν διέλυε τους εορτασμούς για την πρωτομαγιά του 1947 θα δινόταν αμνηστία τόσο στον ίδιο όσο και στους άνδρες του. Ο Τζουλιάνο χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε τους άνδρες του και εμφανίστηκε στους εορτασμούς της εργατικής πρωτομαγιάς στην Πορτέλα ντελά Τζινέστρα. Όπως ο ίδιος είπε αργότερα είχε δώσει εντολή να πυροβολούν μόνο πάνω από τα κεφάλια των συγκεντρωμένων και μόνο για εκφοβισμό. Ξαφνικά, ωστόσο, οι τελευταίες ριπές προκάλεσαν ένα αδιανόητο μακελειό. Συνολικά 11 διαδηλωτές (ανάμεσα τους και 4 μικρά παιδιά) σκοτώθηκαν και άλλοι 33 τραυματίστηκαν. Όλοι τους φτωχοί. Από αυτούς που ο Τζουλιάνο υπερασπιζόταν. Προβοκάτσια ή όχι ο «Ρομπέν των Φτωχών» έγινε μέσα σε ένα βράδυ εχθρός του λαού και φονιάς παιδιών!

Το ανθρωποκυνηγητό και το άγριο τέλος

Όσο και αν προσπάθησε να απολογηθεί ο Τζουλιάνο, όσο και αν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες που είπαν πως οι τελευταίες φονικές ριπές, ρίχτηκαν από γνωστούς μαφιόζους, η ιστορία δεν άλλαξε. «Την Πρωτομαγιά του 1947, εδώ στον βράχο του Μπαρμπάτο, ενώ συμμετείχαν στον εορτασμό της εργατικής τάξης και πανηγύριζαν τη νίκη της 20ης Απριλίου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά από την Πιάνα, το Σ. Τσιπιρέλο και το Σ. Γκιουζέπε, σκοτώθηκαν με απερίγραπτη αγριότητα από τις σφαίρες της Μαφίας και των κτηματιών, που θυσίασαν αθώα θύματα για να συντριβεί ο αντιφεουδαρχικός αγώνας της αγροτιάς» έγραψαν οι κομμουνιστές στο μνημείο που έστησαν στην περιοχή.

Ο ιστορικός Φραντσέσκο Ρέντα, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής, θεώρησε πως στόχος της προβοκάτσιας ήταν η εξώθηση των εξοργισμένων χωρικών σε αντίποινα κατά των μαφιόζων της περιοχής, ώστε να δοθεί έτσι καλή πρόφαση για να τεθούν εκτός νόμου οι κομμουνιστές. Την Πρωτομαγιά του 1949 ο κομμουνιστής ηγέτης Γκιρολάμο Λι Κάουζι κάλεσε δημόσια τον Τζουλιάνο να δώσει τα ονόματα των ενόχων και μετά από λίγες ημέρες έλαβε ιδιόχειρη επιστολή του καταζητούμενου ληστή, που απαντούσε με τα εξής λόγια: «Μόνον άνδρες δίχως τιμή δίνουν ονόματα. Όχι, ένας άνθρωπος που θέλει να παίρνει τη Δικαιοσύνη στα χέρια του, που θέλει να κρατήσει ψηλά την υπόληψή του και που το αξιολογεί αυτό ως σημαντικότερο και από αυτή την ίδια τη ζωή του».

Σε άλλη του επιστολή ο Τζουλιάνο είχε υποδείξει τον πραγματικό εμπνευστή της προβοκάτσιας, δείχνοντας τον χριστιανοδημοκράτη υπουργό Εσωτερικών Μάριο Σκέλμπα: «Γνωρίζω ότι ο συγκεκριμένος με θέλει νεκρό. Νεκρό επειδή συντηρώ έναν εφιάλτη που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Επειδή μπορώ να τον φέρω να λογοδοτήσει για πράξεις που, εάν αποκαλυφθούν, θα τελειώσουν όχι μόνο την πολιτική του σταδιοδρομία, αλλά και την ίδια του τη ζωή».

Σε κάθε περίπτωση, η ιταλική κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευτεί το γεγονός με έναν νέο πόλεμο λάσπης, εκτοξεύοντας το ποσό της επικήρυξης του… Ο Τζουλιάνο, αν και ήξερε πως το τέλος του πλησιάζει, δε σταμάτησε ποτέ να κάνει ληστείες και απαγωγές δίνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών του στους φτωχούς του Ιταλικού νότου. Από το καλοκαίρι του 1949 και έπειτα, ωστόσο, το ανθρωποκυνηγητό σε βάρος του ήταν κάτι το αδιανόητο. Πάνω από 1000 καραμπινιέροι είχαν μια και μόνη αποστολή: Να τον συλλάβουν ζωντανό ή νεκρό. Τον Απρίλιο του 1950 ο Τζουλιάνο κυνηγημένος είχε μείνει με ελάχιστους συμπολεμιστές.

Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Ιουλίου 1950, προς γενική έκπληξη οι Ιταλικές αρχές ανακοίνωσαν πως ο Τζουλιάνο έπεσε νεκρός σε ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς. Το επίσημο ανακοινωθέν της αστυνομίας ανέφερε ότι ο 27χρονος Τζουλιάνο εντοπίστηκε τυχαία σε ένα πορνείο και σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών σε παρακείμενο κήπο. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πιο τραγική για τον διαβόητο ληστή. Δολοφόνος του δεν ήταν κάποιος αστυνομικός αλλά ο καρδιακός φίλος και παντοτινός σύντροφός του Γκασπάρε «Ασπάνε» Πισκιότα ο οποίος τον εκτέλεσε την ώρα που κοιμόταν! Μετά τη δολοφονία, ο Πισκιότα ειδοποίησε τους καραμπινιέρους, οι οποίοι μετέφεραν τη σορό του Σαλβατόρε σε μια αυλή και τη γάζωσαν με σφαίρες, καλύπτοντας έτσι τη στυγερή δολοφονία.

Παρά τις αιματοβαμμένες υπηρεσίες που παρείχε στο Ιταλικό κράτος, ο προδότης Πισκιότα συνελήφθη μετά από λίγους μήνες και παραπέμφθηκε σε δίκη ως συμμορίτης και ένοχος για τη σφαγή της Πορτέλα ντελά Τζινέστρα. Στη διάρκεια της δίκης ομολόγησε ότι ήταν αυτός που είχε σκοτώσει τον Τζουλιάνο πιστεύοντας στην υπόσχεση για αμνηστία που του είχε δώσει ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας. Ο Μάριο Σκέλμπα!

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.